Αφιερώματα

Moonspell: Αφιέρωμα στους θρυλικούς gothic/doom Πορτογάλους

Πολλοί χαρακτηρισμοί έχουν ακουστεί για τους Πορτογάλους καθ’ όλη την πορεία της καριέρας τους. Υπέροχοι. Ιδιαίτεροι. Λυρικοί. Ποιητικοί. Γοτθικοί. Μακάβριοι. Μουσικά ανήσυχοι. Ακόμα και όσοι λανθασμένα τους έχουν χαρακτηρίσει “γκομενομπάντα” στο παρελθόν δε μπόρεσαν να μην παραδεχτούν το γεγονός πως οι Moonspell είναι απόλυτα προσηλωμένοι σε ότι κι αν επιλέξουν να κάνουν. Προσωπικά για εμένα είναι πολύ μεγάλη μαγκιά που κατάφεραν να χτίσουν ένα αξιοσέβαστο όνομα στο χώρο του ατμοσφαιρικού metal προερχόμενοι από μία τόσο διαφορετική με το συγκεκριμένο ιδίωμα χώρα. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα το Love Crimes, το οποίο αποτυπώθηκε για πάντα στο συναισθηματικό κομμάτι της συνείδησής μου. Εξακολουθώ να ανατρέχω στις νότες του Irreligiousκαι στα μελοποιημένα ποιήματα του The Antidote όταν έχω ανάγκη να ξεφεύγω από τα αγχωτικά εγκόσμια. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν έπαψα (κι ούτε θα πάψω) να τους αγαπάω. Μέχρι στιγμής είχα την τύχη να τους δω ζωντανά 3 φορές, εκ των οποίων τη μία κατάφερα να εξακριβώσω κι από κοντά το πόσο καταπληκτικός άνθρωπος είναι ο Fernando Ribeiro σε μία face to face συζήτηση. Ο χαρισματικός αυτός frontman έχει αστείρευτες γνώσεις σε πολλούς τομείς και αυτό φαίνεται και στη μουσική του. Γι’ αυτόν και πολλούς άλλους λόγους η επίσκεψή τους την επόμενη βδομάδα στο Chania Rock Festival απαιτεί την παρουσία μας. Στα πλαίσια αυτής της επίσκεψης λοιπόν, μου δίνεται η αφορμή μέσω αυτού του αφιερώματος να τους ανακαλύψω από την αρχή και να θυμηθώ ξανά τι φταίει και τους λατρεύω τόσο πολύ.

1992 – 1994: Τα Πρώτα Χρόνια

Ως Morbid God στις προ Moonspell ημέρες (1989)

Παρόλο που το πρώτο επίσημο demo με τίτλο κυκλοφόρησε το 1993, οι ρίζες των Moonspell εντοπίζονται βαθιά μέσα στο 1989 όταν έπαιζαν ακόμα folk/black metal υπό το όνομα Morbid God. Τότε που ακόμα ο Fernando Ribeiro χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Langsuyar, επηρεασμένος από τις βαβυλώνιες βαμπιρικές παραδόσεις. Η περίοδος εκείνη δεν ήταν ιδιαίτερα καρποφόρα, με μοναδική τους ίσως επιτυχία την προσθήκη του Goat On Fireστη split συλλογή Mortuary Vol.1″ παρέα με ονόματα όπως Thormenthor, Silent Scream και Bowelrot. Το demo Anno Satanæ” ήταν και εκείνο που τα άλλαξε όλα, καθώς όχι μόνο τους έβγαλε από την αφάνεια, αλλά παρουσίασε και μία μπάντα που άφηνε πίσω της τις black metal μέρες και χαιρέτιζε ένα νέο, πιο ατμοσφαιρικό doom ήχο σε κομμάτια όπως Wolves From The Fog και Ancient Winter Goddess. Οι συνθέσεις αυτές άρεσαν σε αρκετούς fans της underground σκηνής και μέχρι τα μέσα της άνοιξης του 1994 είχαν ήδη το πρώτο τους EP έτοιμο, υπό το άσημο label της γαλλικής Adipocere Records, υιοθετώντας και επισήμως το Moonspell σαν όνομα. Ο τίτλος αυτού Under The Moonspell, ένα EP το οποίο θεωρείται μέχρι και σήμερα κλασικό για τους οπαδούς του είδους. Εκεί είχαμε και τα πρώτα δείγματα ως προς ποια κατεύθυνση θα βάδιζαν στην πορεία. Ήχοι που ένωναν υπέροχα σατανισμό και ερωτισμό μέσα από αργόσυρτες κιθάρες, ξερά riffs και αχνή χρήση βιολιού. Αυτό που σίγουρα έκανε αίσθηση τότε ήταν το πως κατάφεραν να διαθέσουν τέτοια άριστη (για EP) ενορχήστρωση με τόσο μηδαμινό budget, κάτι που ακόμα και σήμερα αδυνατώ να καταλάβω. Οι κόποι είχαν αρχίσει να αποδίδουν και οι Moonspell πλέον δεν ήταν άγνωστοι. Είχαν μετατραπεί (παρέα με κάποιους Cradle Of Filth) σε ένα από τα πρώτα μικρά ονόματα του extreme ατμοσφαρικού ήχου. Έκτοτε δεν κοίταξαν ποτέ πίσω. Τα καλύτερα έρχονταν.

