Επιστροφή στην ενεργό δισκογραφία για τους Sinner, με τον δέκατο όγδοο δίσκο της καριέρας τους να τιτλοφορείτε “Brotherhood”. Ο ιδιαίτερα φιλικός κιθαρίστας του σχήματος, Tom Naumann, μας μίλησε για το νέο βήμα του συγκροτήματος.
Γεια σου Tom, πώς είσαι; Χαίρομαι πολύ που σου μιλάω! Συγχαρητήρια για το νέο album των Sinner. Είναι τόσο βαρύ και δυναμικό! Είναι το εικοστό album αν δεν κάνω λάθος.
Δεν είμαι σίγουρος αν μετράς και τα live album, αλλά νομίζω ότι είναι το δέκατο όγδοο αυτή τη στιγμή.
Εξαρτάται από το τι υπολογίζεις.
Ναι, είναι καταπληκτικό να είσαι στο κουρμπέτι για 40 χρόνια τώρα. Είναι πολύς καιρός και ακόμη και με τους Primal Fear είμαστε λιγότερο, εδώ και 25 χρόνια.
Αυτό είναι το πρώτο άλμπουμ που έλαβε μέρος κατά τη διάρκεια του Covid. Πώς επηρέασε αυτό το συγκρότημα;
Ήμουν στο σπίτι του Mat κάπου τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 2020 και πίναμε έναν καφέ και μιλούσαμε και ξαφνικά ο Mat άρχισε να αναρωτιέται “Λοιπόν, θα ηχογραφήσουμε ένα νέο άλμπουμ των Sinner, πώς πρέπει να ακούγεται;” Και μετά μιλήσαμε και ρίξαμε μια ματιά στο “Tequilla Suicide” και το “Santa Muerte”, τα δύο τελευταία μας album, και αποφασίσαμε ότι ίσως έπρεπε να πάμε πίσω στην ιστορία μας και να γράψουμε τραγούδια όπως κάναμε τη δεκαετία του ’90 με τα “Bottom Line”, “Judgement Day” και “Nature Of Evil”, οπότε αποφασίσαμε να πάμε προς αυτήν την κατεύθυνση και επειδή δεν μπορούσαμε να πάμε σε περιοδεία και δεν μπορούσαμε πραγματικά να εξασκηθούμε ή να κάνουμε κάτι σε αυτήν την πανδημία του Covid-19, είχαμε πολύ χρόνο και όλοι στο συγκρότημα ήταν πολύ χαρούμενοι που μπορούσαν να κάνουν κάτι, έτσι άρχισα να γράφω τα τραγούδια, υποθέτω περίπου τον Νοέμβριο, και τελειώσαμε με τη σύνθεση των τραγουδιών υποθέτω στα τέλη Φεβρουαρίου ή Μαρτίου. Θέλαμε να μπούμε στο studio τον Μάιο, αλλά αυτό έπρεπε να αναβληθεί και μπήκαμε στο studio τον Οκτώβριο και γράψαμε πρώτα τα τύμπανα σε ένα μικρό studio στη Nότια Γερμανία που ανήκει στον Sebastian “Basti” Roeder, ο οποίος ήταν ο tour manager μας και ο άνθρωπος που έκανε ζωντανή μίξη και εμείς ηχογραφήσαμε τα τύμπανα εκεί με τον Marcus και μετά ο Alex και εγώ πήγαμε σπίτι και ηχογραφήσαμε τα βασικά μέρη των ρυθμικών κιθαρών μας στο σπίτι στα studio μας, αλλά για τα lead μέρη πήγαμε ξανά στον “Basti” και τελειώσαμε το album μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου θα έλεγα, και μετά περιμέναμε μερικές φωνητικές εκτελέσεις από τους καλεσμένους τραγουδιστές μας και μετά στείλαμε τα πάντα στον Jacob Hansen στη Δανία για τη μίξη του album. Όταν γράφεις ένα album είναι μια ιδιαίτερη χρονική περίοδος. Έχεις να ρυθμίσεις το χαλαρό μυαλό σου, επηρεάζεσαι από όλα όσα συμβαίνουν γύρω σας, όπως οικογενειακά ή κοινωνικά, και η πανδημία ήταν επίσης κάτι που μας χτύπησε σκληρά ως μουσικούς. Αλλά ανυπομονούσαμε και είχαμε χρόνο, οπότε χρησιμοποιήσαμε την πανδημία ως κάτι πιο θετικό για τη δημιουργικότητά μας και για την παραγωγικότητά μας γιατί είχαμε πολύ καιρό και δεν βιαζόμασταν να γράψουμε ένα album ανάμεσα σε κάποιες περιοδείες ή ακόμα και να γράψουμε τραγούδια κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, έτσι ήταν μια πραγματικά χαλαρή περίοδος, και, ναι, μας επηρέασε αλλά όχι με αρνητικό τρόπο.
