Αφιερώματα

Geoff Tate: Αφιέρωμα στον Αμερικανό τραγουδιστή

Εν αναμονή των επερχόμενων εμφανίσεων του σπουδαίου Αμερικανού τραγουδιστή Geoff Tate σε Αθήνα (σ.σ.: Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022 – Gagarin 205) και Θεσσαλονίκη (σ.σ.: Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022 – Principal Club Theater), στις οποίες αναμένεται να παίξει ολόκληρα τα Rage For Order” (σ.σ.: 20 Ιουνίου 1986, ΕΜΙ) & Empire” (σ.σ.: 4 Σεπτεμβρίου 1990, ΕΜΙ) των Queensrÿche, της μπάντας με την οποία συστήθηκε στο ευρύ κοινό και αγαπήθηκε σε μια τριακονταετή πορεία. Άλλωστε ποιος δεν θέλει να ξανακούσει κομμάτια όπως τα Walk In The Shadows”, “Screaming In Digital”, “I Dream In Infrared”, “Best I Can”, “Jet City Woman”, “Silent Lucidity από την φωνή που τα πρωτο-ερμήνευσε; Ας δούμε την πορεία του καλλιτέχνη μέχρι και στις μέρες μας.

1959 – 1980: Τα πρώτα χρόνια

O Geoff Tate ή Jeffrey Wayne Tate γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1959 (σ.σ.: άλλαξε αργότερα το όνομα του σε Geoffery ή Geoffrey) στην Στουτγάρδη της Ανατολικής Γερμανίας από Αμερικανούς γονείς. Λίγο μετά την γέννηση του, η οικογένεια μετοίκισε στην πόλη Tacoma της περιφέρειας Washington στις Η.Π.Α..Από πολύ μικρή ηλικία ο ίδιος ανέπτυξε το ενδιαφέρον του για την μουσική, ιδιαίτερα σε συμφωνικά έργα. Ασχολούταν επίσης και με το American Football έως ότου ένας τραυματισμός στο γόνατο τον έκανε να σταματήσει. Αποφοίτησε από το Λύκειο το 1977 και εντάχθηκε στο κολλέγιο της Tacoma, το οποίο και παράτησε μόλις ένα χρόνο μετά την ένταξη του σε αυτό.

Τότε ήταν που σταδιακά ξεκίνησε να παίζει με μια τοπική μπάντα, τους Tyrant, παρέα με τον κιθαρίστα Adam Bomb, ο οποίος διετέλεσε μέλος των TKO, Black ‘N Blue, Michael Monroe ανάμεσα σε άλλους αλλά και τον μετέπειτα μπασίστα των TKO, Scott Earl. Ο Geoff Tate την περίοδο εκείνη «πλασάριζε» τον εαυτό του ως Jeff Waterfall, με την μπάντα να αρέσκετε σε διασκευές καλλιτεχνών όπως είναι οι Van Halen και οι Rainbow ανάμεσα σε άλλους. Οι Tyrant λαμβάνουν μέρος σε ένα Battle Of The Bands, χάνουν από ένα σχήμα που έγιναν οι μετέπειτα Fifth Angel, κάτι το οποίο οδήγησε στην διάλυση τους και τον Tate να προσχωρεί σε μια progressive metal μπάντα ονόματι Babylon. Παράλληλα με αυτούς, ο ίδιος εντάχθηκε σε ακόμα μια μπάντα διασκευών, τους The Mob, οι οποίοι αργότερα άρχισαν να γράφουν το δικό τους υλικό και μετονομάστηκαν σε… Queensrÿche! Με την διάλυση των Babylon και την αποχώρηση του από τους The Mob λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, ο ίδιος εντάσσεται στους Myth ως lead τραγουδιστής και πληκτράς. Εκεί συνάντησε τον κιθαρίστα Kelly Gray, με τον οποίο συνεργάστηκε τόσο στους Queensrÿche  κατά την περίοδο 1998 – 2002 όσο και στους Geoff Tate’s Queensrÿche/Operation: Mindcrime, αλλά και τον πληκτρά Randy Gane, ο οποίος έπαιξε και εκείνος στους Geoff Tate’s Queensrÿche/Operation: Mindcrime, όπως και στα άλμπουμ των Queensrÿche “American Soldier” (σ.σ.: 31 Μαρτίου 2009, Rhino) και “Dedicated To Chaos” (σ.σ.: 24 Ιουνίου 2011, Roadrunner).

1981 – 1987: Από τους The Mob στους Queensrÿche

Αργότερα όμως, το 1981, οι The Mob έκαναν εκ νέου κρούση στον Geoff Tate να ηχογραφήσει μαζί τους μια demo κασέτα, κάτι το οποίο και αποδέχθηκε, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να πείσει τους Myth ότι η κίνηση αυτή μονάχα θετική θα μπορούσε να είναι, καθώς ο ίδιος θα κέρδιζε εμπειρία με το να ηχογραφήσει πιο επαγγελματικά, κάτι το οποίο μεταγενέστερα θα ωφελούσε και τους ίδιους.

Έτσι λοιπόν, οι The Mob αποτελούμενοι από τους Michael Wilton και Chris DeGarmo στις κιθάρες, τον Eddie Jackson στο μπάσο και τον Scott Rockenfield στα τύμπανα αποφασίζουν στα τέλη καλοκαιριού του 1981 αποφασίζουν να μπουν στα Triad Studios στο Redmond της Washington να ηχογραφήσουν ένα τέσσερα κομμάτια, όμως το ένα εξ’ αυτών δεν εμπεριείχε στίχους μέχρι τότε. Αποφασίζουν να ζητήσουν στον Geoff Tate να γράψει τους στίχους, το οποίο μετέπειτα έγινε το The Lady Wore Black”. Τα υπόλοιπα κομμάτια ήταν τα “Queen Of The Reich”, “Nightrider” και “Blinded”.

Οι ίδιοι ωστόσο βρισκόντουσαν σε αναζήτηση δισκογραφικής εταιρείας, με τις εταιρείες να απορρίπτουν την κυκλοφορία τους. Την ίδια ώρα οι Kim και Diana Harris, ιδιοκτήτες της Easy Street Records, τους προσφέρουν συμβόλαιο management. Με μελανό σημείο ωστόσο τις υποχρεώσεις του τραγουδιστή με τους Myth, οι ίδιοι ξεκινούν την αναζήτηση τραγουδιστή.