1995 – 1997: Η Αναγνώριση

Έχοντας χτίσει μέσα σε διάστημα μόλις 2 χρόνων ένα σεβαστό μύθο στα underground κυκλώματα που θα ζήλευαν πολλοί, οι Moonspell ήξεραν πως είναι πολύ ξεχωριστοί για να περιοριστούν εκεί. Το 1995 ήταν η χρονιά-σημείο αναφοράς στην καριέρα τους, όταν υπέγραψαν συμβόλαιο για έξι δίσκους στη Century Media η οποία και εξελίχθηκε σε πιστό τους σύμμαχο για 8 ολόκληρα χρόνια. Για όποιον έχει ασχοληθεί με τη μπάντα, φυσικά θα γνωρίζει πως τα 90’s τους ανήκαν δικαιωματικά. Ποιος άλλωστε δε θα ήθελε να έχει το Wolfheartγια ντεμπούτο του; Τι να πεις γι’ αυτό το album. Αριστούργημα παντοτινό. Δεν είναι μόνο η ευφυέστατη ιδέα του Fernando Ribeiro να πάει τον ερωτισμό των στίχων του ένα βήμα παραπέρα προσθέτοντας και το horror στοιχείο στη μουσική, είναι και η κινηματογραφική σκοπιά με την οποία το έκανε. Από κει και έπειτα όταν θα κοιτούσαμε την πανσέληνο θα σκεφτόμασταν την εισαγωγή του Wolfshade (A Werewolf Masquerade)”. Θα ανατριχιάζαμε με τους creepy ψιθύρους του Vampiriaκαι την σπαραξικάρδια προσέγγιση του instrumental Lua DInverno. Μην ξεχνάς πως εδώ βρίσκεται και το all time classic Alma Mater, το κομμάτι που γνωρίζει μέχρι και ένα 5χρονο, αλλά και ο λόγος για τον οποίο πάντα θα ψιλογελάμε με τους Anathema για τη μίνι κλοπή της μελωδίας στο A Dying Wish. Μετά από αυτό το album-σεμινάριο για πολλές μπάντες που θέλουν να ασχοληθούν επαγγελματικά με τον ατμοσφαιρικό ήχο, οι Moonspell είχαν όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους να απολαύσουν αυτή την επιτυχία. Ως γνωστόν όμως, εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Ειδικά για μία ανήσυχη ψυχή όπως ο Ribeiro. Η ανησυχητική αυτή δημιουργικότητα ώθησε το συγκρότημα στο να κυκλοφορήσει το 1996 δεύτερη δισκάρα, χωρίς να έχουμε συνέλθει ακόμα από το χαστούκι της προηγούμενης χρονιάς.

Moonspell “Irreligious” Line Up (L to R): Miguel “Mike” Gaspar, João “Ares” Pedro,
Fernando Ribeiro, Ricardo Amorim, Pedro Paixão

