Οι Φινλανδοί The Nest είναι εξαιρετικά τυχεροί. Δεν υπήρχε καλύτερος παραλήπτης του ψυχεδελικού παραληρήματος του ντεμπούτου τους, από όλη την συντακτική ομάδα του Greek Rebels. Εδώ κυρίες και κύριοι, δεν έχουμε να κάνουμε με ημίμετρα, τύπου Blues Pills, που ξεκίνησαν καλά, αλλά κάπου στην πορεία (και κάπου στην Nuclear Blast) έχασαν τον δρόμο τους.
Βλέπεις καταπληκτικό το εξώφυλλο του “Ad Astra” και καταλαβαίνεις αμέσως ότι θα ακούσεις κάτι σαν την μουσική εκδοχή του “The Teachings Of Don Juan: A Yaqui Way Of Knowledge” του Carlos Castaneda σε δίσκο. Εδώ το ανέμελο psychedelic rock των Jefferson Airplane στα “DeathClock” και “The Watcher” συναντάει το πρώιμο heavy metal των Αμερικάνων Coven στα “River Mnemosyne” και “Nevermore”. Θυμίζουμε εδώ ότι οι Αμερικάνοι Coven, εξωφρενικά και αδικαιολόγητα παραγνωρισμένοι ως προς τη συμβολή τους στη δημιουργία και την αισθητική οριοθέτηση της μουσικής αυτής, έμαθαν στον κόσμο την occult θεματολογία και τις σκληρές, παραμορφωμένες κιθάρες, ένα χρόνο πριν σχηματιστούν καν οι Black Sabbath. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τον ίδιο τον Tony Iommi που μνημονεύει την μπάντα της Jinx Dawson, ως επιρροή των Black Sabbath, όπου σταθεί. Γενικότερα, σε ένα δίκαιο κόσμο, σχήματα σαν τους Ghost και τους Blood Ceremony θα πλήρωναν πνευματικά δικαιώματα στους Coven μέχρι να πεθάνει ο Highlander, αλλά αυτό δεν είναι το αντικείμενο αυτής της κριτικής, οπότε πάμε πίσω στους The Nest και την δικιά τους Jinx Dawson.
Η Αγγλίδα Sally Armbrecht έχει αναλάβει τόσο τα φωνητικά όσο και τα πλήκτρα, έχοντας κάτι από την μελαγχολική φινέτσα της Grace Slick και την λυρικότητα της Farida Lemouchi των αδικοχαμένων The Devil’s Blood. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω καλύτερο τραγούδι του δίσκου, την στιγμή που ακούω το καθένα από αυτά γίνεται και αγαπημένο μου. Δεν υπάρχει τραγούδι filler, ούτε για αστείο. Επίσης, εδώ δεν έχουμε αναβιωτές που ακολουθούν κάποια προσφιλή μόδα που πιθανά διαδραματίζεται αυτή την στιγμή στον χώρο του σκληρού ήχου. Τραγούδια σαν το “We All Bleed Red” δεν αποτυπώνουν απλά το momentum του rock των 70s, βασιζόμενα σε μια νοσταλγική εξιδανίκευση του. Είναι συνθέσεις που θα ζήλευαν άνετα κορυφαία σχήματα εκείνης της εποχής και θα ήθελαν να έχουν γράψει. Για αυτό ακριβώς αντιπροσωπεύουν μια άχρονη αυθεντικότητα, κατά τρόπο που δεν ξέρεις αν αυτό που ακούς προέρχεται από το τότε ή από το σήμερα.
Σε αυτό φυσικά βοηθάει και η vintage παραγωγή, που σοφά απομακρύνεται σοφά από τον σημερινό καλογυαλισμένο και μοντέρνο ήχο που θα ήταν παράταιρη (ναι, για τους Blues Pills και την Nuclear Blast λέω πάλι, δεν θα σταματήσω να γκρινιάζω ποτέ, αποδεχτείτε το). Ο επίλογος του δίσκου “This House Breathes Fear” διαθέτει μία πιο μοντέρνα λογική σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια, αλλά εναρμονίζεται πλήρως με το κλίμα του υπόλοιπου δίσκου. Προσωπικά μου θύμισε το “Room Of Toys” των δικών μας Echo Tattoo, έναν δίσκο που με την σειρά του αποτέλεσε μια σύγχρονη επανερμηνεία των The Doors, μέσα από ένα πιο 90s πρίσμα.
Νομίζω κανένας λάτρης των ονομάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από το καλειδοσκόπιο της αγγλοφινλανδικής τριάδας. Το μόνο που με ανησυχεί λίγο είναι ότι διάβασα στο δελτίο τύπου κάτι κουφά για Florence And The Machine και θορυβήθηκα. Ελπίζω η μπάντα να μην λοξοδρομήσει μουσικά και αισθητικά από την πορεία που μας υποσχέθηκε με ένα τέτοιο ντεμπούτο. Άλλωστε όσοι ξέρουν, θα σας πουν ότι δεν χρειάζεται να αναστήσουμε το 70s στοιχείο του rock και του heavy metal, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν πέθανε ποτέ. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τον ίδιο τον Tony Iommi…
9/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com