Death, το συγκρότημα που βάφτισε το death metal ήχο και επηρέασε όσο λίγα την extreme metal σκηνή. Το συγκρότημα που, αντικειμενικά, κυκλοφόρησε 7 δίσκους αριστουργήματα, οι οποίοι λατρεύονται όλοι από το fan base. Το συγκρότημα το οποίο, αν βάλεις κάποιους από τους οπαδούς του στο ίδιο τραπέζι να συζήσουν για το ποιος δίσκος είναι ο αγαπημένος τους, μπορεί να πέσουν και οι 7 δίσκοι στο τραπέζι και να έχουν όλοι τους επιχειρήματα με βάση, ενώ αν η κουβέντα πάει όσο πιο αντικειμενικά γίνεται στο ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος, μπορεί είτε να μιλάνε μέχρι το πρωί, είτε να τσακώνονται μέχρι το πρωί και να μην έχουν καταλήξει. Η κληρονομιά αυτού του συγκροτήματος είναι τεράστια και δεν μπορεί να εκφραστεί εύκολα με λέξεις. Και ένα από τα μεγαλύτερα ‘what if’ της μουσικής μας είναι τι θα γινόταν αν η κωλοαρρώστια δεν έπαιρνε μακριά μας τον Chuck, ακριβώς πριν 20 χρόνια… Σε αυτό το κείμενο δε θα κάνουμε προσπάθεια ανάλυσης της μουσικής κληρονομιάς των Death, αυτό είναι κάτι που έχει γίνει άπειρες φορές, και που, κατά τη γνώμη μου, είναι πλέον αχρείαστο. Αυτό που θα επιχειρήσουμε σε αυτό το αφιέρωμα είναι αφενός να εμβαθύνουμε σε λίγο πιο άγνωστες πτυχές της καριέρας του και αφετέρου να δούμε πού βρίσκονται σήμερα οι μουσικοί που συνόδευσαν τον Chuck στο όραμά του, με bonus μια ματιά στο πριν και μετά τους Death.
The Mantas Era (1983-1984)
Όταν ο Charles Michael Schuldiner (σ.σ.: ναι, αυτό ήταν το πλήρες όνομά του) σχημάτισε τους Mantas το 1983 ήταν μόλις 16 ετών, όσο και ο κιθαρίστας Rick Rozz (σ.σ.: πλήρες όνομα Frederick DeLillo), ενώ ο drummer Kam Lee (σ.σ.: πλήρες όνομα Barney Kamalani Lee), ο οποίος είχε αναλάβει και την πλειοψηφία των φωνητικών τότε, 17.
Ο Chuck και ο Rick εκείνη την περίοδο ήταν οπαδοί του ρεύματος που ετοιμαζόταν να λάβει τα ηνία εκείνη την εποχή, με συγκροτήματα που ήχαν πιο προκλητικό image και μουσική σε σχέση με αυτά που επικρατούσαν, όπως οι Venom, Hellhammer, Mercyful Fate, Bathory, Sodom, Kreator κλπ.. Χωρίς να το καταλάβουν είχαν αφουγκραστεί το ρεύμα της εποχής που θα δημιουργούσε τις βάσεις για κοσμογονικές αλλαγές στο metal. Εικάζεται μάλιστα ότι οι Mantas πήραν το όνομά τους από τον κιθαρίστα των Venom. Για την ιστορία, ο Kam είχε πιο punk ακούσματα. Όπως όλα τα συγκροτήματα και ειδικότερα εκείνη την εποχή, οι Mantas ξεκίνησαν ως συγκρότημα διασκευών, γρήγορα όμως άρχισαν να συνθέτουν υλικό και ηχογράφησαν μόνοι τους τις πρόβες και τις κυκλοφορούσαν σε κασέτες, πριν φτάσουν στο θρυλικό demo “Death By Metal”, το οποίο όμως ήταν και αυτό πρόβα στο γκαράζ, με τη διαφορά πως εδώ είχαν προβάρει καιρό τώρα τα κομμάτια (χάρη στις υπόλοιπες κασέτες), έκαναν πολλαπλές ηχογραφήσεις και κράτησαν τις καλύτερες, και χρησιμοποίησαν ένα πιο προηγμένο κασετόφωνο για την ηχογράφηση. Όλο το υλικό της εποχής έχει επανακυκλοφορήσει άπειρες φορές, είτε επίσημα είτε πειρατικά. Όλα όμως έγιναν πολύ γρήγορα και μέσα σε ένα γκαράζ με ένα κασσετοφωνάκι της εποχής. Τι περιμένατε από 17άρηδες που δεν είχαν καν τελειώσει ακόμα το σχολείο; Fun fact: στο “Emotional” demo/rehearsal, μπορείτε να δείτε το συγκρότημα να ποζάρει στο “εξώφυλλο”, ως τετράδα όμως!