Η μπάντα την ίδια περίοδο αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της έπειτα από προτροπή του τότε manager της, διαλέγοντας το Queensrÿche ως νέο όνομα, εμπνευσμένο από το κομμάτι “Queen Of The Reich”. Έπειτα από μια διθυραμβική κριτική στο περιοδικό Kerrang!, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να προκαλέσει ντόρο στους underground κύκλους, τόσο της Αμερικής όσο και της Ευρώπης, οι Kim και Diana Harris αποφασίζουν να επανακυκλοφορήσουν το demo ως το “Queensrÿche” EP δια μέσω της δικής τους 206 Records. Βλέποντας την επιτυχία που σημειώνει, ο Geoff Tate που μέχρι τότε ήταν session μέλος αποφασίζει να αφήσει τους Myth και να ενταχθεί πλέον στο σχήμα ως μόνιμος τραγουδιστής.

Η ώρα των Queensrÿche πλέον ήταν τότε, αφού την πόρτα τους χτύπησε η EMI, με την οποία υπέγραψαν συμβόλαιο συνεργασίας το καλοκαίρι του 1983, για δεκαπέντε χρόνια και επτά άλμπουμ. Η εταιρεία με την υπογραφή του συμβολαίου επανακυκλοφόρησε το EP, το οποίο έφτασε στην θέση No.#81 των Billboard charts. Η μπάντα ξεκίνησε να περιοδεύει με τους Quiet Riot και τους Twisted Sister ενώ άνοιξαν και για τον Dio στην πόλη τους, το Seattle.

Μετά το τέλος της περιοδείας για την προώθηση του EP, το σχήμα ταξιδεύει στο Λονδίνο για να συναντήσει τον παραγωγό James Guthrie, ο οποίος μέχρι τότε είχε συνεργαστεί με τους Pink Floyd (σ.σ.: “The Wall”, 1979) και τους Judas Priest (σ.σ.: “Stained Glass”, 1978). Το “The Warning” ηχογραφήθηκε μεταξύ των Angel Recordings, Audio International, Abbey Road Studios και Mayfair Recording Studios ενώ η μίξη πραγματοποιήθηκε στα Record One studios από τον Val Garay. Αξίζει να σημειωθεί πως της ενορχηστρώσεις για το δίσκο ανέλαβε τότε ο Michael Kamen, ο οποίος συνεργάστηκε δεκαπέντε χρόνια αργότερα με τους Metallica στο S&M”.

Κυκλοφορεί στις 7 Σεπτεμβρίου 1984 και εντάσσεται και αυτό στην θέση No.#61 των Billboard album chart. Σε αυτό αποτέλεσε μεγάλη ώθηση η κυκλοφορία του hit single Take Hold Of The Flame, μια σύνθεση των Geoff Tate και Chris DeGarmo, η οποία έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό της Ιαπωνίας! Στα πλαίσια της Αμερικανικής περιοδείας τους για την προώθηση του δίσκου εμφανίστηκαν στο πλευρό των Kiss στην Animalize tour αλλά και σε αυτή των Iron Maiden για την Powerslave tour. Ως μεμονωμένες εμφανίσεις opening acts ήταν αυτές για τον Dio και τους Accept στις περιοδείες για τα The Last In Line και Metal Heart αντίστοιχα.

Η συνέχεια φέρνει το Rage For Order” (σ.σ.: 20 Ιουνίου 1986, ΕΜΙ), το πρώτο εκ των δύο άλμπουμ που θα ακούσουμε εξ’ ολοκλήρου ζωντανά. Ηχογραφήθηκε μεταξύ των M.D.H. Studios (σ.σ.: Bellevue, WA), Le Mobile Remote Sound Studio & Mushroom Studios (σ.σ.: Vancouver, Καναδάς) με κάποια επιπλέον ηχογραφήσεις στα Yamaha Studios στο Glendale της Καλιφόρνιας με βοηθούς μηχανικούς ήχου τους Dave “Rave” Ogilvie, Rob Porter, Keith Cohen ενώ ως παραγωγός και βασικός μηχανικός ήχου να είναι ο Neil Kernon, γνωστός τότε από τις συνεργασίες του με τους Dokken, Judas Priest και Macabre. Το mastering τέλος, ήταν δουλειά του Howie Weinberg (Anthrax, Bullet, Riot V) στα Masterdisk της Νέας Υόρκης.

Παράλληλα την ίδια περίοδο το management προσπαθούσε να επιβάλλει στο συγκρότημα να υιοθετήσει ένα πιο glam metal look, μιας και εκείνη την περίοδο είχε ιδιαίτερη πέραση. Ο Geoff Tate χρόνια αργότερα είχε δηλώσει ότι η μπάντα απέτυχε παταγωδώς να το υποστηρίξουν.

Όσον αφορά το άλμπουμ από την άλλη, αυτό πατούσε σε πιο progressive μονοπάτια σε σχέση με τον προκάτοχο του, εμπεριέχοντας πιο περίτεχνες συνθέσεις και χρησιμοποιώντας πλήκτρα σε βαθμό εξίσου το ίδιο με τις κιθάρες. Η μπάντα στο δίσκο επέλεξε να ηχογραφήσει μία διασκευή πάνω στο pop hit Gonna Get Close To You, το οποίο κυκλοφόρησε δυο χρόνια πριν από την Καναδή καλλιτέχνιδα Dalbello. Αξίζει να σημειωθεί ότι το γύρισαν και σε video clip.

