Νέα

Rage: Ανακοινώθηκε η αποχώρηση δυο μελών

Με μιά λιτή ανάρτηση στην σελίδα τους στο Facebook, οι Peavy Wagner και Victor Smolski ανακοίνωσαν την λήξη της συνεργασίας τους και ουσιαστικά υπήρξε μια φημολογούμενη διάλυση της μπάντας αφού δεν αναφέρθηκε πουθενά η μελλοντική τους κατάστασή σε συνδυασμό με την αναφορά σε λήξη της συνεργασίας τους και με τον drummer André Hilgers.

Συγκεκριμένα, η ανάρτηση με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 2015 λέει τα παρακάτω:

“Γεια σας Rageheads,”

“Μετά από προσεκτική σκέψη, ο Peavy και ο Victor αποφάσισαν να σταματήσουν να δουλεύουν μαζί στο μέλλον. Αυτό γίνεται λόγω μουσικών και προσωπικών αλλαγών. Έχουμε αναπτυχθεί προς τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις τα τελευταία χρόνια που δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με την παρούσα κατάσταση της μπάντας πλέον. Σε αυτή την περίπτωση θα χωρίσουν οι δρόμοι μας και με τον drummer André Hilgers“.

“Τα τελευταία 15 χρόνια ευλογηθήκαμε με πολλές επιτυχίες και πολλούς φανταστικούς δίσκους αλλά αυτή η εποχή ήρθε στο τέλος της πια. Κάθε συνέχεια θα ήταν κοροϊδία και προς τους εαυτούς μας και προς τους οπαδούς μας.
Ευχόμαστε ο ένας στον άλλον ότι καλύτερο!”

“Ευχαριστούμε όλους τους οπαδούς για την εμπιστοσύνη και την υποστήριξή τους”.
Peavy & Victor, Φεβρουάριος 2015

Λίγο αργότερα ανέβηκε και μια ανάρτηση μόνο από τον Smolski που ανέφερε τα παρακάτω:

“Αγαπητοί φίλοι”,

“Μετά από δεκαπέντε φανταστικά χρόνια, δέκα δίσκους και αμέτρητες συναυλίες με τους Rage, αποφάσισα να επικεντρωθώ πάνω σε άλλες μουσικές προκλήσεις. Θα ήθελα να ευχαριστήσω πραγματικά όλους τους οπαδούς των Rage που με στήριξαν τόσα χρόνια.

Στο μέλλον θα εστιάσω στο νέο δίσκο των LMO. Το ορχηστρικό project το οποίο ίδρυσα και σχημάτισα το 2013 θα συνεχίσει με την ίδια σύνθεση απλά χωρίς τον Peavy. Νέοι μουσικοί που θα συνεισφέρουν με νέα δημιουργικά στοιχεία αλλά και ένα νέο όνομα θα αποκαλυφθούν σύντομα. Η σύνθεση και η παραγωγή του τελευταίου δίσκου ήταν τόσο απολαυστικά για μένα και θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με στήριξαν σε αυτή την προσπάθεια. Με όλη την εμπειρία που απέκτησα από τις εμφανίσεις μου με τους LMO είμαι σίγουρος πως το νέο άλμπουμ θα είναι ακόμα πιο συναρπαστικό”.

“Expect the unexpected!”

Victor, Φεβρουάριος 2015

Ο ίδιος ο Peavy Wagner έρχεται όμως και αποκαθηστά με δήλωση του πως έχουν τα πράγματα.

“Γεια σας Rageheads”,

“Λόγω μιας σειράς από παραπλανητικές φήμες τις τελευταίες ημέρες, αναφορικά με το μέλλον των Rage & των LMO (Lingua Mortis Orchestra) θα ήθελα να δώσω κάποια μεγαλύτερη σαφήνεια επί του θέματος”.

“Η διάσπαση μου από τον Victor και τον André ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ το τέλος των Rage! Αντίθετα, σύντομα θα ξεκινήσουμε και πάλι με ένα νέο line-up. Περισσότερες πληροφορίες αναμένεται να ακολουθήσουν σύντομα”.