Τι είχε συμβεί; Ο Chuck είχε φέρει ένα μπασίστα για μόλις δύο πρόβες, από τις οποίες η μία ηχογραφήθηκε για το demo, με αποτέλεσμα ο τύπος να ποζάρει και για το εξώφυλλο (σ.σ.: είναι ο τύπος με τα γυαλιά ηλίου). Το όνομά του είναι David Tett και, μουσικά, δεν εμφανίστηκε πουθενά αλλού από τότε. Όπως ήταν φυσιολογικό, η ανταπόκριση δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή όταν το συγκρότημα έπαιζε μπροστά σε κόσμο. Μην φανταστείτε live σε μαγαζιά, να σας θυμίσω ότι 2 από τα 3 μέλη δεν είχαν κλείσει ακόμα καν τα 18.
Creating Death (1984-1986)
Η διάλυση των Mantas κράτησε μόλις δύο εβδομάδες. Ως Mantas πρόλαβαν να παίξουν ένα live show την 1η Σεπτεμβρίου 1984 στο Orlando, το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα του Rick Rozz, πραγματοποιήθηκε μπροστά σε 60 άτομα τα οποία είχαν κάτσει πίσω πίσω γιατί δε μπορούσαν να καταλάβουν τον ήχο τους (σ.σ.: 1984 γαρ). Η επιστροφή τους επέφερε και την αλλαγή του ονόματος σε Death. Ο θρύλος λέει πως ο Chuck ήθελε να ξεκινήσει από το μηδέν και έψαχνε για νέα μέλη, βλέποντας όμως ότι δε μπορεί να το κάνει αυτό, κατέληξε στο να φέρει πίσω τους Rick και Kam. Ίσως αυτό να εξηγεί και την απόλυσή τους ένα χρόνο αργότερα, παράλληλα με τη μετακόμιση του Chuck, κάτι που τους οδήγησε στη δημιουργία των Massacre, για τους οποίους και είναι γνωστοί ακόμα στα μέρη μας, αν και έχουν παίξει και σε άλλα σχήματα, όχι τόσο γνωστά εδώ πέρα. Πρόλαβαν πριν φύγουν πάντως να ηχογραφήσουν το demo “Infernal Death”.
Τη θέση τους πήραν ο Eric Brecht στα τύμπανα (σ.σ.: ο οποίος πέρασε και από D.R.I. και Hirax αλλά εξαφανίστηκε γρήγορα από τη σκηνή), ο Matthew Olivo στις κιθάρες (σ.σ.: ο οποίος σήμερα παίζει στους Expulsion και Lowlife), ενώ στο μπάσο αρχικά είχαμε τη σύντομη παρουσία του Erik Meade, ο οποίος δε ξανασχολήθηκε με τη μουσική έκτοτε, και εν συνεχεία του Scott Carlson, ο οποίος είναι γνωστός από τα περάσματά του από Cathedral, Church Of Misery και Repulsion, ενώ σήμερα παίζει στους Septic Tank μαζί με τον Lee Dorian. Αυτό το line-up δε μακροημέρευσε όμως, και στο τέλος της χρονιάς είχαν φύγει άπαντες. Πριν διαλυθεί αυτό το line-up πάντως, ηχογράφησαν το demo “Back From The Dead” με τους Eric Meade και Eric Brecht.