Το νέο album βρίσκει το συγκρότημα ως κουαρτέτο σε αντίθεση με το προηγούμενο album, με την Giorgia Colleluori να αποχωρεί αλλά να εμφανίζεται ως καλεσμένος μουσικός. Ήταν μια κοινή απόφαση ή απλώς συνέβη;
Πρώτα απ’ όλα συνέβη, η Giorgia ήταν ένα μεγάλο μέρος του τελευταίου μας album και υποθέτω ότι ήταν προγραμματισμένο να είχε περισσότερα μέρη και σε αυτό το album, αλλά, όταν ξεκίνησε ο Covid-19, όλοι έπρεπε να προσέξουν τον εαυτό τους και είχε το δικό της συγκρότημα στην Ιταλία , το οποίο λέγεται IT’sALIE και καθώς ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε ήταν απασχολημένη με το συγκρότημα της, έτσι τα χρονοδιαγράμματα συγκρούστηκαν και το timing δεν ήταν καλό και έτσι δεν πρόλαβε να είναι πραγματικά μέρος του νέου album. Αλλά την έχουμε στο album στο τραγούδι “Gravity”, αλλά θα προτιμούσαμε να την είχαμε σε περισσότερα τραγούδια από ένα.
Επιλέξατε το “Brotherhood” ως τίτλο για το album που είναι πραγματικά μια δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση λέξη. Αναφέρεται επίσης προφανώς στο θέμα με τους καλεσμένους ή την αδελφότητα ως προς το κουαρτέτο που είστε. Τι σε έκανε να το ονομάσεις έτσι;
Νομίζω ότι έχει δύο πτυχές. Η πρώτη πτυχή είναι το συγκρότημα γιατί, όπως ίσως γνωρίζεις, ξέρω τον Matt για πάρα πολύ καιρό και ξέρω τον drummer Marcus για περισσότερα από 10 χρόνια αυτή τη στιγμή και παίζουμε σε ένα tribute συγκρότημα των AC/DC και ξέρω τον Alex για πάνω από 20 χρόνια, ήμουν ο booking agent του όταν είχε το συγκρότημα με την πρώην σύζυγό του και ο Marcus έπαιζε μαζί με τον Matt στους Voodoo Circle, οπότε υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ τους. Αλλά το θέμα είναι ότι δεν είμαστε συνδεδεμένοι μόνο όταν πρόκειται για μουσική, είμαστε συνδεδεμένοι και στην ιδιωτική μας ζωή, για παράδειγμα ο Mat και εγώ έχουμε την ίδια αγαπημένη ομάδα ποδοσφαίρου (σ.σ.: Σάλκε), οπότε παρακολουθούμε τους αγώνες μαζί και πηγαίνουμε στα γήπεδα και κάνουμε μπάρμπεκιου μαζί, πίνουμε ποτά, έχουμε συζητήσεις για οτιδήποτε, οπότε δεν είμαστε εκεί μόνο για να είμαστε μια μπάντα ως αποφάσεις, είμαστε επίσης εκεί για να είμαστε μια μπάντα ως φίλοι και αυτό είναι ένας δυνατός δεσμός που μας ενώνει. Και γι’ αυτό ονομάσαμε το album “Brotherhood”. Η δεύτερη πτυχή είναι η πανδημία, διότι καθώς ξεκίνησε η πανδημία, πολλοί φίλοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους επειδή δεν υπήρχε πια δουλειά να κάνουν. Άρα χρειάζονταν κάτι άλλο. Και πραγματικά προσπαθήσαμε να τους βοηθήσουμε, όπως, για τον tour manager μας που δεν