“Οι Refuge από την άλλη είναι μια πραγματική ευλογία για μένα και για δύο φίλους και bandmates μου, και θα συνεχίσουν να υπάρχει. Ανυπομονούμε για τα καλοκαιρινά φεστιβάλ του 2015 (και όχι μόνο)”.

“Και οι δύο μπάντες, και οι Rage και οι Refuge, πρόκειται να είναι παρόντες και παράλληλα θα συμπληρώνουν ακόμη ο ένας τον άλλον. Με τους Refuge υπηρετούμε όλους τους oldschool μεταλάδες εκεί έξω, ενώ οι Rage καλύπτουν το συνολικό μουσικό φάσμα που έχω δημιουργήσει τα τελευταία 30 χρόνια“.

“Οι Lingua Mortis Orchestra (LMO) που εγώ δημιούργησα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, γιορτάσαμε την πρώτη μας κυκλοφορία το 1996. Ισάξια με τους Rage, οι LMO είναι ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού μου και θα βάλω το ίδιο πάθου και δημιουργική ενέργεια, όπως έχω κάνει στο παρελθόν”.

“Υπόσχομαι ότι θα προχωρήσει με τους Rage σε ένα υψηλής μουσικής ποιότητας μονοπάτι. Με τους Refuge θα ταξιδέψουμε πίσω στις πρώτες ημέρες και με την Lingua Mortis Orchestra θα συνεχίσω το Metal meets Classic μέρος του εαυτού μου”.

“Ανυπομονώ πραγματικα για το τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον, αισθάνομαι απελευθερωμένος και είμαι γεμάτος δημιουργική ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό θέλω να πω ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και την υποστήριξή σας”.

“Τα λέμε σύντομα”.
“Yours, Peavy

Μια μικρή ανασκόπηση στην ιστορία των Rage

Αμφιβάλλω αν ο Peavy Wagner είχε σκεφτεί πόσο ψηλά θα κατάφερνε να φτάσει στο μεταλλικό πάνθεον όταν σχημάτιζε τους τους Avenger τριάντα χρόνια πριν. Επηρεασμένος από την επιτυχία των Accept και τους Judas Priest, παίρνουν εισιτήριο πρώτης θέσης στο τρένο που είχε βάλει στις ράγες η Αγία Δυάδα του Γερμανικού Power Metal, δηλαδή οι Helloween, οι Running Wild, εντασσόμενοι στο δεύτερο κύμα του Τευτονικού power metal μαζί με Grave Digger, Scanner, Heaven’s Gate και Blind Guardian και άλλες μπάντες μικρότερης καριέρας και δημοτικότητας. Οι Avenger, που αποτελούνταν από τον θρυλικό drummer Jörg Michael, τους κιθαρίστες Jochen Schröder και Thomas Grüning και τον Peavy σε ρόλο τραγουδιστή/μπασίστα, ξεκίνησαν το 1983 και πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν κάποια demos για να φτάσουν στην δημιουργία του άλμπουμ “Prayers of Steel” και του EP “Depraved to Black” το 1985, πριν αναγκαστούν να αλλάξουν το όνομά τους λόγω της ύπαρξης προγενέστερης μπάντας με το όνομα Avenger στην Αγγλία. Η αρχική σκέψη για το προτεινόμενο όνομα Furious Rage πέρασε από ψαλίδι και με συνοπτικές διαδικασίες η μπάντα ονομάστηκε απλά Rage. Με την ίδια σύνθεση ηχογράφησαν το “Reign of Fear” του 1986 ενώ το 1987 κυκλοφόρησαν το “Execution Guaranteed” με μοναδική αλλαγή την αντικατάσταση του Thomas Grüning από τον Rudy Graf. Αν και πρόκειται για δύο δίσκους σχετικά τυπικού heavy/power της εποχής, η ιδιέταιρη φωνή του Peavy, οι πιασάρικες μελωδίες και ικανότητά τους να φτιάχνουν ολοκληρωμένα τραγούδια, μαζί με έναν προσωπικό ήχο που είχαν δημιουργήσει, τους έκαναν αρκετά δημοφιλείς εντός Γερμανίας.