Scream Bloody Gore (1987)
Enter Chris Reifert. Ο ιδρυτής των Autopsy, με τους οποίους συνεχίζει ακόμα και σήμερα, ήταν μόλις 18 ετών όταν προσχώρησε στους Death. O Chuck όταν έμεινε μόνος του μετακόμισε από τη Florida στην Bay Area, για να βρει νέα μέλη για το σχήμα, όπου και γνωρίστηκε με τον άνθρωπο που ανέλαβε τα τύμπανα στο ντεμπούτο των Death. Προσπαθώντας παράλληλα να βρουν νέα μέλη για τους Death χωρίς όμως επιτυχία (σ.σ.: μη ξεχνάμε ότι τότε το death metal ήταν ακόμα σε πειραματικό στάδιο και ο κόσμος δεν μπορούσε ακόμα να το νιώσει για τα καλά) ηχογράφησαν παρέα το demo “Mutilation”, το οποίο τους εξασφάλισε τη δισκογραφική συμφωνία με τη Combat Records με την οποία κυκλοφόρησαν τα “Scream Bloody Gore”, “Leprosy” και “Spiritual Healing”. Χαρακτηριστικό της εποχής όμως είναι το γεγονός ότι η Combat Records δεν τους ήθελε ποτέ και τους υπέγραψε μόνο και μόνο επειδή επέμενε μανιωδώς ο Don Kaye (σ.σ.: τοπικός ραδιοφωνικός παραγωγός) στον Steve Sinclair (σ.σ.: διευθυντής της Combat) να τους υπογράψουν, σε σημείο που η εταιρία στην πρώτη έκδοση του άλμπουμ έγραψε “αυτός ο δίσκος είναι μια τρέλα του Don Kaye“. Ο Chuck ηχογράφησε όλες τις κιθάρες και το μπάσο, όπως έκανε τελικά και στο αλησμόνητο ντεμπούτο. Λίγο πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Chuck έφερε για πολύ λίγο καιρό τον κιθαρίστα John Hand, η συνεργασία αυτή όμως δεν καρποφόρησε καθόλου και ο κιθαρίστας αποτέλεσε γρήγορα παρελθόν. Αρχικά του είχε δοθεί credit ότι έπαιζε στο άλμπουμ, χωρίς όμως να ισχύει κάτι τέτοιο.
Είναι ένα ακόμα μέλος που παράτησε τη σκηνή από τότε, αν και πρόσφατα τον είδαμε να φτιάχνει τους Death Resurrected, με τους οποίους πολύ πιθανό να θέλει να καπηλευτεί δόξα και χρήμα, επιφυλασσόμαστε όμως μέχρι να δούμε κάτι επίσημο. Ο λόγος της αποχώρησης του Chris Reifert από το σχήμα μετά την κυκλοφορία του δίσκου δεν ήταν λόγω μουσικών διαφορών ή της τελειομανίας του Chuck , κάτι που συνέβη πολλάκις αργότερα, αλλά ο λόγος ήταν πολύ πιο πεζός: ο Chuck αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του στη Florida και ο Chris αρχικά τον ακολούθησε, δεν την πάλεψε καθόλου όμως, γύρισε πίσω σπίτι του στην California και μετά από λίγο δημιούργησε τους Autopsy.
Leprosy (1988)
Ο Chuck πάντως δεν έχασε καθόλου καιρό προκειμένου να παραμείνει ενεργός. Επιστράτευσε τον παλιό του οδοιπόρο από τους Mantas, τον Rick Rozz, ο οποίος για να βοηθήσει έφερε μαζί του δύο μέλη των Massacre, τους Bill Andrews (σ.σ.: τύμπανα) και Terry Butler (σ.σ.: μπάσο), ο οποίος όμως τελικά δεν έπαιξε στο άλμπουμ, κι ας του δόθηκε αρχικά credit γι αυτό.
