AlbumsΚριτικές

Judas Priest – Firepower (Columbia/Epic)

[Option A]
Οι μεγάλες αγάπες δεν πεθαίνουν, όσος χρόνος κι αν περάσει, όσο κι αν έχουμε αλλάξει. Και οι Judas Priest είναι από τις μεγαλύτερές μας αγάπες αφού αυτοί πρώτοι έκαναν την υπέρβαση στον ήχο τους βάζοντας μέταλλο στη μουσική και φωνητικά που ξυρίζουν τα άμαθα αυτιά.

Η χαρακτηριστική χροιά αυτή των Priest δεν έχει αλλάξει εδώ και 44 χρόνια, μετρώντας από το “RockaRolla” μέχρι σήμερα, οι οποίοι παρ’ όλες τις αντιξοότητες και το χρόνο που φθείρει αλύπητα είναι ακόμα μαζί μας και μας προσφέρουν κλασικό, αγνό heavy metal για όσο ακόμα μπορούν.

Οι πατέρες του metal λοιπόν, πλην του KK Downing που αποχώρησε τo 2011 δημιούργησαν για μας ένα άλμπουμ ονόματι Firepower που αποτελείται από 14 κομμάτια, το κάθε ένα ξεχωριστό, με πολύ προσεγμένη σύνθεση, δυνατό στίχο αλλά και πολύ καλή παραγωγή. Η μπάντα μπήκε στο studio τον Απρίλιο του 2016 με σκοπό, κατά τα λεγόμενα του Halford, να κάνουν ένα δίσκο ξεχωριστό. Η αλήθεια είναι ότι έχει γίνει αξιόλογη προώθηση στη συγκεκριμένη δουλειά, από μεγάλη προγραμματισμένη περιοδεία, συνεχόμενα videos έως και web εφαρμογές οι οποίες σου επιτρέπουν να φτιάξεις το δικό σου λογότυπο με τη γραμματοσειρά των Judas Priest. Ας δούμε λοιπόν, αξίζει ο ντόρος;

Κατά κοινή ομολογία είναι ένα άλμπουμ αρκετά δουλεμένο από τον Tipton, ο οποίος δυστυχώς δε θα μπορέσει να ακολουθήσει στην περιοδεία λόγω υγείας. Παρ’ όλα αυτά το χέρι του είναι βαρύ και έχει εμφανώς διαμορφώσει τον ήχο σε πολλά κομμάτια, με γνώριμα riffs, έξυπνα περάσματα και απρόσμενα arpeggios.Ο Travis έχει κάνει καλή δουλειά με το να σπάει το ρυθμό εύκολα χωρίς να ακούγεται υπερβολικός. Έχει λεπτομέρειες στο παίξιμό του τις οποίες πρέπει να τον ακολουθεί κάποιος για να τις αντιληφθεί. Αντικειμενικά το παίξιμό του δε χάνει σε τίποτα από το “Painkiller”, είναι ίσως πιο ώριμο και λιγότερο φλύαρο. Ο Faulkner αποτελεί σταθερή αξία μετά από το “Redeemer Of Souls”, την οποία αξία και αποδεικνύει για άλλη μία φορά επάξια σε αυτή τη δουλειά, τόσο στη σύνθεση όσο και στην εκτέλεση. Τόσο τα γρήγορα κομμάτια όσο και οι μπαλάντες είναι άξια λόγου.

Και φτάνουμε στο Rob, ο οποίος δεν επιδίδεται πλέον σε πολλαπλές τσιρίδες ως μέσο εντυπωσιασμού. Ήθελε όντως να κάνει κάτι διαφορετικό και τα μετρημένα και πιο μελωδικά φωνητικά, όπως και τα χορωδιακά, ήταν προφανώς επιλογή του. Όταν φτάνεις στα 66 αναζητάς πλέον άλλες πηγές ικανοποίησης και οφείλουμε να το σεβαστούμε. Είναι τόσο προσεγμένα τα φωνητικά που αν κάποιος ακούσει τη μουσική ως έχει και όχι αποζητώντας μία γρήγορα δόση αδρεναλίνης, δε θα απογοητευτεί.

Από πλευράς παραγωγής η δουλειά είναι εξαιρετική: από οποιαδήποτε πηγή ο ήχος είναι κρύσταλλο ενώ ταυτόχρονα δε στερείται σε τίποτα του καθιερωμένου ήχου των Judas Priest το οποίο δε μας κάνει εντύπωση μιας που ο ένας εκ των παραγωγών ήταν ο Tom Allom (παραγωγός των Priest ‘79-‘88). Η μίξη είναι πολύ δουλεμένη και ο διαχωρισμός των συχνοτήτων παράδειγμα προς μίμηση.