Το τέλος του 1987 σήμανε μεγάλες αλλαγές για την μπάντα, με τον Χρήστο Ευθυμιάδη να αντικαθιστά πίσω από τα τύμπανα τον Jörg Michael και τον Manni Schmidt να αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου τις κιθάρες. Το πιο χύμα και δυνατό παίξιμο του Ευθυμιάδη, σε συνδυασμό με την δεινότητα και την τραχύτητα του ήχου του Schmidt, άλλαξαν αρκετά τον ήχο της μπάντας, δίνοντάς του μια σχεδόν thrash αισθητική και όγκο που εξισορροπούσε τις κλασσικίζουσες μελωδίες του Peavy, δημιουργώντας τον χαρακτηριστικό ήχο της μπάντας και οδηγώντας τους σε μια συνεχώς ανοδική πορεία. Το “Perfect Man” του 1988 σήμανε την αρχή μιας νέας και άκρως επιτυχημένης εποχής, περιέχοντας κάποια από τα διαχρονικότερα κομμάτια της μπάντας όπως τον ύμνο “Don’t Fear The Winter”, το “Death In The Afternoon” και το ομότιτλο “Perfect Man” που ήταν για πολύ καιρό αναντικατάστατα μέρη των ζωντανών τους εμφανίσεων. Έναν χρόνο μετά κυκλοφόρησαν το “Secrets In A Weird World”, στο οποίο ακούγονται κάπως κουρασμένοι, σαν να βιάστηκαν να το κυκλοφορήσουν για να εκμεταλλευτούν το μομέντουμ του “Perfect Man” και με έναν ήχο υπερβολικά μπουκωμένο σε σημεία. Δεν πρόκειται για κακό δίσκο αλά σίγουρα δεν είναι αυτό που περίμενε ο κόσμος εκείνη την εποχή, παρά το γεγονός ότι περιέχει διαμάντια όπως το “Invisible Horizons” και το “Distant Voices”. Ελαφρώς καλύτερα ήταν τα πράγματα στο “Reflections Of a Shadow” του 1990, αν και ακόμα ήταν εμφανής η κούραση της μπάντας λόγω του αρκετά επιβαρυμένου συναυλιακού τους προγράμματος. Ο ήχος του συγκεκριμένου δίσκου είναι αρκετά πιο γυαλισμένος και rock’n’roll απ’ότι στο παρελθόν, με τα “Waiting For The Moon”, “Nobody Knows”, “Reflections Of a Shadow” και “Saddle The Wind” να συνθέτουν έναν πολύ ενδιαφέροντα δίσκο που όμως δεν έδειχνε κανένα σημάδι της εκπληκτικής συνέχειας.

Το “Trapped!” του 1992 έσκασε σαν βόμβα, αιφνιδιάζοντας ακόμα και τους φίλους της μπάντας. Εκτός από το γεγονός ότι ήταν ότι καλύτερο είχε δημιουργήσει μέχρι τότε η μπάντα, αποτελεί και ένα από τα πιο ολοκληρωμένα power metal (και όχι μόνο) άλμπουμ που έχει βγάλει η Γερμανική σκηνή. Πάνω από τα μισά του τραγούδια έγιναν hits απαραίτητα στις ζωντανές εμφανίσεις τους ακόμα και σήμερα, σε έναν αρκετά ομοιόμορφο δίσκο στον οποίο ξεδιπλώνονται όλες οι κιθαριστικές αρετές του Manni ενώ ο Peavy ανεβάζει τις μετοχές του στο συνθετικό κομμάτι συνθέτοντας μόνος του πάνω από τα μισά κομμάτια και συμμετέχοντας στα υπόλοιπα. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι με το “Trapped!” ξεκίνησε και η συνεργασία της μπάντας και με τον πασίγνωστο καλλιτέχνη Andreas Marschall, ο οποίος συνέδεσε την πιο επιτυχημένη περίοδο της μπάντας με τα έργα του, δηλαδή μέχρι το 1996. Το βομβαρδιστικό που ονομάζεται Rage έχει επιτέλους ξεκολλήσει και αυτό φαίνεται και από το εξαιρετικό EP “Beyond The Wall” στα τέλη Οκτώβρη του 1992, τα τραγούδια του οποίου θα μπορούσαν άνετα να είναι στο “Trapped!”.