Ο Bill Andrews πέρα από τους Death και Massacre δεν ασχολήθηκε με κάτι άλλο μουσικά, αντίθετα ο Terry Butler σήμερα είναι στους Obituary, τους Denial Fiend και τους Inhuman Condition, ενώ κάθισε και 15 χρόνια στους Six Feet Under. Ο λόγος που ο Rick επέστρεψε στους Death είναι ότι αφενός εκείνη την περίοδο είχε ακόμα καλές σχέσεις με τον Chuck, παρά την πρώτη αποχώρησή του, αλλά και επειδή σκόπευε να αποχωρήσει εκείνη την περίοδο από τους Massacre, όπως κι έκανε, αν και επέστρεψε δυο χρόνια μετά μόλις έφυγε από τους Death. Ο λόγος που ο Terry δεν έπαιξε το μπάσο στο άλμπουμ είναι επειδή κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων στο studio έπαθε writer’s block και δε μπορούσε καν να παίξει, με το συγκρότημα να έχει μόλις τέσσερις ώρες στη διάθεσή του για την ηχογράφηση. Το αποτέλεσμα ήταν το μπάσο να παίξει για ακόμα μια φορά ο Chuck. Εδώ, πέρα από τη μουσική μετάλλαξη, έχουμε και τη στιχουργική ‘ωρίμανση’ σε σχέση με το ντεμπούτο, καθώς υπάρχουν τραγούδια που ασχολούνται με τις ασθένειες (σ.σ.: “Leprosy”, “Born Dead”, “Choke On It”), με τον πόλεμο στο “Left To Die” και με την ευθανασία στο “Pull The Plug”. Κάτι που πλέον θα χαρακτήριζε τον Chuck σε κάθε δίσκο από εδώ και πέρα, μέχρι το τέλος της ζωής του. Η πιο προσωπική στιχουργική στιγμή του δίσκου πάντως είναι σίγουρα το “Open Casket”, το οποίο αναφέρεται στον αδερφό του Chuck ο οποίος πέθανε λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου, και ήταν κάτι που σίγουρα σημάδεψε τον ίδιο, αν και δε μιλούσε γι αυτό. Κατά τη διάρκεια του πρώτου ευρωπαϊκού tour του συγκροτήματος, και μετά από μόλις οχτώ εμφανίσεις, το συγκρότημα ακύρωσε ξαφνικά την υπόλοιπη περιοδεία και επέστρεψε πίσω, καθώς ο Chuck δεν αισθανόταν άνετα και ήθελα να επιστρέψει σπίτι. Τα προβλήματα με τις περιοδείες θα γίνονταν πιο συχνά από εδώ και πέρα, με πολλούς και διαφορετικούς λόγους να ευθύνονται. Μετά από μια αμερικάνικη περιοδεία και λίγο πριν την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ, ο Rick Rozz αποχώρησε οριστικά αυτήν τη φορά λόγω μουσικών διαφορών και τη θέση του πήρε ο γνωστός James Murphy, ο οποίος έχει παίξει σε Obituary, Testament και Konkhra, έχει κάνει άπειρα guest, ενώ σήμερα ασχολείται κυρίως ως παραγωγός και έχει βάλει την κιθάρα του σε δεύτερη μοίρα, ενώ πέρασε και ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Spiritual Healing (1990)
Ο James Murphy ήταν η μοναδική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος μέχρι τη δημιουργία του τρίτου τους άλμπουμ. Κι αυτός όμως τελικά δεν έκατσε πολύ και αποχώρησε λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ωστόσο το μελωδικό του στυλ στις κιθάρες θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τον Chuck για τις επόμενες δουλειές των Death. Πριν όμως αναλάβει αυτός την κιθάρα, ο Chuck δοκίμασε πρώτα έναν τύπο με το όνομα Mark Carter, χωρίς επιτυχία όμως, αλλά το αξιοσημείωτο είναι ότι σε μια περιοδεία στο Μεξικό, λίγο πριν έρθει ο James στο συγκρότημα, ο Chuck πήρε μαζί του για δοκιμή στο tour κάποιον… Paul Masvidal!! Μπορεί η παρουσία του εκεί να ήταν καθαρά δοκιμαστική, αλλά φαίνεται πως ο Chuck κάτι είδε επιτόπου για να αποφασίσει να τον φέρει στο σχήμα του μετά την αποχώρηση του James. Σε στιχουργικό επίπεδο, το συγκρότημα εγκατέλειψε τελείως τις gore και horror θεματικές. Χαρακτηριστικό πάντως είναι ότι όλα τα μέλη μαζί με το μάνατζερ του συγκροτήματος έμειναν για έξι εβδομάδες στο ίδιο δωμάτιο ενός motel κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του δίσκου.