μπορούσε να κάνει πια περιοδείες, αποφασίσαμε να πάμε στο studio του για να ηχογραφήσουμε κάτι, ώστε να μπορέσουμε να τον βοηθήσουμε και να βγάλει χρήματα, και επίσης ρωτήσαμε τον Oliver Palotai από τους Kamelot αν θα ήθελε να παίξει μερικά πλήκτρα στο album, έτσι έβγαλε κι αυτός κάποια χρήματα, προσπαθήσαμε πραγματικά να βοηθήσουμε τους ανθρώπους του κύκλου μας και είχα πολλά τηλεφωνήματα με συγκροτήματα και μουσικούς στη Γερμανία στη rock και metal κοινότητά μας και ένιωσα ότι όλοι ήθελαν να είναι μαζί και να περάσουν αυτή την κατάσταση και άρχισαν να βοηθούν ο ένας τον άλλον, ρωτώντας τους άλλους όπως «θέλεις να παίξεις κιθάρες στο album μου;» ή «θέλεις να παίξεις τύμπανα σε αυτό το album;», τέτοια πράγματα, έτσι προσπάθησαν πραγματικά να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον και πραγματικά έμεινα έκπληκτος και συγκινημένος από αυτό, έτσι αυτές οι δύο πτυχές όπως η μπάντα μας, η φιλία μας και αυτό που δημιουργήθηκε από τη rock και metal κοινότητα στη Γερμανία, νομίζω ότι αυτός ήταν ο λόγος που ονομάσαμε το album “Brotherhood”.
Ποιες είναι κατά τη γνώμη σου οι μεγάλες διαφορές με το “Santa Muerte”;
Το νέο album είναι πολύ πιο βαρύ, τα δύο τελευταία album είχαν περισσότερο rock βάση, περισσότερη μελωδία, πιο επηρεασμένα από το στυλ των Thin Lizzy, είχαμε επίσης μια bluesζ μπαλάντα, ενώ αυτή τη φορά είναι απλή rock μουσική, δεν θα το έλεγα metal αλλά είναι heavy rock φαντάζομαι, έχουμε μελωδίες μέσα και έχουμε double-twin stuff, έχουμε double-bass τραγούδια στο album, οπότε, ναι, τεράστια διαφορά.
Βασικά για μένα είναι ένα hard rock/heavy metal album, είναι κάπου στη μέση, δεν είναι καθαρό hard rock ή heavy metal, αλλά ένας συνδυασμός. Αλλά βασικά είναι ένα άλμπουμ των Sinner. Αν έχεις ακούσει τους Sinner, ξέρεις τι να περιμένεις.
Ναι, έχουμε κάνει 18 album και δεν νομίζω ότι υπάρχουν δύο από τα album μας που ακούγονται εντελώς παρόμοια. Πάντα προσπαθούμε να βελτιωνόμαστε και να κάνουμε κάτι διαφορετικό, όπως να βγαίνουμε λίγο εκτός θέματος, άλλη μουσική κατεύθυνση εδώ κι εκεί, πχ. στο νέο δίσκο κάναμε μια διασκευή στους The Killers και κανείς δεν περίμενε να το κάνουμε αυτό γιατί αυτό δεν είναι στο μουσικό μας radar, κάνουμε διαφορετικό είδος μουσικής από αυτό που κάνουν οι Killers, επίσης ηχογραφήσαμε το “Rebel Yell” του Billy Idol το 1984 και αυτό το τραγούδι δεν έχει καμία σχέση με το είδος μουσικής που κάνουν οι Sinner. Αλλά αυτό το τραγούδι είναι η ουσία του 1984 και δεν νομίζω ότι υπήρχε κάποιο show όπου δεν παίξαμε το “Rebel Yell”.