Η φήμη της μπάντας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και η κυκλοφορία του “The Missing Link” τον Αύγουστο του 1993 την εκτοξεύει ακόμα υψηλότερα καθώς πρόκειται για ένα αριστούργημα οριακά καλύτερο από το “Trapped!”, το οποίο ξεκινά ένα σερί επιτυχιών και εκμεταλλεύεται στο έπακρο την δαιμονιώδη φόρμα στην οποία βρίσκεται το συγκρότημα. Ο ύμνος “Refuge” ακούγεται συνεχώς στα απανταχού metal clubs και το βιντεοκλίπ του κατάφερε να παίζεται και στο MTV!

Κι ενώ όλα έδειχναν να πηγαίνουν ωραία και καλά στο στρατόπεδο των Rage, με την καλλιτεχνική και εμπορική τους επιτυχία να είναι στο ζενίθ τους, και την οπαδική τους βάση να έχει μεγαλώσει αρκετά, τα πρώτα σημάδια του τέλους αυτής της εποχής είχαν φανεί. Ο Peavy είχε νιώσει πως η μπάντα είχε δώσει ότι μπορούσε ως τρίο και είχε στο μυαλό του την πρόσληψη και δεύτερου κιθαρίστα μετά από επτά χρόνια, και για να ενισχυθούν συνθετικά αλλά και για να πετύχουν καλύτερο ήχο στις συναυλίες τους, μιας και είχαν αυξηθεί πλέον και οι απαιτήσεις του κοινού. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε να έρχεται στις πρόβες της μπάντας ο μικρός αδερφός του Χρήστου Ευθυμιάδη, Σπύρος. Αυτό το γεγονός δημιούργησε αντιδράσεις από την πλευρά του Manni σε σημείο που να έρθει σε ολική ρήξη με τον Peavy και αναπόφευκτα να χωρίσει τους δρόμους του με την μπάντα μετά την κυκλοφορία του EP “Refuge”, στα μέσα του 1994. Αντικαταστάτης του ήταν ο Sven Fischer, γνωστός από τους thrashers Pyracanda οι οποίοι είχαν διαλυθεί το 1992. Ως τετράδα ξανά λοιπόν και με μεγάλη όρεξη, μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του επετειακού “Ten Years In Rage”, το οποίο περιέχει κάποια νέα κομμάτια, ένα medley παλιών επιτυχιών της μπάντας, επανηχογραφήσεις ακυκλοφόρητων κομματιών με την παρούσα σύνθεση και μια επανεκτέλεση του “Prayers of Steel” από το πρώτο άλμπουμ των Avenger. Εκτός από την μπάντα, στο άλμπουμ συμμετέχουν πρώην συνεργάτες της μπάντας και στο φοβερό “Dangerous Heritage” συμμετέχει με το μπουζούκι του ο θείος των Χρήστου και Σπύρου, Ευθύμης Ευθυμιάδης. Ο συγκεκριμένος δίσκος έδειξε πως οι αλλαγές στην σύνθεση δεν επηρέασαν αρνητικά την μπάντα, ίσα ίσα που τα νέα κομμάτια κλείνουν πονηρά το μάτι στον ακροατή αφήνοντας πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.