Το δράμα ξεκίνησε μετά τον προγραμματισμό της ευρωπαϊκής περιοδείας, την οποία ο Chuck ακύρωσε χωρίς καν να τη ξεκινήσει αυτή τη φορά, με τη δικαιολογία ότι ήταν πολύ άσχημα προγραμματισμένη. Ο Butler και ο Andrews όμως αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν κανονικά την περιοδεία χωρίς τον Chuck και με τη βοήθεια του τραγουδιστή Louis Carrisalez (σ.σ.: δεν υπάρχει κάποια έγκυρη πληροφορία γι αυτόν), με αποτέλεσμα να απολυθούν και οι δύο πάραυτα. Μετά από αυτήν την ιστορία, ο Chuck αποφάσισε να μην προσλαμβάνει πλέον κανονικά μέλη, αλλά session παίκτες, γι αυτό και ενώ είχε ήδη διακρίνει το ταλέντο του Masvidal, τότε δε σκεφτόταν να τον πάρει μόνιμα γιατί ο Paul είχε ήδη το δικό του σχήμα, τους Cynic, και θα βοηθούσε ως session, κάτι που τότε ο Chuck δεν ήθελε, αλλά μετά την ιστορία με την ευρωπαϊκή περιοδεία άλλαξε γνώμη.
Human (1991)
Κάπως έτσι λοιπόν μπαίνει στο σχήμα ο Paul Masvidal για τις ηχογραφήσεις του “Human” και φέρνει μαζί του τον συνοδοιπόρο του στους Cynic, Sean Reinert, ο οποίος δυστυχώς έφυγε από τη ζωή πέρσι. Ως γνωστόν, κάπου εδώ είναι που ο Chuck αρχίζει και εκτιμάει το progressive rock, σε συνδυασμό και με τα jazz/fusion ακούσματα του Paul, κάτι που γίνεται εμφανές από αυτό το δίσκο και πέρα. Ο Paul ισχυρίζεται πως ο Chuck τον ήθελε στους Death πολύ νωρίτερα, από την εποχή του “Leprosy”, ο ίδιος όμως ήταν επικεντρωμένος στους Cynic και έβλεπε τους Death ως σχήμα του Chuck, γι αυτό κιόλας αποχώρησε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του “Human”. Επειδή όμως έλειπε ένας μπασίστας από την εξίσωση, μπαίνει στην παρτίδα ο Steve DiGiorgio, πασίγνωστος session-ας, με θητεία σε πολλά μεγάλα συγκροτήματα πέρα από τους Death, όπως Testament, Iced Earth, Sadus, Charred Walls Of The Damned και πάρα πολλά ακόμα. Ο Steve είναι ακόμα ένα άτομο με τον οποίο γνωριζόταν ο Chuck πριν ακόμα φτιάξει τους Death. Και μπορεί πολύς κόσμος να μιλάει για την τελειομανία του Chuck που συχνά οδηγούσε σε συγκρούσεις με τους υπόλοιπους, η πλειοψηφία των ανθρώπων που δούλεψαν μαζί του όμως τον θεωρούσαν πάντα φίλο τους.