Για μένα, το albumμ ακούγονται σαν την περίοδο των “The End Of Sanctuary”, “There Will Be Execution”, εκείνα τα χρόνια.
Ναι, περισσότερο rock, περισσότερο straight-forward υλικό.
Είναι πιο κοντά σε αυτόν τον ήχο για μένα.
Ναι, προσπαθήσαμε να έχουμε σα βάση το album “Nature Of Evil” και να έχουμε την ατμόσφαιρα και το πνεύμα του album. Θέλαμε να το μεταφέρουμε στο 2022, μόνο πιο σύγχρονο.
Αυτό έγραψα στην κριτική μου, έχει την αναφορά σε αυτά τα album αλλά εξελίχθηκε στο σήμερα.
Ναι, νομίζω ότι είναι καλό να γυρίζεις πίσω στον χρόνο και την ιστορία και να παίρνεις αυτά τα vibes και να τα επαναφέρεις στο 2022. Και το θέμα είναι ότι ο Jacob Hansen έκανε εξαιρετική δουλειά στη μίξη αυτού του album. Έτσι ακουγόταν πραγματικά φρέσκο και ανοιχτό και μοντέρνο. Το θέμα είναι ότι ήθελα να το ονομάσω διεθνές στυλ, διεθνή ατμόσφαιρα. Αλλά το θέμα είναι, τι είναι διεθνές στυλ και ατμόσφαιρα; Οπότε δεν ακούγεται γερμανικό, για να το θέσω έτσι.
Είναι το τελικό αποτέλεσμα αυτό που είχατε στο μυαλό σας ή ίσως θελήσατε να αλλάξετε κάτι αφού ακούσατε ξανά και ξανά το album;
Ως μουσικός κι εσύ ξέρεις ότι όταν είσαι στο studio, ξεκινάς να γράφεις ένα τραγούδι. Και μετά αρχίζεις να ηχογραφείς το τραγούδι. Σε αυτήν την ειδική περίοδο ή αυτή τη στιγμή, νιώθεις ότι θέλεις να το κάνεις με αυτόν τον τρόπο, και ίσως 3 λεπτά αργότερα θα το άλλαζες σίγουρα και θα το έκανες μάλλον με αντίστροφο τρόπο. Αλλά, εκείνη τη στιγμή πρέπει να νιώσεις ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος, ότι το κάναμε με τον σωστό τρόπο, και μετά ηχογραφείς το album και μετά πρέπει να ακούσεις τις μίξεις, οπότε μέχρι την κυκλοφορία του άκουσα το album για 473η φορά, τέλος πάντων, αλλά δεν νομίζω ότι θα άλλαζα κάτι. Είναι ένα καλό album, είναι πραγματικά συμπαγές και έχει πολλά καλά τραγούδια, ενώ συνήθως η κατάσταση είναι σαν «ναι, έχουμε μερικά πολύ καλά τραγούδια και πιθανότατα έχουμε μερικά fillers», αλλά δεν χρειάζεται να νιώσω ότι υπάρχει ένα πραγματικα filler κομμάτι σε αυτό το album, έτσι έχουμε πολλά καλά τραγούδια στο album, δεν υπάρχει αγαπημένο κομμάτι για μένα προσωπικά.
Ώστε δεν έχεις κάποιο αγαπημένο κομμάτι.