Επίσης, παρόλο που το κομμάτι Rage For Order συνθέθηκε, δεν κατάφερε να μπει στο δίσκο και κατάφερε να μπει ως AnarchyX στον επόμενη δίσκο, το Operation: Mindcrime. Οι Queensrÿche στα πλαίσια της περιοδείας του δίσκου βρέθηκαν επί σκηνής με τους AC/DC, Bon Jovi, Ozzy Osbourne και Ratt ανάμεσα σε άλλους. Άξιο αναφοράς για τον Geoff Tate είναι η συμμετοχή του τότε στο Hear ‘n Aid, έναν φιλανθρωπικό δίσκο που ηχογραφήθηκε από ένα μεγάλο σύνολο 40 heavy metal μουσικών και κυκλοφόρησε το 1986, με τονGeoff Tateνα αναλαμβάνει μέρος των lead φωνητικών στο κομμάτι “Stars”. Το project οργανώθηκε από τους Ronnie James Dio, Jimmy Bain και Vivian Campbell, όλοι μέλη του συγκροτήματος του Dio. Τα έσοδα από το άλμπουμ χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανακούφιση από την πείνα στην Αφρική.

1988 – 1993: Οι δίσκοι που οδήγησαν στην καθιέρωση

Η ανοδική πορεία του συγκροτήματος ήταν να πάει ένα βήμα πιο πέρα χάρη στον δίσκο που επρόκειτο να κυκλοφορήσει, κάνοντας τον παράλληλα έναν κλασσικό “must-have” δίσκο στις μέρες μας. Ο λόγος για το Operation: Mindcrime, έναν δίσκο που ανέβασε την μπάντα σε δυσθεώρητα επίπεδα, που πολλές μπάντες της εποχής θα ζήλευαν. Αποτελεί ένα concept album που περιστρέφεται γύρω από έναν εθισμένο στα ναρκωτικά νεαρό που παρασύρεται ως πιόνι σε μια σειρά πολιτικών δολοφονιών. Το Operation: Mindcrimeείναι ο πρώτος δίσκος που η μπάντα ξεδιπλώνει τον αμιγώς progressive metal χαρακτήρα της ενώ δεν είναι λίγο το γεγονός ότι τα “Eyes Of A Stranger” και “I Don’t Believe In Love” με τις ανυπέρβλητες ερμηνείες του Geoff Tate χάρισαν στους Queensrÿche τα πρώτα τους charting hits στις Η.Π.Α., καταλαμβάνοντας τις θέσεις No.#35 και No.#41 αντίστοιχα στην κατηγορία U.S. Billboard Mainstream Rock.

Ο Michael Kamen επιστρέφει μετά από χρόνια για να αναλάβει τις ενορχηστρώσεις του δίσκου, σε ιδιαίτερους ρόλους εμφανίζονται οι Pamela Moore, Scott Mateer, Mike Snyder καθώς επίσης και οι Βρετανοί ηθοποιοί Anthony Valentine και Debbie Wheeler. Πίσω από την κονσόλα της παραγωγής έρχεται ο Peter Collins, ο οποίος είχε συνεργαστεί Tygers Of Pan Tang και Rush, ενώ λίγα χρόνια αργότερα συνεργάστηκε και με τον Alice Cooper. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε μεταξύ των Kajem/Victory Studios στο Gladwyne της Pennsylvania και του Le Studio στο Morin-Heights του Quebec στον Καναδά, με το mastering να αναλαμβάνει ο μεγάλος Bob Ludwig (Def Leppard, Metallica, Accept, Doken).

Οι επιτυχίες που έλαβε ο δίσκος ανάμεσα σε άλλες ήταν τον Ιανουάριο του 1989 να λάβει την θέση No.#34 στο περιοδικό Kerrang! στην λίστα με τα 100 Σπουδαιότερα Heavy Metal Albums όλων των εποχών ενώ η RIAA (σ.σ.: Recording Industry Association of America) χαρακτήρισε το δίσκο ως χρυσό στις αρχές τις ίδιας χρονιάς (σ.σ.: δύο χρόνια αργότερα χαρακτηρίστηκε πλατινένιος).

Το ημερολόγιο έγραφε 4 Σεπτεμβρίου 1990 όταν οι οπαδοί των Queensrÿche κρατούσαν στα χέρια τους τον τέταρτο δίσκο της μπάντας με τίτλο Empire”. Σαν δίσκος ήταν αυτός που ήταν ο πιο επικερδής από θέμα πωλήσεων, φτάνοντας να γίνει τρεις φορές πλατινένιος! Ηχογραφήθηκε κατά βάση στα Vancouver Studios στον Καναδά την άνοιξη του 1990, με κάποιες εξτρά ηχογραφήσεις να λαμβάνουν χώρα στα Triad Studios, στο Redmond της Washington, στα οποία είχαν ηχογραφήσει τελευταία φορά το demo τους ως The Mob. Παραγωγός για δεύτερο συνεχόμενο δίσκο ήταν ο Peter Collins, με τον James “Jimbo” Barton να είναι για δεύτερη φορά ο υπεύθυνος της μίξης του δίσκου, ο οποίος έλαβε χώρα στα  Royal Recorders Studios στην περιοχή της λίμνης Geneva στο Wisconsin ενώ το mastering έγινε και πάλι στα Masterdisk από τον Bob Ludwig.

Ο δίσκος κατάφερε να φτάσει όχι μόνο στην θέση No. #9 των US Billboard 200 charts, αλλά κέρδισε δικαίως την θέση αυτή χάρη στην εξαιρετική ώθηση που απέδωσε το single για το Silent Lucidityπου έφτασε την θέση No. #1 στην κατηγορία Mainstream Rock Tracks και την No. #9 στην κατηγορία Billboard Hot 100. Το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν υποψήφιο το 1992 για Grammy σε δυο κατηγορίες, αυτή του Best Rock Song και αυτή του Best Rock Vocal Performance by a Duo or Group. Ειδικά για την δεύτερη, ο Geoff Tate δήλωνε πάντοτε υπερήφανος. Τελικά ο δίσκος κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο ως η καλύτερα metal κυκλοφορία στα Northwest Area Music Award. Τα υπόλοιπα singles για το δίσκο είναι τα Empire” (σ.σ.: Θέση No. #22 U.S. Billboard Mainstream Rock), “Best I Can” (σ.σ.: Θέση No. #28 U.S. Billboard Mainstream Rock) και “Jet City Woman” (σ.σ.: Θέση No. #6 U.S. Billboard Mainstream Rock).