Χαρακτηριστικό πάντως είναι πως η πρώτη θητεία του Steve σημαδεύτηκε από πολλές τριβές, καθώς ο ίδιος παραπονέθηκε στον Chuck επειδή το μπάσο του ήταν χαμηλά στη μίξη, με αποτέλεσμα να μείνει εκτός περιοδείας και συγκροτήματος για μερικούς μήνες (με τη θέση του να παίρνει εκείνη την περίοδο ο μπασίστας Scott Carino, ο οποίος έχει λάβει credit πως παίζει το μπάσο στο instrumental “Cosmic Sea”, και ο οποίος σήμερα βρίσκεται στους Nasty Savage), με τους δυό τους όμως να τα ξαναβρίσκουν γρήγορα, γι αυτό και βρίσκουμε τον Steve και στο επόμενο άλμπουμ αλλά και στους Control Denied. Να σημειώσουμε επίσης πως το συγκρότημα υπέγραψε συμφωνία για δυο κυκλοφορίες, αυτήν και το “Individual Thought Patterns” με την Relativity Records, η οποία είχε μια πολύ μικρή περίοδο ύπαρξης και ήδη από το 1999 είχε κατεβάσει ρολά.
Individual Thought Patterns (1993)
Έτσι λοιπόν, μετά το τέλος της περιοδείας για το “Human”, μπορεί ο Chuck να καλωσόρισε πίσω στο σχήμα τον Steve, αναγκάστηκε όμως να αποχαιρετίσει τους Paul και Sean οι οποίοι ετοιμάζονταν να κυκλοφορήσουν το “Focus” και να επικεντρωθούν στους Cynic (σ.σ.: αυτό ήταν το αρχικό τους σχέδιο τουλάχιστον). Στην κιθάρα ο Chuck αποφάσισε να το πάρει πάνω του και απλά αποφάσισε να καλέσει τον τεράστιο και εξαιρετικά υποτιμημένο Andy LaRocque (King Diamond) για τα solo, με τη θέση του δεύτερου κιθαρίστα να καλύπτεται στα live από τον Ralph Santolla (Deicide και Obituary μεταξύ άλλων), ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2018. Στα τύμπανα όμως θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως έκανε μεταγραφή αεροδρομίου, καθώς προσέλαβε τον ‘πολύ’ Gene Hoglan, ο οποίος είχε κάνει αίσθηση τα προηγούμενα χρόνια με τους Dark Angel, ενώ πέρασε και από Strapping Young Lad, Fear Factory και Dethklok, ενώ σήμερα είναι μέλος των Testament. Ο Gene έχει αναφέρει σε συνέντευξή του πως αλληλογραφούσε με τον Chuck από την περίοδο των Mantas, και ήταν πρόθυμος να παίξει με τους Death παρά τις διαφωνίες που προέκυψαν στην περιοδεία των Death με τους Dark Angel το 1989.
Μετά την περιοδεία για το δίσκο όμως, προέκυψαν νέα ζητήματα καθώς ο Steve απέκτησε το πρώτο του παιδί, και σε συνδυασμό με την κούραση από την περιοδεία, βοήθησε λίγο για τα demo του “Symbolic” αλλά ξεκαθάρισε ότι δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο για νέες live υποχρεώσεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το 1994 να προσληφθεί στη θέση του ο Kelly Conlon, ο οποίος παρέμεινε για τις ηχογραφήσεις του “Symbolic”. Fun fact: στη διασκευή του “The Exorcist” των Possessed που συμπεριλήφθη ως b-side στο δίσκο, κιθάρα παίζει ο Gene Hoglan.