Όχι, δεν έχω, εξαρτάται από τη διάθεσή μου. Μερικές φορές είναι το “Brotherhood”, μερικές φορές το “Bulletproof”, το “The Last Generation”, το “40 Days, 40 Nights”, υπάρχουν τόσα πολλά τραγούδια να αναφέρω που μου αρέσουν πολύ, αλλά δεν υπάρχει κάποιο αγαπημένο να ξεχωρίσω.
Τι θα γινόταν αν έπρεπε να διαλέξεις τέσσερα;
Τότε θα ήταν τα “Bulletproof”, “Brotherhood”, “The Last Generation” και “Gravity”.
Συμφωνούμε για το “Bulletproof”. Μετά εγώ έχω επιλέξει τα “Refuse To Surrender”, “We Came To Rock” και “The Rocker Rides Away”.
Ναι, είναι ωραίο. Αν ο καθένας έχει τα δικά του αγαπημένα τραγούδια, θα ήταν κρίμα να πείς «Ω, συμφωνώ μαζί σου». Τότε για μένα είναι σαν να έχουμε τέσσερα καλά τραγούδια και τα υπόλοιπα είναι σκατά. Αλλά τώρα επέλεξες διαφορετικά τραγούδια, οπότε είμαι πολύ χαρούμενος.
Όσον αφορά το προσωπικό του δίσκου, με τόσους πολλούς καλεσμένους, ποιοί ήταν παρόντες;
Ο Mat έκανε την παραγωγή, εγώ ήμουν συμπαραγωγός, ο Markus Kullman έπαιξε τύμπανα, ο Alex Scholpp έπαιξε κιθάρα, μετά είχαμε τον Oliver Palotai που έπαιξε μερικά πλήκτρα και μετά έχουμε μια πολύ μεγάλη λίστα με καλεσμένους τραγουδιστές, όπως ο Erik Mårtensson από τους Eclipse, ο Tom Englund από τους Evergrey, ο Dave Ingram από τους Benediction, ο Mark Basile από τους DGM, η Giorgia Colleluori όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο Ronnie Romero, ο Neil Witchard, η Lisa Muller, μια μακρά λίστα. Έχουμε επίσης τον Sebastian Roeder που ηχογράφησε το album, έχουμε τον Mitch Kunz, τον φίλο μου από την Ελβετία που επιμελήθηκε το υλικό, έχουμε τον Ralf Scheepers που επιμελήθηκε τα φωνητικά και τραγούδησε επίσης σε μερικά ρεφρέν, και έχουμε τον Jacob Hansen που έκανε τη μίξη του album. Ήταν μια μακρά λίστα αυτή τη φορά.
Πώς διάλεξες όλους αυτούς τους μουσικούς; Ήταν εύκολο ή δύσκολο; Τι σε έκανε να επιλέξεις τους συγκεκριμένους; Ήθελες να το κάνεις από πάντα;
Όπως ίσως γνωρίζεις, όταν είσαι στη σκηνή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, κάνεις περιοδείες και παίζεις σε festival και μετά συναντάς έναν άνθρωπο και μετά γίνεστε φίλοι. Και περάσαμε λίγο χρόνο με τον Eric, περάσαμε λίγο χρόνο με τον Tom, όλα αυτά. Και τότε ο Matt σκέφτηκε την ιδέα “Γιατί να μην έχουμε αυτά τα τύπους, γιατί δεν είχαν τι να κάνουν στην πανδημία, οπότε ας τους ρωτήσουμε αν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν στο album μας”. Έτσι απλά τους ρωτήσαμε και όλοι συμφώνησαν, ήταν σαν “Ουάου, πολύ καλά”, και κάποιοι από αυτούς έπρεπε απλώς να τραγουδήσουν ειδικά μέρη, κάποιοι από αυτούς ήταν εντελώς ελεύθεροι να αυτοσχεδιάσουν οτιδήποτε και ήταν πολύ διασκεδαστικό να δουλεύω μαζί με αυτά τα παιδιά, ήταν πραγματικά ευγνώμονες και ήμασταν κι εμείς πραγματικά ευγνώμονες γιατί έφεραν πολλές νέες επιρροές και πράγματα και φρεσκάδα στο album με τις φωνητικές τους ερμηνείες.