Φυσικά και μιλάμε για το Irreligious, το καλύτερο και ίσως πιο ολοκληρωμένο album των Moonspell για τους περισσότερους fans. Αυτή τη φορά οι βουτιές στις gothic επιρροές είναι βαθύτερες και εκτενέστερες σε διάρκεια. Οι πρώτες προσπάθειες της μπάντας να συνθέσει “hit-άκια” στέφoνται με επιτυχία στα Opium, Mephistoκαι Full Moon Madness, το αιώνιο μικρό αδερφάκι του A Werewolf Masquerade στιχουργικά. Αν όμως με ρωτήσεις η ουσία βρίσκεται αλλού. Η επιλογή να καλμάρουν ελαφρά με τα growls ακολουθώντας το gothic ρεύμα των mid-90′s δεν τους έβαλε στο ίδιο καλούπι με πολλές άλλες μπάντες που έκαναν κάτι αντίστοιχο, που κανονικά θα έπρεπε. Το Irreligiousσυνδύασε άψογα αυτή τη χαρακτηριστική “στο-πετσί-του-ρόλου” ερμηνεία του Ribeiro με την λυρικότητα ενός θεατρικού έργου και αυτό ήταν που τους έκανε ξεχωριστούς. Το A Poisoned Giftπ.χ. ακόμα βρίσκεται στις πέντε καλύτερες στιγμές τους όταν η συζήτηση τείνει προς Moonspell, ενώ τα Ruin & Miseryκαι Raven Clawsαποτελούν δύο τέλειες επιλογές για να το παίξεις ψαγμένος στη γκοθού που μόλις σου γυάλισε. Από εκείνο το δίσκο και έπειτα, το σκοτάδι και ο ρομαντισμός θα έφεραν το όνομά τους. Λίγο καιρό μετά, ένα νέο μουσικό σταυροδρόμι τους περίμενε για να το ανακαλύψουν.

1998 – 2000: Οι Πειραματισμοί

Η νέα χιλιετία κοντοζύγωνε και τα πράγματα άλλαζαν στη μουσική. Όποιος δεν ακουγόταν μοντέρνος και εναλλακτικός ήταν καταδικασμένος να καεί. Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων μοιραία επηρέασε και τους Πορτογάλους. Και αυτό το πήραμε πρέφα με το EP του “2econd Skin.

Φωτογραφία της μπάντας από το “2econd Skin” EP του 1997

Πολύς κόσμος τότε δεν ήξερε ακριβώς τι γνώμη να σχηματίσει. Σίγουρα ήταν πολύ διαφορετικό. Και ήταν σίγουρα δεδομένο πως το νέο album θα δίχαζε χωρίς καν να έχει κυκλοφορήσει. Εν το μεταξύ αυτό το μικρό διαλειμματάκι έδωσε χρόνο στα 4/5 της μπάντας να ασχοληθούν για λίγο με τους monarch, ένα black metal sideproject που διατηρούσαν κρυφά. Με αυτούς κυκλοφόρησαν το ένα και μοναδικό τους album με τίτλο Hermeticumπου φιλοξενούσε ποιήματα του Ribeiro από τα παιδικά του χρόνια. Άσχετο, αλλά το αναφέρω για την ιστορία. Επιστροφή στο 1998 που βρίσκει τους Πορτογάλους να κυκλοφορούν το Sin/Pecado(“Χωρίς/Αμαρτία” σε ελεύθερη μετάφραση από τα Πορτογαλικά) αφήνοντας γλυκόπικρες εντυπώσεις. Η ατμόφαιρα παρέμεινε σε πρώτη μοίρα, αλλά η πιο πειραματική του φύση συνετέλεσε στο να γίνει μία από τις πιο περίεργες δουλειές τους. Θα μπορούσε κάποιος να το πει και παράξενα υποτονικό. Βέβαια η αισθητική βροντοφώναζε Moonspellαπό μακριά, καθώς συνέχιζαν να σκάβουν σε αργούς gothic/doom ήχους. Αυτό που οι περισσότεροι δεν περίμεναν ήταν η εμφάνιση ηλεκτρονικών percussions αντί drums που ξεπετάγωντας στις ατμοφαιρικές ενορχηστρώσεις ορισμένων συνθέσεων. Και εδώ όμως, υπήρχαν στιγμές έμπνευσης με τα Abysmo, Madgalene, Mute, Dekadanceκαι The Hanged Manκάνοντάς το Sin/Pecadoαρκετά πιο συναισθηματικό από τους δύο προκατόχους του. Οι πειραματισμοί συνεχίστηκαν και την επόμενη χρονιά, αυτή τη φορά σε ένα πρωτότυπο, πιο aggressive ύφος. Καλοκαίρι του 1999 και εμφανίζεται το “Τhe Butterfly Effect, ίσως ο μόνος τους δίσκος που έχω ακούσει τις λιγότερες φορές. Ο λόγος απλούστατος: industrial metal και Moonspell δεν κολλάνε. Αλλάζοντας τον επί τέσσερα συναπτά έτη Waldemar Sorychta και αντικαθιστώντας τον με τον Andy Reilly στο τιμόνι του παραγωγού, οι Πορτογάλοι επεδίωξαν να διεκδικήσουν ένα κομμάτι πίτας που δεν ήταν δικό τους. Με μουσική σχεδόν εξ’ ολοκλήρου δημιουργημένη από τον πληκτρά της μπάντας, Pedro Paixão, και με τα ηλεκτρονικά στοιχεία να επικρατούν στη μεγαλύτερή του διάρκεια, το εν λόγω album ήταν η χλιαρή απόδειξη πως οι Moonspell ήθελαν να πάνε με το ρεύμα της industrial/avant garde εποχής, όσο κι αν προσπαθούσε η επιθετική προσέγγιση της φωνής του Fernando Ribeiro να μας πείσει για το αντίθετο. Δυστυχώς αυτή τη φορά δεν τους βγήκε και έτσι το The Butterfly Effect λησμονείται μέχρι και σήμερα ως η πιο μέτρια στιγμή στην καριέρα τους. Η νέα χιλιετία είχε ήδη μπει για τα καλά και οι Moonspell επρόκειτο να εκπλήξουν για άλλη μία φορά τους οπαδούς τους.