Symbolic (1995)
Από εδώ και πέρα οι ιστορίες που συνοδεύουν τους Death είναι λίγο πολύ γνωστές. Ο Chuck ήδη ένιωθε πολύ περιορισμένος στο συγκρότημά του, μιας και ένιωθε πλέον το death metal κάτι συντηρητικό και περιοριστικό και δεν ήθελε πλέον να αποτελεί μέρος αυτού, με αποτέλεσμα να ψάχνει την παραμικρή αφορμή για να ξεφύγει και να φτιάξει κάτι διαφορετικό. Όσον αφορά το album πάντως, αυτή τη φορά προσέλαβε εκ νέου ‘μόνιμο’ δεύτερο κιθαρίστα, τον Bobby Koelble, ο οποίος είναι πιο γνωστός για guest συμμετοχές (σ.σ.: οι κυριότερες αφορούν τους Abysmal Dawn και Monotheist) παρά τα δικά του σχήματα, όπως οι Expedition Delta και Leviathan Project. Κι αυτό γιατί ο Bobby ασχολείται περισσότερο με το jazz, και μάλιστα έχει παίξει με θρύλους του ήχου, όπως οι Sam Rivers και Loui Donaldson. Σήμερα διδάσκει jazz κιθάρα στο Rollins College και στο University Of Central Florida. O Kelly Conlon που προαναφέρθηκε προηγούμενως ως ο μπασίστας του album, έχει κάνει μια αξιοπρεπή καριέρα έχοντας υπάρξει μέλος των Monstrosity, Sargon και Fires Of Babylon. Σήμερα είναι μέλος των Pessimist και Shatter Messiah. Και φυσικά στα τύμπανα είχαμε ξανά τον Gene Hoglan.
Ωστόσο, το 1996 σε μια περιοδεία, ο Chuck αρνήθηκε να παίξει σε κάποιο live, με τους υπόλοιπους όμως να βγαίνουν να παίξουν κανονικά με αποτέλεσμα ο Chuck να απολύσει τους πάντες, να διαλύσει τους Death και να δημιουργήσει τους Control Denied.
The Sound Of Perseverance (1998)
O Chuck όμως υπολόγιζε χωρίς τις δισκογραφικές εταιρίες, με τις οποίες είχε πάντα από μέτρια έως κακή σχέση. Η μόνη εταιρία που του πρόσφερε δισκογραφικό συμβόλαιο για τους Control Denied ήταν η Nuclear Blast, η οποία όμως του έθεσε ως όρο να κυκλοφορήσει πρώτα έναν ακόμα δίσκο με τους Death. O Chuck συμφώνησε απρόθυμα γιατί δεν είχε άλλη διαθέσιμη λύση, και παράλληλα προόριζε το “The Sound Of Perseverance” για τους Control Denied και όχι για τους Death. Οι πιο φανατικοί θα έχετε ακούσει τα demo που κυκλοφόρησαν με την επανακυκλοφορία του δίσκου το 2011, και που περιλαμβάνουν τις πρώτες ηχογραφήσεις που είχαν γίνει ως Control Denied, και που περιλαμβάνουν και καθαρά φωνητικά. Μιλάμε για το ομώνυμο demo του 1996 και το demo “A Moment Of Clarity” του 1997.
Τα περισσότερα τραγούδια του “The Sound Of Perseverance” είχαν γραφτεί για τους Control Denied και αυτά τα demo είναι πολύ ιντριγκαδόρικα και δημιουργούν ένα τεράστιο “what if” αν αυτά είχαν κυκλοφορήσει με τη μορφή με την οποία προορίζονταν. Χαρακτηριστικό είναι πως στα demo, πέρα από τον Chuck, δοκιμάστηκαν στα φωνητικά και οι Tim Aymar (σ.σ.: o οποίος ωστόσο κράτησε τη θέση του στους Control Denied), Shannon Hamm (σ.σ.: κιθάρα) και κάποιος Paul Payne, για τον οποίο δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου διαθέσιμα στοιχεία, πέρα από τη συμμετοχή του σε κάποιους Talonzfury. Όπως και να ‘χει, στο δίσκο χρησιμοποιήθηκε το line-up που είχε στρατολογηθεί για τους Control Denied, αν και αρχικά δεν περιλαμβανόταν ο Richard Christy στα drums στο πρώτο demo, αλλά ο Chris Williams, ο οποίος δυστυχώς σκοτώθηκε σε τροχαίο το 2000 σε ηλικία μόλις 29 χρονών. Ο Richard Christy νομίζω δε χρειάζεται πολλές συστάσεις, μιας και πέρα από το δικό του σχήμα, τους Charred Walls Of The Damned, έχει παίξει στους Iced Earth, Leash Law και Burning Inside, ενώ παίζει drums στο show του Howard Stern από το 2004, κάτι που για την Αμερική είναι τεράστια υπόθεση. Από εκεί και πέρα, όπως προαναφέρθηκε, στην κιθάρα βρίσκουμε τον Shannon Hamm o οποίος ήταν ήδη γνωστός στον Chuck από τους Metalstorm, στους οποίους επιδείκνυε τις ικανότητές του, ενώ συμμετείχε και στους προαναφερθέντες Talonzfury. Αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός πως μετά τους Control Denied έχει εξαφανιστεί από το metal προσκήνιο, πέρα από τη συμμετοχή του στους Beyond Unknown. Τέλος, στο μπάσο έχουμε τον Scott Clenendine, ο οποίος δυστυχώς έφυγε κι αυτός πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία 47 ετών το 2015, και μάλιστα υπάρχουν πληροφορίες πως μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν άστεγος και άπορος. Και μιλάμε για έναν τόσο χαρισματικό μπασίστα… Το 1999 όμως, κι ενώ ο Chuck μπόρεσε επιτέλους να βάλει μπροστά τους Control Denied, ο Scott αντικαταστάθηκε από τον Steve Di Giorgio.