Όσο για το εξώφυλλο του δίσκου, στο προηγούμενο album το έκανε ο Jobert Mello. Έκανε και το νέο ή είχατε άλλον καλλιτέχνη;
Το θέμα είναι ότι ζητήσαμε από τον Jobert να κάνει ένα εξώφυλλο, αλλά μετά αποφασίσαμε να επιλέξουμε ένα διαφορετικό εξώφυλλο, έτσι έχουμε στο εξώφυλλο κάτι σαν τριλογία, αυτό το μεξικάνικο στυλ, επειδή αλλάξαμε μουσικά και έτσι δεν θέλαμε να αλλάξουμε το εξώφυλλο πάρα πολύ γιατί θα ήταν σαν ένα ολικό διάλειμμα, οπότε μείναμε στο εξώφυλλο αλλά ανακαλύψαμε ότι υπάρχει ήδη ένα συγκρότημα στην Ιταλία που κυκλοφόρησε ένα album πέρυσι και χρησιμοποίησε ένα παρόμοιο εξώφυλλο. Μάλλον όχι το ίδιο αλλά παρόμοιο εξώφυλλο. Και υπήρχε μια μικρή διαμάχη γι’ αυτό και ήταν ένα πρόβλημα με τα θέματα αδειοδότησης, αλλά, ναι, ούτως ή άλλως, μείναμε σε αυτό το εξώφυλλο, μας αρέσει το εξώφυλλο και τώρα έχουμε μια τριλογία όταν πρόκειται για αυτό το μεξικάνικο υλικό.
Ανέφερες πριν ότι ηχογραφήσατε ένα τραγούδι των The Killers ως bonus κομμάτι. Υποθέτω ήταν δική σου ιδέα;
Όχι, ήταν ιδέα του Mat. Ο Mat ήρθε και είπε “Ας κάνουμε μια διασκευή”. Μερικές φορές παίζουμε ιδιωτικά show και παίζουμε τραγούδια από την Janet Jackson και άλλους παρόμοιους καλλιτέχνες, είμαστε εντελώς ανοιχτόμυαλοι όταν πρόκειται για τη μουσική. Έτσι ο Mat ήρθε με την ιδέα “Τι θα έλεγες αν διασκευάσουμε ένα τραγούδι των Killers;” και είπα “Ναι, αλλά ποιο τραγούδι των Killers θα ήθελες να κάνεις;” και είπε το “When We Where Young” και εγώ είπα “ΟΚ, δεν είμαι σίγουρος αν αυτή είναι καλή ιδέα, αλλά ας προσπαθήσουμε”. Έτσι ο Alex και ο Mat ηχογράφησαν το τραγούδι στο σπίτι και μου το έστειλαν και μου άρεσε πολύ γιατί ταίριαζε απόλυτα στο album και, έτσι, το βάλαμε στο album. Ήταν προγραμματισμένο να είναι ένα κρυφό κομμάτι ή κάτι τέτοιο, αλλά το τραγούδι ήταν τόσο δυνατό που αποφασίσαμε να το βάλουμε στο album.
