Wolves At The Gate – Eulogies (Solid State)

Ποτέ δε με έλκυε το metalcore, εκτός από κάνα δύο δίσκους συνολικά, όσο κι αν djent-ίζει. Ο συγκεκριμένος ήχος ακούγεται στα αυτιά μου πολύ “soft” και ψεύτικος, και σε πολλές περιπτώσεις υπερβολικά κλαψιάρικα. Όταν ξεκίνησαν οι αναμείξεις με το djent και το post-hardcore, μπορεί να βάρυνε λίγο ο ήχος, αλλά η «ψυχή» και η «ουσία» δεν έδειξαν να αλλάζουν καθόλου, οπότε το αποτέλεσμα συνεχίζει να μη με ελκύει.

Οι Wolves At The Gate είναι χαρακτηριστική περίπτωση της τελευταίας περιγραφής, με λίγο περισσότερη έμφαση στο post-hardcore. Αυτός ο δίσκος όμως έπεσε στον εντελώς λάθος άνθρωπο, καθώς έχω μόνο επιφανειακή γνώση της σκηνής, σε ένα είδος και μια σκηνή που δε γουστάρω καθόλου, με αποτέλεσμα η κριτική μου να μην είναι αντιπροσωπευτική και ιδανική. Πάντως, είμαι σε θέση να αναγνωρίσω τα κλισέ του ήχου και την αμερικάνικη προέλευσή του και καταγωγή του, αλλά μεταξύ μας, αυτό δε θα ήταν και τόσο δύσκολο. Προφανώς κάποια συγκροτήματα διαφέρουν λίγο παραπάνω από τα άλλα, αλλά, όσο να’ναι, ο ήχος παραείναι χαρακτηριστικός.

Υποθέτω πάντως πως ο δίσκος θα αρέσει στους φανατικούς οπαδούς του είδους, καθώς όλα τα κλισέ του ήχου είναι δομημένα με σωστό τρόπο. Και τα επιθετικά μέρη αλλά και οι μελωδίες είναι δοσμένα στις σωστές ποσότητες και διαθέτουν την κατάλληλη ανάμειξη, χωρίς πάντως να έχουν να προσφέρουν κάτι ξεχωριστό και ριζοσπαστικό. Αν πάντως έχετε θέμα με τα χριστιανικά συγκροτήματα, αυτό είναι τελείως άλλη συζήτηση και αφορά αποκλειστικά την προσωπική σας κρίση.

Εγώ πάντως θα επιμείνω στην αρχική μου άποψη, καθώς αυτό που ακούω είναι ένας ακόμα δίσκος από ένα genre που στα αυτιά μου ακούγεται πλαστικό και άψυχο. Κάποιος άλλος στη θέση μου που να γνωρίζει τον ήχο σίγουρα θα το εκτιμούσε πολύ περισσότερο και θα το γούσταρε και μπορώ να καταλάβω το γιατί, όμως το σύνολο είναι κάτι που εγώ αποκαλώ «Mc Donald’s μουσική», και η μουσική που ακούμε δεν είναι για προσωρινή ευχαρίστηση από την πλαστικούρα, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από αυτό, είναι συναισθήματα που μας συντροφεύουν μια ζωή. Αυτό το φλερτ με τα pop ρεφραίν ποτέ μου δε το χώνεψα (σ.σ.: όπως δε μπορώ να χωνέψω τα burger των Mc Donald’s), και προφανώς δεν εννοώ το ποιοτικό pop των Depeche Mode.

5/10
Σταύρος Πισσάνος
stavrospissanos@yahoo.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Phil Campbell And The Bastard Sons – Kings Of The Asylum (Nuclear Blast)

Mercenary – Soundtrack For The End Times (NoiseArt)

Lancer – Tempest (Fireflash)