2001 -2005: Οι Gothic Επιρροές

Μέσα σε δύο χρόνια η μπάντα είχε αλλάξει δραματικά. Ίσως πολύ δραματικά για μερικούς από τους fans. Αυτό φάνηκε στο Darkness And Hopeτου 2001. Αλλαγή ξανά στην παραγωγή, αυτή τη φορά με το Hiili Hiilesma (παραγωγός σε Η.Ι.Μ. και Sentenced όταν αυτοί οι δύο έτειναν να συγχωνευθούν επικίνδυνα) να αναλαμβάνει τη δύσκολη αφαίρεση του “λεκέ” που άφησε ο προηγούμενος δίσκος. Σαν πρώτη εικόνα, το album έδειχνε τους να πηγαίνει πίσω στις gothic metal ρίζες τους, αλλά στην ουσία ήταν το επόμενο βήμα στην εξέλιξή τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα εκτενές, ατμοσφαιρικό μουσικό έργο που απεικόνιζε τη συναισθηματική δύναμη της μπάντας. Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής τους περιοδείας με τους labelmates Tiamat και Flowing Tears, οι οπαδοί έδειχναν να αγκαλιάζουν τα νέα τραγούδια όπως Nocturna, Heartshaped Abyssκαι Ghostsong. Album-εξιλέωση θα μπορούσα να πω, αφού στο τέλος λειτούργησε και ως “συγχώρεση” από πλευράς κοινού. Πολλοί μάλιστα τότε είχαν βγάλει και τη δική τους θεωρία γύρω από τον τίτλο του δίσκου, όπου με τον όρο darknessαναφέρονταν στις πειραματικές τους μέρες και hopeστην επάνοδο και το πιο αισιόδοξο μέλλον. Όπως και να ‘χει, οι Moonspell είχαν ανακτήσει γρήγορα το χαμένο έδαφος, καθώς επέστρεψαν σε αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα.

“The Antidote” Line Up (2003)

Το 2003, μαθημένοι από τα λάθη τους και με ηθικό αναπτερωμένο, κυκλοφορούν το The Antidote, ένα album που πάντα θα αποτελεί προσωπική μου αδυναμία. Με το Niclas Etelävuori των Amorphis να εκτελεί χρέη session μουσικού στο μπάσο και την επιστροφή του Waldemar Sorychta πίσω από την κονσόλα, ο δίσκος πραγματοποίησε ένα όνειρο που ο Fernando Ribeiro διατηρούσε για χρόνια. Να ενώσει την ποίηση με τη μουσική. Ακόμα θυμάμαι πόσο διαφορετικά ηχούσε από τα υπόλοιπα όταν το πρωτοάκουσα. Ουσιαστικά επρόκειτο για μελωποιημένη ποίηση βασισμένη στο Antidotoτου José Luís Peixoto, ενός από τους πιο διάσημους νοβελίστες της Πορτογαλίας. Η επιστροφή στο πιο heavy μουσικό στυλ εγκρίθηκε παμψηφί από το μεταλικό κόσμο και συμπεριλήφθηκε σε πολλά Top-10 εκείνης της χρονιάς. Από την αρχή ως το τέλος, το The Antidoteδεν έκανε κοιλιά πουθενά. Εδώ μπορούσες να βρεις σκληρά κομμάτια με βαρύτητα όπως In And Above Menκαι The Southern Deathstyle, κάτι που μέχρι τότε έδειχνει να έχει χαθεί από τους Moonspell. Το συναίσθημα ήταν και πάλι παρών στο καταπληκτικό Everything Invadedκαι το στοιχειωτικό του solo, πάντα πακέτο με το βγαλμένο από ταινία τρόμου Lunar Still. Άκρως λεπτομερειακό album, δημιουργημένο με χειρουργική ακρίβεια. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί το χορευτικό (“μεσογειακό” έλεγαν πολλοί) παίξιμο του Mike Gaspar στα drums του From Lowering Skiesπου στη συνέχεια αποτέλεσε αλάνθαστο trademark σε ότι κι αν έκαναν. Ήταν ένα album που συνόψιζε όλες τις παραδόσεις και φάσεις της μπάντας. Ο ίδιος ο Fernando Ribeiro είχε δηλώσει τότε: “Θα έλεγα ότι αντιπροσωπεύουμε μία μίξη τρόμου και ομορφιάς, βαρύτητας και μελωδίας. Το The Antidoteξεκινά πολύ brutal και καταλήγει πολύ μελωδικό. Με αυτό τον τρόπο κλείνουμε τον κύκλο. Αυτό είναι οι Moonspell“.

