“H πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει…”
Αυτή η φράση του Κωσταντή από τον «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη, ίσως είναι αρκετή από μόνη της για να περιγράψει τον Blaze Bayley. Έναν καλλιτέχνη που αμφισβητήθηκε όσο λίγοι στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Ανέβηκε τους δικούς του Γολγοθάδες τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και προσωπικό επίπεδο κι όμως, λες και όλα είναι απλά ένα πείσμα, μια ένδειξη αστείρευτης θέλησης, είναι ακόμα εδώ. Συνθέτει, γυρνάει τον κόσμο για ζωντανές εμφανίσεις και ήδη έχει κερδίσει την αναγνώριση ακόμα και από πολλούς που στο παρελθόν τον είχαν αμφισβητήσει.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στο Tamworth της Αγγλίας δημιουργείται ένα hard-rock κουαρτέτο που αποτελούταν από τον Bayley Alexander Cook στα φωνητικά, τον Jase Edwards στην κιθάρα, τον Jeff Hateley στο μπάσο και τον Steve Ellet στα τύμπανα με το όνομα αυτού, Wolfsbane. Με το “Bayley” να χρησιμοποιείται περισσότερο σαν επώνυμο στην Αγγλία παρά σαν μικρό όνομα και με τα μέλη των Wolfsbane να ψάχνουν πιο cool παρατσούκλια για να πλαισιώσουν την εικόνα τους, ο Bayley επιλέγει το παρατσούκλι Blaze. Σαφώς επηρεασμένοι από glam rock ακούσματα στα πρώτα τους βήματα ηχογραφούν τρία EP, σκληραίνουν σιγά – σιγά τον ήχο τους, τραβάνε επάνω τους τα βλέμματα των δισκογραφικών εταιρειών και το 1989 κυκλοφορούν το πρώτο τους full length album “Live Fast, Die Fast”. Τα μικρά κλαμπ αρχίζουν και δίνουν τη θέση τους σε μεγαλύτερα venues για να φτάσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 90, οι Wolfsbane να εμφανίζονται ως support act σε μεγάλα ονόματα με αποκορύφωμα τα shows με τους Iron Maiden ως μέρος της “No Prayer on the Road” περιοδείας.
Την ίδια περίοδο, οι τιτάνες της Βρετανικής heavy metal δεν διανύουν τις καλύτερες μέρες τους με τον Adrian Smith να έχει ήδη αποχωρήσει και τον Bruce Dickinson, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει μόνος του το “Tattooed Millionaire” να αποφασίζει να ακολουθήσει solo καριέρα. Για την (ίσως) πιο πολυπόθητη θέση της metal σκηνής εκείνη την περίοδο και ανάμεσα σε εκατοντάδες κασέτες με auditions από τραγουδιστές από όλο τον κόσμο, ο Steve Harris αποφασίζει να δώσει την θέση στον Blaze Bayley. Μαζί θα κυκλοφορήσουν δυο άλμπουμ, το “The X Factor” (1995) και το “Virtual XI“ (1998) τα οποία ακολούθησαν μουσικά εντελώς νέα μουσικά μονοπάτια σε σχέση με τις παλαιότερες δουλειές τους. Αυτό, σε συνδυασμό με την διαφορετική χροιά της φωνής του Blaze, αποτέλεσε πεδίο κριτικής και αντιπαράθεσης που εντέλει οδήγησε στο να ολοκληρώσουν την συνεργασία τους στις αρχές του 1999.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η ιστορία θα σταματούσε εδώ. Ποιος θα μπορούσε άραγε να φτιάξει κάτι από το μηδέν έχοντας αποχωρήσει από τους Iron Maiden; Με τους Wolfsbane να μην υπάρχουν στο προσκήνιο, ο Blaze αναζητά μουσικούς για τη δημιουργία μιας νέας μπάντας. Με τους Steve Wray και John Slater στις κιθάρες, τον Rob Naylor στο μπάσο και τον Jeff Singer στα τύμπανα και απελευθερωμένος μουσικά στο να γράψει κομμάτια που ταιριάζουν καλύτερα στη χροιά της φωνής του, κυκλοφορεί το Silicon Messiah ως “BLAZE”. Το άλμπουμ δέχεται εξαιρετικές κριτικές και δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το concept άλμπουμ “Tenth Dimension”.
Κι ενώ τα πράγματα φαινόταν να πηγαίνουν όλο και καλύτερα, εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα με την αποχώρηση των Singer και Naylor. To 2004 κυκλοφορεί το “Blood & Belief”, σηματοδοτεί μια περίοδο με πολλές αλλαγές μελών και αποτελεί ουσιαστικά το κύκνειο άσμα του σχήματος “BLAZE”.