Όσον αφορά τη μουσική και τους στίχους, ήταν μια ομαδική προσπάθεια ή ήταν κυρίως δουλειά του Matt;
Σκέφτηκα εννιά μουσικές ιδέες του album, πιθανότατα έκανα τα “40 Days, 40 Nights“, “Gravity” και “My Scars“, και στα υπόλοιπα η κύρια ιδέα μουσικά προήλθε από εμένα, έστειλα όλα τα πράγματα στον Mat και μιλήσαμε για το συνθετικό κομμάτι και τα υπόλοιπα και μετά ο Mat άρχισε να βάζει φωνητικές γραμμές και τα υπόλοιπα σε αυτό και το τραγούδι τελείωσε. Το “40 Days, 40 Nights” είχε αρχικά προγραμματιστεί να είναι ένα τραγούδι για ένα συγκρότημα που ονομάζεται The Unity. Ξέρω τον κιθαρίστα τους και μου έστειλε το τραγούδι και μου είπε “Λοιπόν, έχω ένα τραγούδι αλλά δεν νομίζω ότι ταιριάζει στους The Unity, αλλά ίσως θα ήταν ένα ωραίο τραγούδι για τους Sinner” και μου έστειλε τα αρχεία και το άκουσα και σκέφτηκα ότι ήταν λίγο αργό και λίγο από αυτό, κι έτσι το αλλάξαμε λίγο και είχαμε στο τραγούδι ένα (Celese) vibe και μας άρεσε πολύ και μετά έχουμε τα “Gravity” και “My Scars ” τα οποία γράφτηκαν από τους Mat και Alex Scholpp.
Το συγκρότημα The Unity στο οποίο αναφέρεσαι είναι το συγκρότημα του Henjo Richter, σωστά;
Ναι, του Henjo και του Michael Ehre. Έπαιζαν support στους Sinner πριν από μερικά χρόνια, νομίζω ότι ήταν στην περιοδεία για το “Tequilla Suicide” και γίναμε φίλοι, ήταν πολύ ωραία και συνεχίζουμε να έχουμε επαφή και ήρθε και μου είπε “Tom, έχω ένα τραγούδι αλλά δε νομίζω ότι θα μπορούσε να ταιριάξει στους The Unity, ίσως πρέπει να το ακούσεις και να επιλέξεις το τραγούδι για τους Sinner”. Και έτσι, το πήραμε.
Για το album έχετε δημιουργήσει δύο lyric videos, ένα για το “Brotherhood” και ένα για το “Bulletproof”. Τι σας έκανε να επιλέξετε τα συγκεκριμένα τραγούδια;
Τα τραγούδια επιλέχθηκαν από τον Mat και τη δισκογραφική γιατί, νομίζω, το “Bulletproof” είναι το άνοιγμα του album και είναι μια πραγματικά υπέροχη δήλωση για να δείξεις τη νέα κατεύθυνση των Sinner, ενώ το “Brotherhood” είναι το ομότιτλο κομμάτι του album. Νομίζω ότι το επόμενο video που θα κυκλοφορήσει θα είναι το “Last Generation” και θα είναι και αυτό lyric video καθώς λόγω προβλημάτων υγείας του Matt δεν μπορέσαμε να κάνουμε πραγματικό video.
Σκοπεύετε να βγείτε στη σκηνή στο εγγύς μέλλον για να προωθήσετε το album;
Ναι, μόλις έλαβα ένα μήνυμα από το πρακτορείο κρατήσεών μας επειδή έπρεπε να προγραμματίσουμε να κάνουμε περιοδεία το χειμώνα, αλλά δεν ξέρουμε αν θα συμβεί πραγματικά λόγω της πανδημίας και πρέπει να σταθεί σε σταθερό οικονομικό έδαφος γιατί, όπως πιθανότατα θα γνωρίζεις όλα έγιναν πιο ακριβά, οι τεχνικοί ακρίβυναν, το catering επίσης και όλοι είναι σε περιοδεία και δεν έχει νόημα να πηγαίνεις σε περιοδεία και να παίζετε σε έναν χώρο και στο ίδιο studio να υπάρχουν δύο άλλες μπάντες που παίζουν σε μεγαλύτερους χώρους και κανείς δεν θα εμφανιστεί στο show σoυ. Και μετά θα επιστρέψεις μετά από δύο ή τρεις εβδομάδες και θα πτωχεύσεις εντελώς εξαιτίας αυτού, επομένως πρέπει να έχει λογική για να πάμε σε περιοδεία, αλλά το σχεδιάζουμε και ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε.