2006 – 2009: Αλλαγή Δισκογραφικής, “Under Satanæ” Και Εμπορική Επιτυχία

Ένα κεφάλαιο έκλεινε, ένα νέο ξεκινούσε. Και το 2006 βρήκε τους Moonspell να γυρίσουν σελίδα στο μουσικό τους βιβλίο όταν και υπέγραψαν στην SPV/Steamhammer. Αποτέλεσμα αυτής της νέας συνεργασίας ήταν το Memorial. Δεν ξέρω αν έγινε επιτηδευμένα ή απλά έκατσε, γεγονός όμως είναι πως πρόκειται για την πιο εμπορική δουλειά του συγκροτήματος μέχρι τότε. Πέρα από τις πωλήσεις, όπου στην Πορτογαλία ξεπέρασε τα 10.000 αντίτυπα και έγινε χρυσό, η παραγωγή (αν και πιο heavy από τα προηγούμενα) έβγαλε προς τα έξω μία πιο συμφωνική πλευρά της μπάντας.  Αυτό ήταν κάτι που ναι μεν απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από πολλούς, αλλά υπήρχαν και κάποιοι εξίσου πολλοί που βρήκαν αυτή την ιδέα ως την απαρχή ενός ξεπουλήματος. Παρόλαυτα, από το Memorialξεπήδησαν ακόμα δύο single-άκια, τα Finisterraκαι Luna, τα οποία σε συνδυασμό με τη γενικότερη symphonic metal πλειοψηφία του δίσκου προξένησαν εγκεφαλικά σε παλιούς βαμμένους οπαδούς της μπάντας, ένας εκ των οποίων μάλλον είμαι και εγώ. Με την πάροδο του χρόνου ο περισσότερος κόσμος αλλαξοπίστησε και το Memorialμετατράπηκε σε ένα από τα πιο μέτρια, αδύναμα και αμφιλεγόμενα albums των Πορτογάλων. Αμέσως μετά, ξεκίνησαν να δουλεύουν πάνω στο πρώτο τους DVD που είχε τον αρχικό τίτλο Lunar Still/13 Years Of Doom. Αν και το πλάνο ήταν σχεδιασμένο για κυκλοφορία το Σεπτέμβριο του 2005, θέματα νομικής φύσεως το καθυστέρησαν μέχρι να βγει και επισήμως το Δεκέμβριο του 2008, με το νέο τίτλο Lusitanian Metal. Αυτό παρέα με τη συλλογή The Great Silver Eyeτου 2007 ήταν και οι δύο τελευταίες κυκλοφορίες υπό το label της Century Media, εξοφλώντας το παλιό συμβόλαιο των 8 δίσκων. Στο σημείο αυτό επιλέγουν να κυκλοφορήσουν άλλο ένα τύπου compilation δίσκο με τίτλο Under Satanæ”, το οποίο ουσιαστικά ήταν μία συλλογή επανεκτελέσεων πρώιμου υλικού. Το πρώτο μέρος αποτελούνταν από μερικά κομμάτια της Under The Moonspell EPπεριόδου, ενώ τα υπόλοιπα πάρθηκαν από τις demo κασσέτες του “Anno Satanæ” (εξού και η ονομασία Under + Satanæ”) με την προσθήκη του Serpent Angelαπό το πρώτο demo της μπάντας, όταν ακόμα λέγονταν Morbid God. Και εδώ οι γνώμες ήταν 50/50. Από τη μία πολλοί οπαδοί νεαρότερης ηλικίας έμαθαν πως ηχούσαν οι Moonspell 15 χρόνια πριν. Από την άλλη οι παλαιότεροι ξενέρωσαν από τη μοντέρνα αυτή προσέγγιση στην παραγωγή του Tue Madsen, ο οποίος φημιζόταν για τη δουλειά του με -κατά βάση- πιο modern metal ονόματα τύπου Meshuggah, The Haunted, Hatesphere και Ektomorf. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα που είχαν μιλήσει για έλλειψη έμπνευσης. Οι Moonspell δεν έδωσαν βάση και ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησαν το Night Eternal, φτάνοντας έτσι στο εμπορικό τους απόγειο. Διατηρώντας την ίδια σχετικά συμφωνική φόρμουλα με το Memorial, τα πράγματα έδειχναν να είναι εμφανώς πιο βελτιωμένα. Αυτή τη φορά οι ενορχηστρώσεις ήταν τέλειες, ενώ ο Tue Madsen επιτέλους είχε καταλάβει τον ήχο που επιθυμούσε ο Ribeiro. Λιγότερο περίπλοκες και πιο “into the point” συνθέσεις. Πέτα μέσα και μία ντουετάρα με την Anneke Van Giersbergen για το κλασικό πλέον Scorpion Flowerκαι έχεις τον πρώτο ολοκληρωμένο Moonspell δίσκο έπειτα από πέντε χρόνια.

