Μετά το πρώτο άκουσμα, το μόνο που θυμάμαι να λέω είναι… «Α ρε Torben Wendt». Αυτή η τόσο χαρακτηριστική φωνή του και η καθαρότητα της προφοράς του είναι ο λόγος που οι Diorama είναι μια μπάντα που ό,τι και να γίνει, θα είναι πάντα στην καρδιά μου. Αυτό και η στιχουργική ταύτισή μου με τον Wendt. Η αλήθεια είναι ότι άργησα πολύ να ασχοληθώ με τους Diorama, γιατί η γνώμη μου ότι δε μου αρέσει η ηλεκτρονική μουσική, με κράταγε για χρόνια μακριά από μπάντες, που πλέον είναι στο top 10 των επιλογών μου. Τρία χρόνια μετά το «Cubed» και ένα χρόνο περίπου μετά το καταλυτικό live τους στο Fuzz, μαζί με τους Diary of Dreams, ήρθε το «Even the Devil Doesn’t Care». Δεν ξέρω για τον διάολο, εγώ πάντως νοιάζομαι και παρανοιάζομαι. Ένα μικρό διαμάντι της σκοτεινής electro pop σκηνήςφτάνει στα αφτιά μου μετά από πολύ κόπο και μεγάλη ευρωπαϊκή διαδρομή. Το άλμπουμ αυτό από τη πρώτη φορά που το άκουσα, βγάζει μια μελαγχολία και έναν πιο mid-tempo ρυθμό, αφήνοντας πίσω τα δυναμικά, χορευτικά κομμάτια των Diorama που όλοι είχαμε συνηθίσει. Το παλιό πρόσωπο της μπάντας, το βρίσκουμε μόνο στο τρίτο κομμάτι («The Scale»). Βέβαια το παλιό πρόσωπο της μπάντας, σημαίνει το πρόσωπο του Torben Wendt, μιας που το «Even the Devil Doesn’t Care» είναι η πρώτη συλλογική δουλειά της μπάντας. Εντύπωση μου έκανε το κομμάτι «My favourite song», το οποίο, σίγουρα δεν αποτελεί το δικό μου αγαπημένο κομμάτι, αλλά αποκλείεται να ξεχάσω το ρυθμό του, μιας που έχει πολύ χαρακτηριστικό και βαρύ ήχο, σχεδόν ενοχλητικό για τα δικά μου πιο ρομαντικά ακούσματα, όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Ωστόσο, στιχουργικά έχει ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικού χαρακτήρα, που με «ανάγκασε» να το ακούσω ξανά και ξανά για να δώσω την πλήρη βαρύτητα που οφείλει κάποιος σε τέτοιου είδους στίχους. Το ίδιο συνέβη και με το «When We Meet Again In Hell». Περίμενα υπομονετικά να φτάσω στο νούμερο 8 για να ακούσω το τραγούδι αυτό, μόνο και μόνο λόγω τίτλου. Όταν επιτέλους τα κατάφερα, ο ρυθμός του τραγουδιού μου έβγαλε κάτι θεατρικό με ένα mainstream (με την καλή έννοια) ήχο στο ρεφρέν. Στίχοι καυστικοί, που σχεδόν φτύνουν στο πρόσωπο της πραγματικότητας που έχει επιτρέψει η ίδια η ανθρωπότητα να μας πνίγει. Αυτοί οι στίχοι, σε συνδυασμό με ήχο που θα αναγκάσει τον οποιοδήποτε να κουνήσει ρυθμικά το πόδι του, χωρίς τραγικές υπερβολές και δυσκολόπεπτες μελωδίες, θεωρώ ότι καθιστούν ένα τραγούδι πετυχημένο. Ένα track πιο πάνω, έχουμε το «Weiß und Anthrazit». Αυτό που κατάλαβα είναι ότι έχω συνδυάσει τόσο πολύ αυτό το είδος μουσικής με τη γερμανική κουλτούρα και γλώσσα, που το νούμερο 7 ήταν το πιο οικείο του δίσκου. Παρότι τα Γερμανικά δεν είναι το δυνατό μου χαρτί, αυτό το κομμάτι ήταν σαν να το ξέρω. Όχι ότι θύμισε κάποια φτηνή αντιγραφή κάποιου παλαιότερου κομματιού, απλά ο μινιμαλιστικός ρυθμός του, σε συνδυασμό με τα κλασικά φωνητικά των Diorama και τη γερμανική γλώσσα με έκαναν να γυρίσω χρόνια πίσω, στην πρώτη μου επαφή με αυτά τα είδη μουσικής. Οι στίχοι είχαν έναν μελαγχολικό δυναμισμό και πραγματικά ήρθαν για να συμπληρώσουν αυτό που έλειπε από το δίσκο αυτό. «Over». Ιδανικό κομμάτι για να κλείσει το «Even the Devil Doesn’t Care». Σε αυτό το σημείο, διάλεξαν για να κλείσουν το δίσκο, ένα τραγούδι που καλύπτει όλη τη προσωπικότητα της φετινής δουλειάς τους. Τη μελαγχολία, τις κιθάρες, το mid-tempo και όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων tracks. Σε γενικές γραμμές, το συγκεκριμένο album είναι αρκετά δεμένο, χωρίς πολλές παρεκκλίσεις, που ήρθε για να μας αποδείξει ότι η Diorama είναι και στουντιακά η δυνατή και ενωμένη μπάντα που είδαμε στις live εμφανίσεις τους. Τέλος, ενώ μουσικά προσέφεραν ένα μελαγχολικό ρομαντισμό στο δίσκο αυτό, το εξώφυλλο αποτελεί έργο μίας Γερμανίδας ζωγράφου, της Katharina Schellenberger και για μένα κατατάσσει το δίσκο αυτό, στο τέλος της λίστας των albums των Diorama με σειρά προτίμησης εξώφυλλου, αμέσως μετά το «Her Liquid Arms» και το μέχρι τώρα τελευταίο στη λίστα μου «The Art Of Creating Confusing Spirits». Μέχρι την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε… I’ll give up and let it roll…
7.5/10
Χριστίνα – Χαρά Μαρίνου