Συγκρίνοντας αυτόν το δίσκο με άλλες πρόσφατες δουλειές παλιών συγκροτημάτων heavy metal, κανείς έχει την εντύπωση ότι παλεύουν όλοι να συντονιστούν με ένα μοντέρνο, πιο επιθετικό ήχο. Οι Judas Priest όμως που τον εφηύραν αυτόν τον ήχο δεν έχουν ανάγκη να ακολουθήσουν καμία μόδα – το μόνο που οφείλουν είναι να είναι αυθεντικοί. Ο ήχος όλων των συγκροτημάτων αλλάζει, εξελίσσεται με τα χρόνια και το ίδιο κι εμείς. Το “Firepower” είναι το αποκορύφωμα μίας εξέλιξης μισού αιώνα, της δικιάς τους και της δικιάς μας μαζί.

8.5/10
Κλερ Τσιμπουρλά
conguera@gmail.com

——————————————————————————————————–

[Option B]

Νέο album Judas Priest λοιπόν… Κοιτώντας πίσω και βλέποντας το Angel of Retribution, αντιλαμβάνομαι ότι έχουν ήδη περάσει 12 (!) χρόνια από τη κυκλοφορία του δίσκου αυτού, που σηματοδότησε την επιστροφή του τιτανοτέραστιου METAL GOD στους Priest…Κάπου εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είσαι πια έφηβος και ότι οι γερόλυκοι Priest διανύουν ήδη την 6η και 7η δεκαετία της ζωής τους!!!

Για να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Judas Priest = Halford. Μπορεί να φύγουν όλοι και να μείνει μόνο αυτός, αλλά είναι η φωνή της μπάντας όπως και να το κάνουμε. Και ο καταπληκτικός Tim RipperOwens, όσο καλύτερο λαρύγγι (πλέον) να έχει από τον Halford, ούτε τις συνθετικές δόξες του έπιασε, ούτε μπόρεσε κατά τη γνώμη μου πάντα να φτάσει τον Metal God σε ότι τραγούδησε. Δυστυχώς επειδή όταν είσαι τέσσερις και βάλε δεκαετίες στο χώρο, το brand name πουλάει, πολλές μπάντες συνεχίζουν με άλλους τραγουδιστές (π.χ. Accept), με τραγικά αποτελέσματα για όσους γνωρίζουν και ξέρουν να εκτιμούν και δεν ακολουθούν σαν στρατιωτάκια ότι βλακεία διαβάζουν σε διάφορα promo – Δελτία Τύπου που παριστάνουν τις κριτικές.

Στο θέμα όμως. Είναι καλός δίσκος, αντάξιος των Priest το “Firepower”; Δεν θα σας δυσκολέψω… Η απάντηση είναι ξερά: NAI!!! Στακάτα ρυθμικά riff, μελωδικές γραμμές από τον θείο Rob, ο Glen δίπλα στον Ritchie κάνουν παπάδες και ο Ian με τον Scott μας σφυροκοπάνε ανελέητα. Ένας απολαυστικός δίσκος από τα παλιά. Ότι καλύτερο μετά το Painkiller απ ‘ότι φαίνεται με κλασικά τραγούδια (δεν θα αναφέρω κάποιο γιατί όλα γαμάνε). Από όπου και να το πιάσεις, το album είναι ένα παλιακό αριστούργημα. Το εξώφυλλο, τα κέφια του θείου Rob, όλη η θετική ενέργεια που αναβλύζει, περνάει στον ακροατή 100%!

Οι Priest κάνουν αυτό που ξέρουν καλά, δηλαδή να γράφουν τραγουδάρες, κάτι που δυστυχώς δεν μπορούν να κάνουν αρκετοί που έχουν τα μισά και βάλε χρόνια τους.

Με διάρκεια περίπου μια ώρα ανελέητου κλασικού metal σφυροκοπήματος, η ερώτηση είναι μία: Are you Priest enough?”.

9.5/10
Πολυδεύκης Ανδριαννός
[email protected]

——————————————————————————————————–

[Option C]

Θα πω, πρώτα από όλα, ότι είναι τιμή μου που μου δίνεται η ευκαιρία να γράψω πέντε λόγια για ένα από τα συγκροτήματα τα οποία μου κράτησαν συντροφιά από την εφηβική ηλικία, όταν και άρχισα να ακούω αυτή τη μουσική και που στην ουσία ήταν από αυτά που μου έμαθαν τι είναι το heavy metal. Δεύτερον, θα συνεχίσω κάπως ανάποδα, αλλά και διαφορετικά. Το Angel Of Retribution του 2005, που σηματοδότησε και την επιστροφή του αγαπημένου μας “τρελού καραφλού” στη φωνή, είχε μέσα απλά ύμνους, χωρίς προσωπικά να σηκώνω κουβέντα για αυτό, ύμνους όπως τα Judas Rising, το νοσταλγικό και από τα αγαπημένα γενικά Worth Fighting For”, “Demonizer, όπου ο Halford βγάζει πολύ καλές ψιλές και βεβαίως βεβαίως τα Hellrider και Angel”! Στο μεθεπόμενο άλμπουμ του 2014 με τίτλο Redeemer Of Souls”, μπορεί οι Βρετανοί να το παρακάνανε με τα πολλά κομμάτια που είχε, με κάποια σίγουρα να θεωρούνται fillers, αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν είχε πολύ καλά κομμάτια, όπως το ομώνυμο, το Halls Of Valhalla, το Metalizer και φυσικά το Battlecry. Στο Nostradamus (2008) δεν αναφέρομαι, για ευνόητους και κατανοητούς πάνω κάτω λόγους.  Ο λόγος που κάνω αναφορά σε αυτά τα δύο είναι αρχικά επειδή αξίζει να κάνουμε μία μικρή αναδρομή, βλέποντας τι έχει γίνει πριν από το Firepower, αλλά και διότι δεν καταλαβαίνω, τουλάχιστον προς το παρόν και διαβάζοντας δεξιά και αριστερά, γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη αποθέωση και αρκετοί μπαίνουν στη διαδικασία σύγκρισης – κυρίως – με το Angel Of Retributionπου ανέφερα χαρακτηριστικά πιο πάνω. Για το Redeemer Of Soulsπου δεν είχε τόσο μεγάλη συνοχή, να το καταλάβω, αλλά σε κάθε περίπτωση θεωρώ υπερβολικές τις ατάκες του τύπου “ό,τι καλύτερο έβγαλαν οι Priest μετά το Jugulator””! Θα καταλήξω το σκεπτικό μου, ή θα προσπαθήσω τουλάχιστον, κάπου στο τέλος., χωρίς με όλα αυτά να εννοώ ότι το Firepowerδεν είναι καλό.