O Fernando Ribeiro και η Anneke Van Giersbergen στα παρασκήνια του “Scorpion Flower” videoclip (2008)

Εξάλλου η αρχή με το At Tragic Heightsάνετα μπορεί να συγκριθεί σε δυναμική με την αντίστοιχη του The Antidote. Τι να πρωτοθυμηθείς κι εδώ; Το συμφωνικό οργασμό του ομόνυμου; Τα πισωγυρίσματα των Shadow Sunκαι Moon In Mercury; To άπλετου ρομαντισμού και “αλά-Irreligiousαισθητικής Dreamless (Lucifer And Lilith)”; Σίγουρα το Night Eternalδεν ήταν το καλύτερό τους album. Αποτέλεσε όμως τη δική τους σανίδα σωτηρίας, κάνοντάς το το νέο σημείο αναφοράς στην καριέρα τους. Επιπλέον, η κοινή γραμμή μουσικής πλεύσης με τους Septicflesh, σηματοδότησε τη συνεργασία με το δικό μας Seth Siro Anton ως κύριο υπεύθυνο για το artwork της μπάντας. Μία συνεργασία που θα συνεχιζόταν και για τα δύο επόμενα albums. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του Night Eternalοι Moonspell έδωσαν σημαντική βάση στο κομμάτι “περιοδείες”, καθιστώντας την περίοδο 2008-2009 ως μία από τις πιο κοπιαστικές για τη μπάντα. Πρώτα ήρθε η Αμερικάνικη “Blackest Of The Black Tour 2008″ όπου μοιράστηκαν το σανίδι με τους Danzig, Dimmu Borgir, Skeletonwitch και Winds Of Plague. Σειρά είχε η Ευρώπη και η συμμετοχή στην The Darkest Tour: Filthfest παρέα με τους Cradle Of Filth, Gorgoroth και Septicflesh, ενώ το 2009 έλαβαν μέρος σε ακόμα μία ευρωπαϊκή περιοδεία με Cradle Of Filth και Turisas η οποία έφερε τον υπότιτλο Darkest Tour: Filthfest 2″ και διήρκεσε για 2 επιπλέον μήνες. Λίγο πριν μπει το καλοκαίρι, οι Moonspell είχαν ήδη εξουθενωθεί, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά. Δεν θα ξαναείχαμε νέα τους για τα επόμενα δύο χρόνια.

2010 – 2015: Napalm Records Και Ταύτιση Με Το Gothic Rock

Με σταθεροποιημένη πια σύνθεση στο line-up τους, οι Moonspell ανακοίνωσαν στα μέσα καλοκαιριού του 2010 πως είχαν ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις για το διάδοχο του Night Eternal. O Ribeiro είχε δώσει τότε ένα preview περιγράφοντας το νέο album ως “το πιο συναρπαστικό, σέξυ, σκοτεινό, heavy, πιασάρικο υλικό που έχουμε γράψει εδώ και χρόνια”. Το Δεκέμβριο του 2011 υπογράφουν με τη Napalm Records και ο frontman χαρακτηρίζει το label ως “αγγελιοφόρο” της μπάντας.