1994 – 2002: Από το “Promised Land” στον πρώτο  προσωπικό δίσκο

Έπειτα από την μεγάλη περιοδεία διάρκειας δεκαοχτώ μηνών για τα πλαίσια της προώθησης του Empire”, η μπάντα παίρνει τον χρόνο της και αφήνει ένα δισκογραφικό κενό τεσσάρων ετών μέχρι να κάνει την εμφάνιση του το Promised Land”, ο πιο μοσχοπουλημένος δίσκος της μπάντας, ο οποίος έφτασε στην θέση No. #3 των US Billboard 200 charts. O JamesJimboBarton αναλαμβάνει για πρώτη φορά παραγωγός για το σχήμα, πραγματοποιεί και την μίξη ενώ το σχήμα συνεργάζεται με τον Stephen Marcussen για πρώτη φορά στο mastering, ο οποίος είχε συνεργαστεί μέχρι τότε με σχήματα όπως οι Exodus, οι Helloween και οι Megadeth ανάμεσα σε άλλους.

Ο θρύλος λέει πως για ένα μεγάλο μέρος των ηχογραφήσεων η μπάντα επέλεξε να μεταφερθεί σε ένα απομονωμένο νησί, για το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Η εξωφρενική ερμηνεία του Geoff Tate στο πρώτο single του δίσκου, το I Am I”, το έφερε στην θέση No. #8 των U.S. Billboard Mainstream Rock ενώ το επερχόμενο“Bridge”πήγε λίγο πιο ψηλά, στην θέση No. #6 των U.S. Billboard Mainstream Rock. Παρόλα αυτά, η εμπορική επιτυχία του δίσκου από πλευράς πωλήσεων δεν ήταν η αναμενόμενη, κάτι που επηρέασε όλες τις μπάντες του heavy metal ιδιώματος, μιας και το alternative rock και το grunge ήταν σε έξαρση.

25η Μαρτίου 1997 και το Hear In The Now Frontierκαι η μουσική στροφή/κάθοδος των Queensrÿche είχε αρχίσει, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέρος του δίσκου ηχογραφήθηκε στα Studio Litho στο Seattle, στο home studio του κιθαρίστα των Pearl Jam, Stone Gossard, με τον Toby Wright να αναλαμβάνει μηχανικός ήχου και την μίξη, ο οποίος παλιότερα είχε δουλέψει με τους Alice In Chains. O Stephen Marcussen παραμένει σταθερός για το mastering ωστόσο. Ο δίσκος μπορεί να έφτασε στην θέση No. #19 των US Billboard 200 charts αλλά γρήγορα εξαφανίστηκε από τα charts. Ως δίσκος το Hear In The Now Frontier διαθέτει ένα πιο βασικό, απογυμνωμένο μουσικό στυλ σε σχέση με  οτιδήποτε είχε κυκλοφορήσει το συγκρότημα μέχρι σήμερα. Πολλοί ακροατές επέκριναν τη στροφή της μπάντας σε έναν πιο mainstream ήχο. Παρά την αντίδραση του κόσμου, τα singles “Sign Of The Times” και “You” έλαβαν σημαντικό airplay. Ωστόσο, ο Chris DeGarmo με την φυγή του αμέσως μετά την κυκλοφορία του δίσκου, λόγω των δυσλειτουργιών εντός και εκτός σχήματος, αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα, ο οποίος αρχικά αντικαταστάθηκε από τον Kelly Gray (1998–2002) και εν συνεχεία από τους Mike Stone (2002–2008, 2021-μέχρι σήμερα) και Parker Lundgren (2008–2021).

Με τον Kelly Gray, τον παλιό γνωστό του Geoff Tate από τους Myth να εντάσσεται πλέον στο δυναμικό του συγκροτήματος και νέα δισκογραφική στέγη, την Atlantic Records, η μπάντα έρχεται να κυκλοφορήσει το Q2K”, στις 14 Σεπτεμβρίου 1999. Αποτελεί σίγουρα τον πιο αμφιλεγόμενο δίσκο της μπάντας, με τον ίδιο τον Geoff Tate να δηλώνει τότε ότι ήταν η συνέχεια του πειραματισμού που η μπάντα ξεκίνησε με το Hear In The Now Frontier”. Το Q2Kείναι το μοναδικό άλμπουμ του συγκροτήματος που συμμετάσχει ο Kelly Gray, με τον ίδιο να αναλαμβάνει την παραγωγή, να κάνει από κοινού την μίξη με τον Jon Plum (Alice In Chains, Pride & Glory) ενώ το mastering θα αναλάβει ο Eddy Schreyer (Alice In Chains, Annihilator, Corrosion Of Conformity). Ο δίσκος έφτασε την θέση No. #46 των US Billboard 200 charts. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η έλλειψη δημοτικότητας του δίσκου έφερε την μπάντα να περιοδεύει σε clubs και θέατρα, πάρα σε εξωτερικά αμφιθέατρα και αρένες που έπαιζε τότε. Λόγω της δυσαρέσκειας τους με την Atlantic Records, Queensrÿche μετακόμισαν στην Sanctuary Records το 2001 ενώ ένα χρόνο αργότερα ο Kelly Gray απολύθηκε από την μπάντα λόγω των συνεχιζόμενων προβλημάτων με καταχρήσεις, βάσει των όσων δήλωσε ο drummer του σχήματος, Scott Rockenfield.

Την ίδια περίοδο ο Geoff Tate ηχογραφούσε στα Bearcreek Studios, στο Maltby της Washington τον πρώτο του προσωπικό επώνυμο δίσκο, το οποίο έφερε ως τίτλο απλά το όνομα του. Μουσικά ο δίσκος περιέχει πέρα από hard rock-ίζον μονοπάτια, μουσικά είδη τύπου dance-pop και electronica ανάμεσα σε άλλα. Ο δίσκος έφτασε την θέση No. #22 των US Billboard Top Heatseekers charts, πολύ καλύτερη από αυτή που κατάφερε να πιάσει το Q2K”. Ο δίσκος αγκαλιάστηκε από τους οπαδούς του λόγω της τρομερής ροής που είχε και τον εξωτερικών φωνητικών γραμμών που ο ίδιος έγραψε. Το παράδοξο με τούτη την κυκλοφορία είναι ότι επανακυκλοφόρησε αρχικά σε DVD-Audio το 2003 και σε DualDisc το 2004. Η έκδοση με το DualDisc edition εμπεριέχει το άλμπουμ σε 5.1 surround ήχο, μια συνέντευξη, καθώς επίσης bonus multimedia υλικό. Η αρχική του κυκλοφορία ήταν στις 24 Ιουνίου 2002 μέσω της Mayan Records, εταιρεία του ομίλου της Sanctuary Records. Την παραγωγή την επιμελήθηκε από κοινού ο Tate μαζί με τον βραβευμένο με ARIA παραγωγό,  Ryan Hadlock, η μίξη από τον Zach Reinig (The Black Heart Procession) και το mastering από τον Howie Weinberg με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο Rage For Order”.