Πραγματικά δεν έχω αρκετά λόγια για να μιλήσω για το “Black In Mind” που κυκλοφόρησαν οι Rage το 1995. Μου είναι αδύνατον να το προσεγγίσω αντικειμενικά καθώς αποτελεί την πρώτη μου επαφή με την μπάντα και με έχει σημαδέψει για πάντα. Κάποιες πιο αντικειμενικές φωνές μιλάνε για τον καλύτερο ίσως δίσκο της μπάντας, σίγουρα για τον πιο γρήγορο συνολικά, σε μια περίοδο που το Ευρωπαϊκό Power Metal ήταν στις μεγαλύτερες δόξες του και η δημοφιλία του ξεπερνούσε όλα τα υπόλοιπα είδη metal. Όλο το άλμπουμ ακούγεται νεράκι μια κι έξω, παρά τα δεκαέξι του τραγούδια και τα εβδομηντατέσσερα λεπτά της διάρκειάς του. Το νέο αίμα των Ευθυμιάδη και Fischer μπολιάζει το γνώριμο μέχρι τότε ύφος των Rage με στοιχεία από Megadeth (περισσότερο) και Metallica (λιγότερο) κυρίως ως προς τις δομές και το μανιασμένο riffing αλλά και ως προς τον όγκο που έχουν οι κιθάρες. Συγκλονιστικό και τίγκα στην μαυρίλα και την απαισιοδοξία στιχουργικά, όπως μας προειδοποιεί και ο τίτλος του, ο δίσκος θα κάνει πάταγο και στην εκτεταμένη περιοδεία που ακολουθεί. Το ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα του Peavy όμως νιώθει ότι κάτι του λείπει. Η απόφασή του να επανεκτελέσει κάποια κομμάτια της μπάντας με τη βοήθεια συμφωνικής ορχήστρας είναι κάτι πρωτόγνωρο για την metal κοινότητα και όλοι περιμένουν με αγωνία το τελικό αποτέλεσμα του παντρέματος δύο μουσικών ειδών τόσο διαφορετικών φαινομενικά αλλά τόσο κοινών ουσιαστικά. Το “Lingua Mortis” ηχογραφήθηκε με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας της Πράγας και δικαίωσε απόλυτα την μπάντα που τόλμησε κάτι τέτοιο. Ο δίσκος, πέραν της μουσικής αξίας του, αποτέλεσε για πολύ καιρό βασικό επιχείρημα των metal ακροατών στην υπεράσπιση της μουσικής τους και της σύνδεσής της με την κληρονομιά των μεγάλων κλασσικών. Εκτός αυτού, πολλές metal μπάντες ακολούθησαν το παράδειγμά της, με μεγαλύτερη όλων τους Metallica και το “S&M” του 1999. Η ουσία στο “Lingua Mortis” βρίσκεται στο ότι η ορχήστρα δεν συνοδεύει διακοσμητικά την μπάντα αλλά στο ότι έγιναν αρκετές παρεμβάσεις στις γνωστές συνθέσεις για να υπάρχει πραγματική συνεργασία και το τελικό αποτέλεσμα να είναι κάτι πιο σύνθετο και πιο κοντινό στις κλασσικότροπες δομές. Είναι εντυπωσιακή η ενέργεια που είχε η μπάντα εκείνη την περίοδο, γιατί παράλληλα με τις ηχογραφήσεις του “Lingua Mortis”, η τετράδα προετοίμαζε ήδη και το επόμενο χτύπημά της το οποίο βγήκε μόλις πέντε μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1996 με τίτλο “End Of All Days”. Άλλη μια δισκάρα απ’τις λίγες και ισάξιο σχεδόν του προκατόχου του, το “End Of All Days” αποτελεί την φυσική συνέχεια της μπάντας και ως προς τις συνθέσεις και ως προς τον ήχο. Δεκατέσσερις τραγουδάρες, η μία καλύτερη απ’την άλλη, μια διάθεση πειραματισμού και λίγο περισσότερη αισιοδοξία είναι τα κύρια συστατικά αυτού του πραγματικά μεγάλου δίσκου της μπάντας, που για ακόμα μια φορά τροφοδοτεί το κοινό με hits όπως το “Higher Than The Sky” ή το ομώνυμο που έγιναν αναφαίρετα κομμάτια στο setlist της μπάντας αλλά και στις playlist των μεταλλομάγαζων.