Control Denied – The Fragile Art Of Existence (1999)
Η μοναδική γνωστή-άγνωστη ιστορία που υπάρχει πίσω από το δίσκο είναι πως ο Chuck ήθελε αρχικά στα φωνητικά τον Warrel Dane, ο οποίος όμως του δήλωσε πως ενώ ήθελε σαν τρελός να συμμετάσχει, λόγω των Nevermore, οι οποίοι βρίσκονταν σε πολύ καλό momentum εκείνη την περίοδο, δεν είχε χρόνο να το κάνει. Κάτι που δήλωνε παντού αργότερα πως το μετάνιωνε για μία ζωή. Αποτέλεσμα ήταν να κάτσει μπροστά στο μικρόφωνο ο Tim Aymar που είχε βοηθήσει στα πρώτα demo. O Tim, πριν και μετά τους Control Denied έχει συμμετάσχει σε πολλά σχήματα, κάποια από τα οποία όμως δεν έγιναν πιο γνωστά από το underground της περιοχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Pharaoh, Aymargeddon, Act Of God, Psycho Scream και Xthirt13n. Τα υπόλοιπα μέλη του δίσκου είναι αυτά που συμμετείχαν και στον τελευταίο δίσκο των Death (σ.σ.: με εξαίρεση τον Steve Di Giorgio όπως προαναφέραμε).
Εκείνη η περίοδος ήταν και η πιο δύσκολη για τον Chuck, καθώς ξεκίνησε η πάλη με την αρρώστια που έμελλε να τον πάρει από κοντά μας. Προσπάθησε ωστόσο να δημιουργήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν και το “When Man And Machine Collide”, όμως ο εξασθενημένος από τις χημειοθεραπείες οργανισμός του δεν τον άφησε να ολοκληρώσει αυτόν το δίσκο, και μάλιστα, ακόμα και σήμερα μετά από τόσα χρόνια, αποτελεί αστικό θρύλο λόγω των δικαστικών διαμαχών που κράτησαν τόσα πολλά χρόνια για τα αυθεντικά master tapes.
Όπως καταλάβατε, μπορεί η πορεία να ήταν σύντομη, η κληρονομιά όμως ήταν τόσο πλούσια που ακόμα και τα γεγονότα “πίσω από τη σκηνή” είναι ικανά να αποτελέσουν αφορμή για να γραφτούν αρκετά βιβλία. Όλες οι πληροφορίες αντλήθηκαν από συνεντεύξεις πρώην μελών και ανθρώπων που ήταν κοντά στον Chuck, ενώ αν θέλετε μια πιο πλήρη οπτικοακουστική προσέγγιση για όλη την καριέρα αυτού του χαρισματικού ανθρώπου που έφυγε ακριβώς πριν από 20 χρόνια, τσεκάρετε το documentary “Death By Metal”.
Death By Metal from Doc’n Roll Films on Vimeo.
Κείμενο: Σταύρος Πισσάνος