2002 – 2012: Η “φυλή” αφιερώνεται στο “χάος”

Με την επικείμενη προθεσμία για την παράδοση του επόμενου άλμπουμ τους και τις τεταμένες εσωτερικές σχέσεις του συγκροτήματος που τους άφησαν να μην έχουν επαρκές υλικό, το συγκρότημα αποφασίζει να επικοινωνήσει με τον πρώην κιθαρίστα/ιδρυτικό μέλος,  Chris DeGarmo, για να δει αν θα ενδιαφερόταν να συνεισφέρει με κάποια τραγούδια στο δίσκο. Μετά από μια συνάντηση με τον Geoff Tate, ο ίδιος συμφώνησε και έλαβε μέρος στην προ-παραγωγή του, συνεισφέροντας τη μουσική στα τραγούδια “Falling Behind”, “Doin’ Fine” και “Art Of Life”, συνυπογράφοντας επίσης αυτή στα “Desert Dance” και “Open”, ηχογραφώντας παράλληλα τα μέρη της lead κιθάρας στα μισά κομμάτια του δίσκου. Ο δίσκος αυτός ήταν το Tribe, ο οποίος κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου 2003 από την Sanctuary Records, αγγίζοντας την θέση No. #56 των US Billboard 200 charts.

Παρά το γεγονός ότι συμμετείχε σε μια φωτογράφηση με το συγκρότημα και σχεδίαζε να εμφανιστεί στην ευρωπαϊκή περιοδεία του δίσκου, ο DeGarmo αποσύρθηκε από τις ηχογραφήσεις πριν ολοκληρωθεί το άλμπουμ, καθότι ήταν το αποτέλεσμα παρόμοιων διαπροσωπικών προβλημάτων με αυτά που οδήγησαν στην αποχώρησή του από το συγκρότημα το 1997, «βάζοντας στο παιχνίδι» τότε τον Mike Stone που ανέλαβε τις ρυθμικές κιθάρες. Με τον Mike Stone ο Geoff Tate είχε συνεργαστεί στον προσωπικό του δίσκο. Μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, η Sanctuary Records παρερμήνευσε την εμπλοκή του DeGarmo ως «επανένωση» με τους Queensrÿche, την οποία ορισμένοι θεώρησαν ως κόλπο δημοσίων σχέσεων για να δημιουργήσουν πωλήσεις.

Έναν μήνα μετά, τον Ιούλιο, η μπάντα ανακοίνωσε τα σχέδιά της να ηχογραφήσει μια συνέχεια του “Operation: Mindcrime” του 1988. Το “Operation: Mindcrime IIκυκλοφόρησε διεθνώς στις 31 Μαρτίου 2006 και αποτέλεσε το πρώτο των Queensrÿche για τη νέα τους εταιρεία, την Rhino Entertainment, με την οποία υπέγραψε το 2005. Ο Ronnie James Dio ηχογράφησε τα φωνητικά για τον ρόλο του κακού Dr. X, η Pamela Moore επιστρέφει στον ρόλο της αδελφής Μαίρη ενώ στο δίσκο συμμετέχει η θετή κόρη του Geoff Tate, Miranda. Ηχογραφήθηκε στα The Compund Studios στο Seattle, στα Synergy Studios στο Redmond και στα The Annex στο Menlo Park με παραγωγό τον Jason Slater. Το άλμπουμ πήρε την θέση No. #14 στα US Billboard 200 charts, την υψηλότερη θέση στα charts για ένα άλμπουμ των Queensrÿche από το 1997.

Η κρυφή αλήθεια για το “Operation: Mindcrime II” πως το άλμπουμ έλαβε πολύ περιορισμένες συνεισφορές από τα μέλη του συγκροτήματος εκτός από τον Tate και τον Mike Stone. Μεγάλο μέρος της μουσικής ηχογραφήθηκε από session μουσικούς λόγω των συγκρούσεων μεταξύ του Tate και των μελών του συγκροτήματος. Περίτρανο παράδειγμα αποτελεί πως ο Scott Rockenfield δεν έπαιξε καθόλου στο άλμπουμ, με τους Mitch Doran και Jason Slater να προγραμματίζουν τα τύμπανα στο δίσκο. Επίσης, οι περισσότερες κιθάρες, συμπεριλαμβανομένων των σημείων του Michael Wilton, ηχογραφήθηκαν ξανά από τον Mitch Doran ενώ πολλά από τα μέρη του μπάσου στο δίσκο τα έπαιξε ο Jason Slater, ενώ το κομμάτι “I’m American” τα τύμπανα είναι μια MIDI ηχογράφηση που έγινε από τον Doran που δεν προοριζόταν αρχικά για χρήση στο άλμπουμ.

Εκεί που λες ότι όπερ και εγένετο θαύμα, ακολουθούν τρεις δίσκοι “back-to-back” που έφεραν το χάος. Την αρχή έκανε ο δίσκος διασκευών Take Cover (σ.σ.: 13 Νοεμβρίου 2007, Rhino Records) στο οποίο ανάμεσα σε άλλα το συγκρότημα διασκευάζει κομμάτια των Pink Floyd, Queen, Black Sabbath, U2, με τα μέλη του συγκροτήματος να επιλέγουν από δυο κομμάτια ο καθένας, έπειτα από έναν διαγωνισμό μεταξύ των Michael Wilton και Mike Stone τύπου «βρες το riff» στα soundcheck των συναυλιών. Τον Φεβρουαρίου του 2009, ο Mike Stone ανακοίνωσε το τέλος της συνεργασίας του με την Queensrÿche για να επικεντρωθεί στην μπάντα του, τους Speed-X, αν και αργότερα έγινε γνωστό όπως αποκάλυψαν ότι ο Geoff και η Susan Tate (σ.σ.: manager των Queensrÿche την περίοδο εκείνη και γυναίκα του Tate) τον απέλυσαν επειδή «είχε πάρα πολλές μεγάλες απαιτήσεις», χωρίς να συζητήσουν την απόφασή τους με τα άλλα μέλη του συγκροτήματος.