Moonspell “Alpha Noir/Omega White” Line Up (2012)

Αρχές του νέου έτους και ανακοινώνεται πως ο νέος δίσκος θα ονομάζεται “Alpha Noir”, ο οποίος για πρώτη φορά στην καριέρα τους θα ήταν διπλός. Το μουσικό του “διδυμάκι” έφερε τον τίτλο “Omega White”, τονίζοντας έτσι τη διαφορετική του φύση αφού ουσιαστικά ήταν ένας ξεκάθαρος φόρος τιμής στους Type O Negative και Sisters Of Mercy. Δίσκος ιδιαίτερα ατμοσφαιρικών και σκοτεινών αναφορών (παρόμοιες με εκείνων του Irreligious), το “Omega White” έμελλε να κλέψει την παράσταση από το αρχικό “Alpha Noir” το οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν κατώτερό του. Εκεί φάνηκε η προτίμηση του πιο gothic παιξίματος με groovy κιθαριστικά riffs. Το ατμοσφαιρικό στοιχείο περιορίστηκε σε ενοχλητικό σημείο για τους fans, ενώ και το πρώτο single Lickanthrope-αν και είχε ωραίο βιντεάκι- μαρτυρούσε την αδυναμία των Moonspell να σταθούν επάξια δίπλα σε ένα Night Eternal. Ωραία κομμάτια υπήρχαν, όπως τα Axis Mundi, Em Nome Do Medo, Opera Carneκαι Love Is Blasphemy, αλλά δυστυχώς δεν ήταν τραγούδια που θα άντεχαν με την πάροδο του χρόνου. Άσε που υπήρχαν και 2-3 fillers που είχαμε να δούμε από τα late-90′s. Παρόλα αυτα, ακόμα θυμάμαι την καταπληκτική τους απόδοση στο Gagarin και το “tribute” στο μακαρίτη Peter Steele όταν και πρασίνισε όλη η σκηνή για να παιχτεί το New Tears Eve, κομμάτι αιώνια αφιερωμένο στους Type O Negative.

Moonspell 2015

Η κατάσταση βελτιώθηκε εμφανώς το 2015 με την κυκλοφορία του “Extinct”. Αν και είχε κάποιες υποψίες περί επανάληψης από μερικούς, δε χωρούσε καμία αμφιβολία πως εδώ συνέχισαν σε ακόμα πιο dark/gothic κατευθύνσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα φίλο που μου είχε πει πως “πλέον πρέπει να αλλάξουν όνομα”, όταν είχε ακούσει για το πρώτο δείγμα του album, The Last Of Us. Πάντως μύριζε γκολ από τα αποδυτήρια όταν ανακοινώθηκε πως στην παραγωγή και τη μίξη υπεύθυνος θα ήταν ο πολύς Jens Bogren, άνθρωπος που ευθύνεται για κάθε ατμοσφαιρικό δίσκο που έχουμε αγαπήσει από το 2000 και μετά. “Viva Emptiness” (Katatonia), “Ghost Reveries” (Opeth), “Stabbing The Drama” (Soilwork) είναι μερικοί απ’ αυτούς. Ακόμα μέχρι και σήμερα βάζω το “Extinct” να παίζει σπίτι μου. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να λέει πολλά. Και ξέχνα τις εμπορικές goth-ίλες στο πρώτο single. Τσέκαρε λίγο την εισαγωγή και τα βιολιά στο κλείσιμο του Breathe (Until We Are No More)”. Δες τι γίνεται στο ανατολίτικο Medusalem(στα αυτιά μου πάντα hit!) με τη guest συμμετοχή του Yossi Sassi (exOrphaned Land) με την oriental bozuoukitara και τις Sisters Of Mercy ερμηνείες του Fernando Ribeiro. Νιώσε την απόγνωση για την ανθρωπότητα στα Funeral Bloomκαι The Future Is Dark. Σπάραξε λίγο με τη μελωδία του Domina. Παιδιά, πρόκειται για καταπληκτικό δίσκο. Βέβαια κάποιοι είχαν κατακρίνει το Extinctγια έλλειψη προσωπικότητας. Αν αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν για να έχουμε ένα τόσο συναισθηματικό album, ας είναι. Φαινομενικά οι Moonspell έδειχναν να έχουν εξερευνήσει εξονυχιστικά κάθε άγνωστη πτυχή της μουσικής τους. Δύο χρόνια μετά, ήρθε άλλη μία πρωτότυπη κίνηση με το πρώτο τους εξ’ ολοκλήρου concept album.