Το σκηνικό φαίνεται να αλλάζει με την έλευση των αδερφών Bermudez από την Κολομβία και μαζί με τους Rich Newport στην κιθάρα και τον Lawrence Paterson στα τύμπανα κυκλοφορεί το 2007 ως “Blaze Bayley” το “The man that would not die”. Το άλμπουμ στιχουργικά, σαφώς επηρεασμένο από τα βιώματα του Blaze την δύσκολη εκείνη περίοδο, αποτελεί ένα αμάλγαμα θυμού, επιθετικότητας αλλά και θέλησης για μια νέα αρχή. Σε συνδυασμό με τα νέα μουσικά στοιχεία που έφεραν τα νέα μέλη και μια πολύ καλή παραγωγή, ο Blaze κάνει ένα δυνατό “come back” με τον κόσμο και τους κριτικούς να αγκαλιάζουν αυτή τη δουλειά.
Λες και η μοίρα έχει στήσει κάποια κακόγουστη φάρσα στον Blaze, λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, χάνει την γυναίκα του Debbie από εγκεφαλικό επεισόδιο ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο. Η θλίψη δε λύγισε τον Blaze, ο οποίος το 2010 θα κυκλοφορήσει το “Promise and Terror” με το δεύτερο μέρος του άλμπουμ να αντικατοπτρίζει έντονα τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, τα συναισθήματα του εκείνη τη περίοδο. Κόσμος και κριτικές θεωρούν εξαιρετικό το νέο πόνημα του Blaze κάτι το οποίο αντικατοπτρίζεται και στις πωλήσεις του άλμπουμ, το οποίο θα αποτελούσε την περίοδο εκείνη, το πιο επιτυχημένο εμπορικά, από τότε που έφυγε από τους Iron Maiden.
Δυστυχώς αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να κρατήσει το line up μαζί, με τον Blaze να ανακοινώνει ότι θα συνεχίσει ως solo καλλιτέχνης, συνεργαζόμενος με διάφορους μουσικούς ανά τον κόσμο. Στα αξιοσημείωτα αυτής της περιόδου είναι φυσικά η συνεργασία και κοινή περιοδεία με τον Paul Di’ Anno, η κυκλοφορία του “The King of Metal” αλλά και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Thomas Zwilsen.
Σαν άλλος Οδυσσέας ο Blaze φαίνεται να βρίσκει την δική του Ιθάκη στα μέλη των Absolva. Έχοντας συνεργαστεί και παλαιότερα με τον Chris Appleton και με τους Karl Schramm στο μπάσο και τον Martin McNee στα τύμπανα, ξεκινούν ευρωπαϊκή περιοδεία. Η χημεία είναι εμφανής και ο Blaze αποφασίζει να ολοκληρώσει αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει με το “Tenth Dimension” παλαιότερα. Να ηχογραφήσει μια concept τριλογία, με θεματολογία επιστημονικής φαντασίας, που πάντα τον σαγήνευε.
Η αρχή γίνεται το 2016 με το “Infinite Entanglement” που μας εισάγει στην ιστορία του William Black, ενός ανθρώπου που αμφισβητεί την ίδια του την ύπαρξη και παίρνει μέρος σε μια διαστημική αποστολή. Το ταξίδι (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συνεχίζεται στο “Endure and Survive” που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα και εξιστορεί τις περιπέτειες του ήρωα στην αναζήτηση του «νέου κόσμου» με το φινάλε της επικής τριλογίας να κλείνει το “The Redemption of William Black” το 2018.
Το κερασάκι στην τούρτα αυτής της μοναδικής τριετίας κλείνει με το “December Wind”, ένα ακουστικό άλμπουμ με τον Thomas Zwilsen σε εκτελέσεις παλιότερων κομματιών αλλά και νέων συνθέσεων.
Τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον για τον Blaze Bayley και την μπάντα του δεν μπορώ να ξέρω. Αναπολώντας την ιστορία του, μου έρχονται πολλά επίθετα στο μυαλό. Αδικημένος, τίμιος, εργατικός, παθιασμένος, ειλικρινής και πόσα άλλα. Αν έπρεπε με μια φράση να περιγράψω τον Blaze Bayley, τον πιο “refuse to give up” καλλιτέχνη που πέρασε από την metal μουσική σκηνή τις τελευταίες δεκαετίες ίσως θα έλεγα μόνο αυτό.
The man that would not die.
Κείμενο: Στράτος Βραχιόλιας