Η φυγή του από το σχήμα είχε ως αποτέλεσμα ο Michael Wilton να ηχογραφήσει μόνος του όλες τις lead και ρυθμικές κιθάρες στον επερχόμενο δίσκο της μπάντας, τον πρώτο στην ιστορία τους τον οποίο ηχογράφησαν ως κουαρτέτο. Ο λόγος λοιπόν για το American Soldier, έναν concept δίσκο την ιδέα του οποίου πήρε ο Geoff Tate πήρε την ιδέα από τον  πατέρα του, ο οποίος του είπε για την περίοδο που πέρασε στο σώμα των πεζοναυτών και υπηρετούσε στον πόλεμο της Κορέας. Ο Tate πέρασε μερικά χρόνια παίρνοντας συνεντεύξεις από βετεράνους από όλες τις συγκρούσεις στις οποίες έχει εμπλακεί η Αμερική από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τον Πόλεμο του Ιράκ, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα του, συλλέγοντας τις ιστορίες τους προκειμένου να τον βοηθήσει να γράψει το άλμπουμ.

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε την περίοδο Μαρτίου – Δεκεμβρίου 2008 στα El Dorado Studios, στα London Bridge Studios και στα The Office με συμπαραγωγούς τους Jason Slater και Kelly Gray, με τον δεύτερο να παίζει και κάποιες επιπλέον κιθάρες, ενώ το mastering έγινε στα Oasis Mastering και πάλι από τον Eddy Schreyer. Το άλμπουμ πήρε την θέση No. #25 στα US Billboard 200 charts. Κυκλοφόρησε στις 31 Μαρτίου 2009 από την Rhino Records.

Η μπάντα στα πλαίσια της προώθησης του δίσκου βρέθηκε να ταξιδεύει και στο Ιράκ, τον Νοέμβριο του 2010, με σκοπό να εμφανιστεί ζωντανά σε στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί. Κατά την διάρκεια επίσκεψης σε μια από τις βάσεις αυτές, άρχισαν να πέφτουν βόμβες ως αποτέλεσμα επίθεσης. Πολλά από τα νέα ανέφεραν ότι τα μέλη του συγκροτήματος τραυματίστηκαν, με τον Tate όμως να βγαίνει και να το διαψεύδει κατηγορηματικά.

Ο επόμενος δίσκος θα ήταν πραγματικά αφιερωμένος στο χάος που επρόκειτο να ακολουθήσει αμέσως μετά την κυκλοφορία του, κάτι που θα δούμε εκτενέστερα παρακάτω. Δεν είναι διόλου ότι ο δίσκος αυτός θα ήταν το Dedicated To Chaos, ο οποίος βρέθηκε στα ράφια των δισκοπωλείων στις 28 Ιουνίου 2011, κυκλοφορώντας δια μέσου της Loud & Proud/Roadrunner, κάνοντας τον, τον πρώτο δίσκο υπό την αιγίδα της Loud & Proud. Για τους φανατικούς του συγκροτήματος, αυτοί εντόπισαν την μη χρήση των umlaut πάνω στο “y” του λογοτύπου καθώς επίσης ο τίτλος είναι τρόπο τινά μια ακολουθία στον τίτλο του Rage For Order”. Στον δίσκο συμμετείχε ως session o Parker Lundgren στις κιθάρες, ο οποίος έγινε μόνιμο μέλος αργότερα.

Το άλμπουμ ήταν μια δραστική απόκλιση από τις προηγούμενες προσπάθειες του συγκροτήματος, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο μπάσο και τα τύμπανα, με ελάχιστη δουλειά στην κιθάρα. Το άλμπουμ έλαβε ανάμικτες κριτικές και ήταν αυτό που κατείχε την  χαμηλότερη θέση charts για το συγκρότημα σε όλη ιστορία του. Η «τριπλέτα» των Jason Slater, Kelly Gray και Eddy Schreyer είναι και πάλι εδώ, όπως και στον προκάτοχο του, βοήθησαν ώστε το Dedicated To Chaos να λάβει την θέση No. #70 στα US Billboard 200 charts.

Σύμφωνα με δηλώσεις του Tate, οι Queensrÿche είχαν ήδη να δουλεύουν πάνω στον διάδοχο του Dedicated To Chaos και μια από τις σκέψεις που είχαν ήταν να επανηχογραφήσουν το Operation: Mindcrime” στα τέλη του 2012, ώστε να έκαναν κάτι ιδιαίτερο για τον εορτασμό εικοσιπέντε χρόνων από την κυκλοφορία του.

2012 – 2014: Το τέλος του κεφαλαίου Queensrÿche

Το τέλος από ότι φάνηκε σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε εύκολο. Είχαν μαζευτεί πολλά ώσπου σε μια συνάντηση συγκροτήματος στις 12 Απριλίου 2012, στην οποία ο Tate δεν παρευρέθηκε, το συγκρότημα απέλυσε τόσο τη θετή κόρη του Tate, Miranda, από τη διαχείριση του fan club, όσο και τη σύζυγό του Susan, τη μάνατζέρ του συγκροτήματος από το 2005. Σύμφωνα με τον Michael Wilton, οι λόγοι ήταν ότι τα τελευταία τρία χρόνια, ουσιαστικά έφτασαν σε ένα σημείο που δεν είχανε πια φωνή στο συγκρότημα, τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι. Όλα περνούσαν από το χέρι του Tate και της συζύγου του.