Η κυκλοφορία του “XIII” αποδείχθηκε εξαιρετικά γρουσούζικη και καθοριστική για το μέλλον της μπάντας. Στα σχεδόν δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τα “Lingua Mortis” και “End Of All Days”, η μπάντα περιόδευε αδιάκοπα και η διαδικασία ηχογράφησης του “XIII” συνοδεύτηκε από πολλή γκρίνια λόγω κόπωσης αλλά και λόγω μιας μεγάλης στροφής στην πορεία της μπάντας. Ο Peavey είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με το αποτέλεσμα από την συνεργασία του με την Συμφωνική Ορχήστρα της Πράγας που αποφάσισε πως ο νέος δίσκος θα ήταν εξ’ολοκλήρου προϊόν αυτής της συνεργασίας. Έτσι λοιπόν οι ταχύτητες έπεσαν προς χάρη της ατμόσφαιρας, η ένταση μειώθηκε αισθητά και πραγματικά αν δεν ήταν η χαρακτηριστική φωνή του Peavy και το κομμάτι “Sign Of Heaven”, κανένας δεν θα πίστευε πως πρόκειται για δίσκο των Rage. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κακός δίσκος, είναι απλά πολύ διαφορετικός απ’ότι μας είχε συνηθίσει η μπάντα και ως αποτέλεσμα, παρά τα χιτάκια “From The Cradle To the Grave”, “In Vain” και “Days Of December” που περιέχει, ήταν ο πρώτος δίσκος μετά από πάρα πολλές κυκλοφορίες που περισσότερο προβλημάτισε παρά ικανοποίησε. Η αλλαγή αυτή δεν προβλημάτισε μόνο τους οπαδούς αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας που δεν είδαν με καλό μάτι τις εξελίξεις και έτσι δεν άργησαν να εμφανιστούν οι πρώτες ρωγμές στην συνοχή της μπάντας. Η ολική ρίξη ανάμεσα στα μέλη ήρθε το 1998 με την κυκλοφορία του “Ghosts”. Οι συμμετέχοντες είναι οι ίδιοι με το “XIII” και η μπάντα συνεχίζει να απομακρύνεται από το παρελθόν της υιοθετώντας ένα ύφος που πλησιάζει τους Savatage κυρίως λόγω της σημαντικής θέσης που καταλαμβάνει το πιάνο του Christian Wolff. Επίσης είναι και η πρώτη συνεργασία της μπάντας με τον Victor Smolski, ο οποίος αναλαμβάνει την ηχογράφηση κάποιων κιθαριστικών μερών. Το “Ghosts” απέτυχε εμπορικά και καλλιτεχνικά, οι ρωγμές και οι διαμάχες έγιναν εντονότερες και σαν αποτέλεσμα είχαν την αποχώρηση από την μπάντα όλων πλην του Peavy. Η μοναξιά του δεν κράτησε για πολύ αφού αμέσως βρήκε στήριγμα στο πρόσωπο των Victor Smolski και Mike Terrana σε κιθάρες και τύμπανα αντίστοιχα. έτσι λοιπόν, ξανά σαν τριάδα, οι Rage επέστρεψαν στο σκληρό ύφος που τους παγίωσε στο μυαλό των ακροατών τους και κυκλοφόρησαν το αρκετά καλό “Welcome To The Other Side” του 2001, χωρίς όμως να απαρνούνται κάποια σημεία με πιάνο και κλασσικίζουσες σφήνες. Η απήχηση του δίσκου στο κοινό ήταν πολύ καλύτερη του αναμενόμενου, γεγονός που έδωσε θάρρος στην μπάντα για να κυκλοφορήσει άλλα δύο άλμπουμ σε δύο χρόνια, το επίσης πολύ καλό “Unity” και το ακόμα καλύτερο “Soundchaser”, δύο άλμπουμ που έχουν ακόμα περισσότερα στοιχεία από την 1992-1996 περίοδο της μπάντας και που καθιέρωσαν την σύνθεση Wagner- Terrana-Smolski στο μυαλό και των πιο φανατικών οπαδών τους. Οι Rage δεν αργούν να ξαναβρούν την παλιά τους αίγλη και να εντυπωσιάζουν με ποιοτικότατες κυκλοφορίες και στην συνέχεια της καριέρας τους, με το “Speak Of The Dead” του 2006, το οποίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, ένα συμφωνικό με την Lingua Mortis Orchestra και ένα μέρος στο τυπικό τους άγριο ύφος.