Αυτό είναι το πρώτο σας album με την Atomic Fire Records. Πώς είναι η μέχρι τώρα συνεργασία σας με τα παιδιά, τα οποία πιθανότατα γνωρίζετε πολύ καλά;
Ναι, τους γνωρίζουμε από την αρχή της Nuclear Blast. Και δεν είναι μόνο επαγγελματική σχέση, είναι και φιλική, γιατί τους ξέρουμε πολύ καιρό, τους συνάντησα στο show των Judas Priest, αγκαλιαστήκαμε και μιλούσαμε εδώ κι εκεί, είναι πολύ ωραίο και η δισκογραφική εταιρία απέχει 40 χιλιόμετρα από την πόλη μας, οπότε αν έχουμε κάποιο πρόβλημα ή κάποια διαφωνία ή αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με οτιδήποτε, κάνουμε απλώς 30 λεπτά με το αυτοκίνητο και μετά βλέπουμε ο ένας τον άλλο πρόσωπο με πρόσωπο, οπότε αυτό είναι πολύ καλό. Η αλλαγή από την AFM στην Atomic Fire δεν έχει καμία σχέση με την AFM, έκαναν πραγματικά καλή δουλειά και είχαμε μια υγιή και επιτυχημένη σχέση, αλλά χαιρόμαστε που επιστρέφουμε στην οικογένεια της Nuclear Blast ή, πλέον, της Atomic Fire.
Ποια είναι τα νέα σχετικά με τους Primal Fear και Rock Meets Classic;
Παίξαμε με τους Primal Fear τον Αύγουστο στο Summerbreeze Festival και μετά πιθανότατα θα παίξουμε στο Metal Paradise Festival τον Νοέμβριο, είμαστε ήδη σε φάση γραψίματος, οπότε θα έρθουν κάποια νέα τραγούδια και ελπίζουμε να μπούμε στο studio στις αρχές του 2023 για να ηχογραφήσoυμε ένα νέο album που θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του 2023 για να επιστρέψουμε σε περιοδεία. Επίσης έχω ήδη λάβει τις ημερομηνίες περιοδείας για το Rock Meets Classic για την επόμενη χρονιά, οπότε ελπίζω ότι θα πραγματοποιηθεί, αλλά πρέπει να δούμε αν η πανδημία θα επιστρέψει ή όχι. Αλλά υπάρχουν σχέδια για ηχογραφήσεις με τους Primal Fear και περιοδεία για το Rock Meets Classic.
Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Κλείστε στέλνοντας ένα μήνυμα στους θαυμαστές σας εδώ!
Χαιρετίσματα στους Έλληνες φίλους μου από τους Primal Fear και Sinner, ελπίζω να είστε όλοι καλά, μείνετε ασφαλείς και μείνετε υγιείς, γιορτάστε τη ζωή και φροντίστε τους εαυτούς σας. Ελπίζουμε να σας δούμε σύντομα!
Συνέντευξη: Νίκος Σιγλίδης
Απομαγνητοφώνηση: Σταύρος Πισσάνος
Facebook
Spotify
Twitter
SoundCloud
ReverbNation
Band Members
Mat Sinner – Φωνητικά, μπάσο
Tom Naumann – Κιθάρα
Alex Scholpp – Κιθάρα
Markus Kullmann – Τύμπανα
Discography
Wild ‘n’ Evil, 1982
Fast Decision, 1983
Danger Zone, 1984
Touch Of Sin, 1985
Comin’ Out Fighting, 1986
Dangerous Charm, 1987
No More Alibis, 1992
Respect, 1993
Bottom Line, 1995
Judgement Day, 1996
The Nature Of Evil, 1998
The End Of Sanctuary, 2000
There Will Be Execution, 2003
Mask Of Sanity, 2007
Crash & Burn, 2008
One Bullet Left, 2011
Touch Of Sin 2, 2013
Tequila Suicide, 2017
Santa Muerte, 2019
Brotherhood, 2022