Δύο μέρες αργότερα, πριν από το soundcheck σε μια εποικημένη εμφάνιση στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, ο Tate είχε μια διαμάχη με τα άλλα μέλη σχετικά με την απόλυση της οικογένειάς του. Αυτή η διαμάχη άναψε τα αίματα, με αποτέλεσμα ο Tate να πετάξει κάτω το set των τυμπάνων, ρίχνοντας πολλές γροθιές και ασκώντας σωματική επίθεση, φτύνοντας παράλληλα τους Rockenfield και Wilton. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών συναυλιών του συγκροτήματος, ο Wilton, ο Rockenfield και ο Jackson ένιωσαν ότι ο Tate συνέχισε να συμπεριφέρεται άσχημα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν πλέον να συνεργαστούν ή να παίξουν μαζί του. Τα μέλη συγκάλεσαν μια συνάντηση στις 5 Ιουνίου, με τον Tate να αποσύρετε, μετά την οποία τα άλλα μέλη του συγκροτήματος ψήφισαν «να θεωρηθεί ότι ο Geoff Tate εκτός του συγκροτήματος» συνεχίζοντας οι ίδιοι να χρησιμοποιούν το όνομα των Queensrÿche με έναν νέο τραγουδιστή.

Στις 12 Ιουνίου, ο Tate και η σύζυγός του κατέθεσαν μήνυση σε δικαστήριο του Seattle κατά των πρώην συναδέλφων του, υποστηρίζοντας ότι απολύθηκε παράνομα από το συγκρότημα. Ζήτησαν επίσης προκαταρκτική διαταγή για να εμποδίσουν τόσο τους ενάγοντες, όσο και τους εναγόμενους, να χρησιμοποιήσουν το όνομα Queensrÿche. Στις 13 Ιουλίου 2012, το ανώτερο δικαστήριο της πολιτείας της Washington απέρριψε αυτήν την πρόταση, καθώς και την πρόταση για την έκδοση προκαταρκτικής συνοπτικής απόφασης που κατατέθηκε από τους κατηγορούμενους. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι και τα δύο μέρη μπορούν να χρησιμοποιήσουν την επωνυμία Queensrÿche έως ότου μια δικαστική απόφαση ή διακανονισμός θα διευθετήσει το ζήτημα, κάτι που ο Tate έπραξε. Ως αποτέλεσμα της προκαταρκτικής ετυμηγορίας του δικαστή, και τα δύο μέρη είχαν ένα συγκρότημα που χρησιμοποιούσε το όνομα και το εμπορικό σήμα των Queensrÿche από τον Ιούνιο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014. Αυτές οι δύο μπάντες ήταν το line-up εκείνο με τον La Torre και εκείνο με τον Tate να ανακοινώνει τη δική του σύνθεση.

Το ίδιο διάστημα ο Geoff Tate ευτύχησε να υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με την Inside Out Music. Μέσα στο 2012 ο Tate κυκλοφόρησε το “Kings & Thieves”, το δεύτερο σόλο στούντιο άλμπουμ του. Πούλησε περίπου 1.800 αντίτυπα στις ΗΠΑ την πρώτη εβδομάδα του και απέτυχε να μπει στα charts. Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε από τον μακροχρόνια συνεργάτη των Queensrÿche, Kelly Gray, ο οποίος έπαιξε επίσης στο άλμπουμ. Τα δικαστήρια όμως καλά κρατούσαν.

Επιπλέον στο μεσοδιάστημα του να βρουν κάποιον συμβιβασμό και μέχρι να επέλθει αυτός, ο Tate με την επωνυμία Queensrÿche κυκλοφόρησε το “Frequency Unknown”. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στην θυγατρική εταιρεία (σ.σ.: sub-label) της Cleopatra Records, Deadline Music, στις 23 Απριλίου. O Tate συνέγραψε το δίσκο με τον Jason Slater, ο οποίος αρχικά έκανε την παραγωγή και την μίξη, πριν αυτή πάρει διαφορετική τροπή, με τον οποίον είχανε συνεργαστεί στα τελευταία τρία άλμπουμ των Queensrÿche. Στον δίσκο συμμετείχαν οι Kelly Gray και Robert Sarzo στις κιθάρες, ο Rudy Sarzo στο μπάσο, ο Simon Wright στα τύμπανα και ο Randy Gane στα πλήκτρα.

Ευτυχώς όμως επήλθε συμβιβασμός στις 17 Απριλίου 2014 και κυκλοφόρησε μια ανακοίνωση από κοινού έντεκα μέρες αργότερα. Η δήλωση ανήγγειλε ότι ο Tate έχασε το brand Queensrÿche από τους Rockenfield, Wilton και Jackson, οι οποίοι μαζί με τους La Torre και Lundgren θα είναι το μοναδικό συγκρότημα που θα ηχογραφεί και θα περιοδεύει ως Queensrÿche, ενώ ο Tate έχει αποκλειστικό δικαίωμα να παίξει τα “Operation: Mindcrime” και “Operation: Mindcrime II” στο σύνολό τους.

2015 – 2022: Από τους Operation:Mindcrime στους Sweet Oblivion και το σήμερα

Εφόσον πλέον η δικαστική διαμάχη και συμβιβασμός έλαβαν τέλος, με τον Tate να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει το brand Queensrÿche, αποφασίζει να μετονομάσει την μπάντα του σε ένα σήμα κατατεθέν της ιστορίας του. Έτσι λοιπόν γεννούνται οι Operation:Mindcrime, οι οποίοι καλωσορίζουν τους John Moyer, Scott Moughton και Brian Tichy στις τάξεις του συγκροτήματος σε μπάσο, κιθάρα και τύμπανα αντίστοιχα, με τους πρώτους δυο να γίνονται οι αντικαταστάτες των αδερφών Sarzo, οι οποίοι είχαν παίξει πρωτύτερα στο “Frequency Unknown”. Έτσι λοιπόν ανακοινώνουν μια σειρά τριών άλμπουμ με σύνδεση αναμεταξύ τους, των οποίων η θεματολογία συσχετίζεται σχετικά με τα εικονικά νομίσματα, τις διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές και τις συναλλαγές μετοχών.

