Without Waves – Comedian (Prosthetic)

Αν υπάρχει κάτι που με χαλάει στο metal σήμερα περισσότερο κι από την ακατάπαυστη αντιγραφή χωρίς προσωπικότητα σχεδόν σε όλα τα είδη και σχεδόν από όλα τα νεόκοπα συγκροτήματα, αυτό είναι ο πλαστικός και κούφιος ήχος που έχει αναπτυχθεί και εδραιωθεί σήμερα, ειδικά αυτόν που χρησιμοποιούν οι Αμερικάνοι. Δε διαφωνώ, χρήσιμο το Cubase σε πολλά επίπεδα, και δε λέω οπωσδήποτε να γυρίσουμε στις αναλογικές ηχογραφήσεις, αλλά εδώ μιλάμε για το άλλο άκρο. Μιλάμε για τόσο έντονη πλαστικοποίηση που χάνεται η ψυχή της μουσικής και των συνθέσεων.

Ακριβώς από αυτό το πρόβλημα πάσχει και το νέο, δεύτερο album των Αμερικάνων Without Waves. Ενώ σε συνθετικό επίπεδο ακούγεται ενδιαφέρον και διαθέτει πολλές προοπτικές, η έντονη πλαστικοποίηση του ήχου από τα ατέλειωτα edit τον καθιστούν ένα κακάσχημο κουφάρι που έχει υποστεί αλλοίωση σε μη επιτρεπτό όριο. Και είναι κρίμα, γιατί η αρχική πρώτη ύλη περιλαμβάνει πολλά στοιχεία από progressive (πολλοί θα πουν djent ακριβώς λόγω του ήχου, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι, το συνθετικό μοτίβο θυμίζει περισσότερο Dillinger Escape Plan και Between The Buried And Me παρά Periphery και Tesseract), extreme, ατμοσφαιρικό rock και jazz (κυρίως από fusion, κι αυτό το στοιχείο βοηθάει στο διαχωρισμό από το djent κι ας το θυμίζει ηχητικά).

Και μάλιστα αυτά τα στοιχεία έχουν ομογενοποιηθεί με πολύ όμορφο και ενδιαφέροντα τρόπο, με αποτέλεσμα οι συνθέσεις να έχουν βάθος αλλά και ουσία. Αυτή ακριβώς η συνταγή κάνει το συγκρότημα να ξεφεύγει από τα τετριμμένα και όλα τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, με τις συνθέσεις να αποκαλύπτουν όλο και κάτι περισσότερο με κάθε ακρόαση.

Κάπου εκεί όμως μπαίνει το ηχητικό κομμάτι στη μέση και χαλάει όλη την προσπάθεια και τη δουλειά του συγκροτήματος. Δε ξέρω αν φταίει το γεγονός ότι προσπάθησαν να ενσωματώσουν και ελάχιστα industrial στοιχεία στο δίσκο και θέλησαν να προσαρμόσουν την παραγωγή για την ανάδειξή τους, το αποτέλεσμα όμως είναι τόσο ψυχρό, ψεύτικο και κούφιο, που θυμίζει το fast food που τρως και το οποίο είναι τίγκα στο αλάτι και τα συντηρητικά που ενώ σου αρέσει σα γεύση, σε πονάει μετά το στομάχι σου. Μάλιστα, ο ήχος είναι τόσο ψεύτικος που γεννά αμφιβολίες για το αν είναι σε θέση να βγάλουν τις συνθέσεις του δίσκου ζωντανά σε live. Αυτό δε χαλάει απλά την απόλαυση, την καταστρέφει εντελώς.

5,5/10
Σταύρος Πισσάνος
stavrospissanos@yahoo.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Phil Campbell And The Bastard Sons – Kings Of The Asylum (Nuclear Blast)

Mercenary – Soundtrack For The End Times (NoiseArt)

Lancer – Tempest (Fireflash)