2016 – Σήμερα: Πρώτο Concept Album Και Επιστροφή Στο Gothic Metal

Ήταν πέρυσι περίπου τέτοια εποχή όταν ο Fernando Ribeiro είχε αναρτήσει τη δήλωση πως οι Moonspell είναι στο studio και ηχογραφούν τον ενδέκατο δίσκο τους ο οποίος θα λεγόταν “1755”, θα ήταν concept και θα ήταν εξ’ ολοκλήρου στα Πορτογαλικά. Αυτό ήταν! Εγκεφαλικά μέχρι την επίσημη κυκλοφορία. Το πρώτο δείγμα ήρθε με το Todos Os Santosκαι ήταν σχετικά καλό. Ύστερα μάθαμε πως η ιστορία του “1755” θα περιστρεφόταν γύρω από το μεγάλο σεισμό της Λισαβόνας το 1755 και τον αντίκτυπο που είχε στον πολιτισμό τους. Στα κομμάτια που δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια (In Tremor Deiκαι Evento) είδαμε άλλο ένα διαφορετικό ήχο στη μουσική των Moonspell. Αυτή τη φορά επέλεξαν να κάνουν ένα ελαφρύ πισωγύρισμα στις θεατρικές ημέρες τους με πλήθος χορωδιακών μερών και φαντασμαγορικών ενορχηστρώσεων. Το gothic rock ύφος πήγε περίπατο δίνοντας τη θέση του στο gothic metal, κάνοντάς τη μία από τις πιο heavy δουλειές των τελευταίων χρόνων. Η αλήθεια πάντως είναι πως αρκετοί δυσκολεύτηκαν λίγο με την πορτογαλική ακουστική των στίχων και ίσως είναι και ένας από τους δύο λόγους που οι κριτικοί δεν ενθουσιάστηκαν όσο θα ‘πρεπε. Ο άλλος είναι απλούστερος. Όταν μιλάμε για Moonspell, αυτό που ξεχωρίζει ένα ξεχωριστό album από ένα συνηθισμένο είναι η ποσότητα συναισθημάτων που διαθέτει. Και το “1755”, κακά τα ψέματα, συναισθηματισμό δεν είχε. Το μόνο που μπορεί να προσέφερε ήταν η αφορμή να μεταφράσεις τους στίχους και να ψαχτείς πιο αναλυτικά για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ο δίσκος στάθηκε αφορμή για τη μπάντα να συναντηθεί με τους παλιούς της φίλους Cradle Of Filth και να περιοδεύσουν ξανά μαζί στα πλαίσια της Earthshaking 1775 Tourπροσθέτοντας στην όλη φάσης μία δόση νοσταλγίας. Πλέον βρισκόμαστε στο 2018 και οι Moonspell πλησιάζουν τα 30 χρόνια ζωής. Αν είχαμε να κάνουμε με οποιαδήποτε άλλη μπάντα, θα λέγαμε πως τα έχουν κάνει όλα. Στην περίπτωση των Πορτογάλων όμως, μόνο ένας Θεός ξέρει τι μας επιφυλάσσουν στο μέλλον.

Μπορεί οι Moonspell να μην έχουν αφήσει τόσο έντονα το στίγμα τους όσο θα ήθελαν στο heavy metal προσκήνιο. Και ίσως να είναι άδικο. Σκέψου το όμως και από την άλλη πλευρά. Πόσους έχεις ακούσει να λένε “ρε συ, αυτοί αντιγράφουν Moonspell“; Η απάντηση είναι κανείς. Γιατί πολύ απλά κανείς δε μπορεί να αντιγράψει τους Moonspell. Και αυτό είναι η κληρονομιά τους. Να είναι μοναδικοί στο είδος τους. Όσοι λοιπόν θα βρίσκεστε στα Χανιά το βράδυ της 29ης Ιουνίου, προετοιμαστείτε για ένα live πλούσιο σε ατμόσφαιρα, έκσταση, συναισθηματισμό, μουσικότητα, λυκανθρώπους, βαμπίρ, δαίμονες, φαντάσματα και ό,τι άλλο μπορεί να βγάλει από το μυαλό του ένας τόσο, μα τόσο πανέξυπνος performer όπως ο Fernando Ribeiro.

Κείμενο: Χάρης Μπελαδάκης

whale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X