Το πρώτο λοιπόν μέρος θα έφερε τον τίτλο “The Key”, το οποίο θα κυκλοφορούσε από την Frontiers Music Srl στις 18 Σεπτεμβρίου 2015. Πέραν των προαναφερθέντων Moyer, Moughton και Tichy, στο δίσκο συμμετέχουν επίσης ο Simon Wright στα τύμπανα, ο Kelly Gray εμφανίζεται για ακόμα μια φορά στις κιθάρες και ο Randy Gane στα πλήκτρα. Ως special guests στο δίσκο συμμετέχουν ο David Ellefson στο μπάσο, ο Scott Mercado (Candlebox) στα τύμπανα και το dulcimer καθώς επίσης ο Mark Daly με δεύτερα φωνητικά. Όπως είναι αναμενόμενο, ο Kelly Gray αναλαμβάνει την παραγωγή και την μίξη του δίσκου ενώ το mastering θα αποτελέσει δουλειά του Glenn Schick, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τους Theocracy, τους Fozzy και τους Jucifer εκείνη την περίοδο. Συνολικά ο δίσκος εμπεριείχε δώδεκα συνθέσεις, με τις ReInventing The Future”, “Burn”, “The Fall”, “The Stranger και Hearing Voices να αποτελούν τα singles.

Μέσα σε ένα μόλις χρόνο, οι Operation: Mindcrime επιστρέφουν με το δεύτερο μέρος της τριλογίας, το Resurrection, το οποίο κυκλοφόρησε και πάλι από την Frontiers Music Srl στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. Η σύνθεση της μπάντας είναι η ίδια, οι guests David Ellefson, Mark Daly και Scott Mercado επανεμφανίζονται και σε αυτούς έρχονται να προστεθούν οι Tim RipperOwens, Blaze Bayley και ο Nick Greatrex που παίζει κάποιες ακουστικές κιθάρες. Για να «μην χαλάσει το προξενιό», ο Kelly Gray αναλαμβάνει τα πάντα στο δίσκο και έτσι ξεμπερδεύουν. Η μπάντα για να εκμεταλλευτεί την παρουσία των Owens και Bayley, γύρισε ένα video clip πάνω στο κομμάτι που συμμετέχουν, το “Taking On The World”, το οποίο μπορείτε να δείτε παρακάτω.

Η δίψα δεν σταματά και σε ένα διάστημα ενός χρόνου πάλι, κυκλοφορούν το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας, το “The New Reality”, το οποίο κυκλοφορεί την 1η Δεκεμβρίου 2017 από την Frontiers Music Srl. Η συνταγή παραμένει η ίδια, το line-up ακέραιο, όπως και ο πολυπράγμων παραγωγός. Δυστυχώς όμως οι κριτικές που έλαβε ο δίσκος ήταν κάτω του μετρίου, με τον Geoff Tate να χαράζει πορεία προς τ’ αλλού.

Αυτό λίγο πολύ τον οδήγησε στο να περιοδεύσει με τους Geoff Tate’s Operation:Mindcrime αποτελούμενο από session μουσικούς, για τον εορτασμό των τριάντα χρόνων από την κυκλοφορία του “Operation:Mindcrime”, το οποίο και ερμηνεύει ζωντανά ολόκληρο, ένα από τα κορυφαία concept albums στην ιστορία της Μουσικής. Αυτό πέρασε και από την χώρα μας, την Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019 στην Αθήνα και το Gagarin 205 Live Music Space, συναυλία στην οποία εμφανίστηκαν μαζί οι Illusory ως opening act, ενώ μια μέρα νωρίτερα βρέθηκαν στην Θεσσαλονίκη και το Principal Club Theater.

Επιπλέον, η Frontiers Music Srl αποφασίζει να εκμεταλλευτεί τον Αμερικανό τραγουδιστή και να τον εντάξει στα πλαίσια των supergroup της, κάτι που συνηθίζει άλλωστε. Αυτό το supergroup θα ήταν οι Sweet Oblivion feat. Geoff Tate. Στον πρώτο ομώνυμο δίσκο συμμετείχε ο Simone Mularoni (DGM, Empyrios) στις κιθάρες και το μπάσο, ο Paolo Caridi (Ellefson, Hollow Haze) στα τύμπανα και ο Emanuele Casali (DGM, ex-Empyrios) στα πλήκτρα. Την όλη επιμέλεια του δίσκου ανέλαβε ο Simone Mularoni για την παραγωγή, την μίξη και το mastering ενώ το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Stan W. Decker, ο οποίος έχει συνεργαστεί με σχήματα όπως Borealis, Dragonforce, Primal Fear ανάμεσα σε άλλα. Η κυκλοφορία θα βρεθεί στα ράφια των δισκοπωλείων στις 14 Ιουνίου 2019.

Εν μέσω Covid-19 το project δεν παρέμεινε ήσυχο. Έτσι στις 9 Απριλίου 2021 οι οπαδοί του Tate παίρνουν στα χέρια τους τον δεύτερο δίσκο των Sweet Oblivion με τίτλο “Relentless”. Το σκηνικό στην διάταξη των μελών αλλάζει άρδην, με τους Gigi Andreone (Odd Dimension, A Perfect Day) στο μπάσο, Michele Sanna (Sunstorm, ex-One Machine) στα τύμπανα, τον Aldo Lonobile (Secret Sphere, Edge Of Forever) στις κιθάρες και τον Antonio Agate (Lunarian, ex-Secret Sphere) στα πλήκτρα να αποτελούν τους Sweet Oblivion II, όπως αστειευόμενος μπορεί να πει κανείς. Στον τομέα της παραγωγής, ο Aldo Lonobile είναι μανούλα και μπορεί να σου κάνει φανταστική δουλειά. Άλλωστε η πορεία του το έχει αποδείξει.

Ερχόμαστε λοιπόν στο σήμερα και αναμένουμε την αυριανή και μεθαυριανή μέρα, σε Gagarin 205 Live Stage και Principal Club Theater, όπου ο Geoff Tate θα έρθει να μας παρουσιάσει στην ολότητα τους τα Rage For Orderκαι Empire”. Πρόκειται για ένα μοναδικό show με δύο ολόκληρα albums που θα ξεπεράσει σε διάρκεια τις δύο ώρες, όπου την κάθε βραδιά θα ανοίξουν οι δικοί μας Εmerald Sun.

Κείμενο: Νίκος Σιγλίδης

RodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X