Η αποχώρηση του Mike Terrana το 2007 και η αντικατάστασή του από τον André Hilgers σηματοδοτεί ένα ακόμα τέλος εποχής στην καριέρα των Rage και το “Carved In Stone” ακούγεται αρκετά μουδιασμένο και κουρασμένο αν και έχει τις καλές στιγμές του. ίσως πρόκειται και για την πιο αδύναμη στιγμή τους σε αυτό το στάδιο της καριέρας τους η οποία σήμανε το καμπανάκι του κινδύνου για το μέλλον τους. Το “Strings to a Web” του 2010 έδειξε πως άκουσαν το καμπανάκι και έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά για να παρουσιάσουν άλλο ένα εξαιρετικό δίσκο που ανακατεύει τα ορχηστρικά και συμφωνικά μέρη με την έμφυτη επιθετικότητα της μπάντας, με το εντυπωσιακό “Empty Hollow” και το “Hunter And Pray” να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της ποιότητας του δίσκου. Η επόμενη κυκλοφορία τους “21” τους βρίσκει να κολυμπάνε σε ρηχά νερά, σε έναν μέτριο δίσκο που αναμασά το παρελθόν και δεν έχει να προσφέρει και πολλά πράγματα πέρα από μια αφορμή για ακόμα μια περιοδεία.

Κάπου εκεί λοιπόν τα πράγματα πήραν την εξέλιξη που οδήγησε στην σημερινή κατάσταση. Την αρχή του τέλους της μπάντας αποτέλεσε η διάσπασή της αρχικά σε Rage και Lingua Mortis Orchestra, με το πρώτο κομμάτι να είναι το αμιγώς metal και το δεύτερο να είναι το συμφωνικό αδερφάκι του με την συνεισφορά συμφωνικής ορχήστρας. Πρώτο παιδί της διάσπασης ήταν το άλμπουμ “LMO” των δεύτερων, το οποίο αποτελεί εξ’ολοκλήρου σύνθεση του Smolski, με το όνομα του Wagner να μην είναι παρών ούτε στο στιχουργικό κομμάτι. Η δημιουργία των Refuge από τον Peavy, αποτελεί ουσιαστικά την επανασύνδεση του κλασσικού line up των Rage της περιόδου 1988-1994 και η φιμολογούμενη ανακοίνωση της διάλυσης των Rage πριν από λίγες μέρες, αποτελούν δύο αλληλένδετα γεγονότα για τα οποία προς το παρόν μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε ως προς τις προθέσεις του Peavy και τα δικαιώματα του Smolski στο όνομα των Rage.

Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελεί η σχέση των Rage με την Ελλάδα και με το Ελληνικό κοινό. Δεν είναι μόνο το ότι συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τον Χρήστο αρχικά και με τον Σπύρο αργότερα. Είναι και το ότι η αγάπη και η συμμετοχή των Ελλήνων οπαδών «ανάγκασαν» την μπάντα να επισκεφθεί τη χώρα μας τις χρονιές 1992, 1996, 1997, 2003 και 2011, βάζοντάς τους στη λίστα ξένων συγκροτημάτων με τις περισσότερες εμφανίσεις στην χώρα μας. Αν συνυπολογίσουμε τις ιστορίες των παλαιότερων για την Ελληνίδα γκόμενα του Peavy και τα σουλατσαρίσματά του στα Εξάρχεια, γίνεται αντιληπτό πως οι δεσμοί Rage – Ελλάδας είναι πολύ ισχυροί και διαχρονικοί.

Μπάντες με τέτοια εργατικότητα και τέτοια αποδοτικότητα (21 άλμπουμ σε 30 χρόνια!!!) είναι δύσκολο να βγουν. Κατάφεραν να κρατήσουν την ποιότητα των δίσκων τους σε πολύ υψηλό επίπεδο παρά τα προβλήματά τους και ο Peavy αποτελεί υπόδειγμα στον τομέα της επιλογής συνεργατών καθώς όλες οι επιλογές του του βγήκαν. Μακάρι λοιπόν να διαψευστεί το δημοσίευμα και οι Rage να συνεχίσουν να υπάρχουν και στο μέλλον, προσφέροντάς μας απλόχερα καταπληκτική μουσική και αξέχαστες live εμπειρίες. Αν πάλι έχει έρθει το οριστικό τέλος, ας υψώσουμε τα ποτήρια στην μνήμη μιας από τις μεγαλύτερες μπάντες που πέρασαν από την σκηνή και ας φροντίσουμε να μείνουν πάντα ζωντανοί στις καρδιές μας και στα στερεοφωνικά μας.

Κείμενο: Νίκος Κεφαλίδης

whale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothRodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X