Νομίζω ότι αν κάνεις κάποιο quiz ανάμεσα σε οπαδούς της μουσικής μας να μαντέψουν τι παίζει μια μπάντα, όπου θα τους δίνεις μόνο τα στοιχεία ότι είναι από την Ιταλία και έχουν γυναίκα στα φωνητικά, η απάντηση κατά ένα μεγάλο ποσοστό θα είναι: symphonic power metal. Δεν ξέρω πόσο πιο προβλέψιμοι μπορούν να γίνουν σε αυτό το στυλ και οι Eternal Idol κάνουν αυτό ακριβώς το πράγμα.
Θες από τη φωτογραφία που είναι πάντα η ίδια; Δηλαδή οι άντρες να φαίνονται ναι μεν μεταλλάδες αλλά από την άλλη να έχουν μια πόζα και καλλωπισμό που να παραπέμπει σε μοιραίο τζόβενο; Θες από τη μουσική που από πρωτοτυπία πάει υπό του μηδενός; Θες από το δίπολο στα φωνητικά τα οποία μοιράζονται μεταξύ άντρα και γυναίκας;
Το κακό βέβαια στην όλη υπόθεση είναι ότι αυτό αποτελεί άλλο ένα project της Frontiers. Ένα από τα πολλά τα οποία φτιάχνουν, βάζοντας ένα-δυο πασίγνωστα ονόματα της σκηνής μαζί με άλλους μαϊντανούς της εταιρείας ή διάφορους ταλαίπωρους για να παίξουν το απόλυτο τίποτα. Αυτό εδώ είναι το δεύτερο full-length της μπάντας, τρία χρόνια μετά το “The Unrevealed Secret” και με δύο νέα μέλη σε drums/φωνητικά αφού αποχώρησαν οι Camillo Colleluori με την κόρη του Giorgia και ίδρυσαν IT’sALIE που δε μας είπαν και πολλά με το “Lilith”.
Εδώ επέλεξε να χαλάσει την εικόνα του ο Fabio Lione των Angra και Turilli/Lione Rhapsody. Ο οποίος είναι και ο μόνος που διασώζεται από αυτή τη μετριότητα, για να μην πω κάτι χειρότερο. Άντε και η Claudia Duronio, παρ’ όλο που με εκνεύρισε αρκετές φορές. Το καλό με αυτό το album είναι ότι δεν είναι το τυπικό symphonic power metal άκουσμα. Το κακό όμως είναι ότι είναι βαρετό και ανέμπνευστο. Όλα τα τραγούδια είναι σε mid-tempo ρυθμούς, με μία πολύ απλοϊκή (σχεδόν hard rock) νοοτροπία στις δομές.
Riffs ανύπαρκτα, drums μονότονα στον ίδιο τόνο, πλήκτρα πού και φορά να πετάγονται στο υπόβαθρο για το symphonic κομμάτι, εναλλαγές μεταξύ αντρικών και αιθέριων/οπερετικών γυναικείων φωνητικών και κάτι κιθαριστικά solos που παρεμβαίνουν συχνά-πυκνά για να δείξει ο Nick Savio ότι δεν υπάρχει απλά σαν κομπάρσος. Ε, μεταξύ μας, δεν καταφέρνει και πολλά.
Γενικά, είναι ένα αργό, βαρετό, κοινότυπο και κουραστικό album το οποίο θα σας κάνει να χάσετε πενήντα και κάτι λεπτά από τη ζωή σας, όπως κι εγώ. Να μη σχολιάσω το γεγονός ότι το όνομα της μπάντας είναι κάτι σαν φόρος τιμής στην Tony Martin περίοδο των Black Sabbath. Frontiers, κούρασες. Πολύ όμως.
3/10
Γιώργος Τερζάκης
[email protected]