Το ομώνυμο κομμάτι, θα έλεγα ότι αποτέλεσε την καλύτερη και ιδανικότερη επιλογή για να ανοίξει το άλμπουμ. Οι στίχοι είναι εντελώς Judas Priest, το καταλαβαίνεις άμα τους ρίξεις μία ματιά! Firepower! Ωστόσο, αν και το μικρό solo μου άρεσε και γενικά σαν κομμάτι, δε με ενθουσίασε ιδιαίτερα. Σαν να του λείπει κάτι και σαν να χάνετε κάπως η φωνή του Halford (κάτι πάει να γίνει εκεί στο victory in sight αλλά σαν να το κρατάει…), σε σχέση τουλάχιστον με αυτό το κάτι παραπάνω που θα περίμενα εγώ να ακούσω. Το Lighting Strike νομίζω όλοι το ξέρουμε πλέον. Judas Priest, αυτοί που έχουμε πολλοί αγαπήσει. Αγνό, heavy, θυμίζοντας (στα riffs) λίγο κάτι από εχμμ… Between The Hammer And The Anvil; Αν και το refrain θα μπορούσε να είναι ελαφρώς καλύτερο, προσωπικά λάτρεψα τους κολλητικούς του στίχους. Σίγουρα αυτοί που θα παρευρεθούμε στη Μαλακάσα το καλοκαίρι, θα το απολαύσουμε και θα κοπανηθούμε αρκετά με αυτό. Από τα καλύτερα του δίσκου. Με το αλα-Accept στα riffs (όπως και το Evil Never Dies) Never The Heroes άργησα να τα πάω καλά, αλλά στην πορεία και μετά από ακροάσεις με κέρδισε και το θεωρώ πολύ καλό κομμάτι. Είναι εξαιρετικός ο τρόπος που ο Ηalford χρησιμοποιεί τη φωνή του στην αρχή και θα μου άρεσε να τον ακούγαμε κάποιες φορές έτσι (έρχεται λίγο μετά). Το ίδιο ισχύει και με τις πολύ ωραίες κιθάρες όπως π.χ. στο τέλος, υπάρχουν φοβερά riffs που κάνουν “μπαμ” και θα ήθελα να ακούγονται/φαίνονται περισσότερο. Η αμέσως επόμενη μεγάλη στιγμή – μετά το ιντερλούδιο Guardians που θύμισε Angel Of Retribution –  και ταυτόχρονα από τα καλύτερα του Firepowerέρχεται με το Rising From Ruins, που δε σε αφήνει ακριβώς με το στόμα ανοιχτό, άλλα σε κάθε περίπτωση έχει τον τρόπο του να σε καθηλώσει. Φοβερή δουλειά από όλες τις απόψεις. Να πούμε για τις κιθάρες και τα solo; Nα πούμε για το ανυψωτικό refrain; Και μόνο την αντίδρασή μου να βάλω, μετά την τρίτη ακρόαση του κομματιού, για εμένα μετράει, γιατί περίμενα να έρθει η στιγμή που θα αντιδράσω ανάλογα ακούγοντας το νέο υλικό! Εκπληκτικό… Από εκεί και έπειτα η αλήθεια είναι ότι το άλμπουμ ανεβαίνει ποιοτικά, αν εξαιρέσεις το Flamethrower, που χωρίς δε το λες filler ακριβώς, απλά είναι πιο κάτω από τα υπόλοιπα. Το Spectre είναι τόσο απλό, αλλά το άτιμο είναι υπέροχο. Η απλότητα εξάλλου είναι από τα στοιχεία που οι ίδιοι οι Priest μας έμαθαν καλά, μεταξύ άλλων σε διάφορες στιγμές τους και εδώ, μαζί και με την πολύ καλή παραγωγή του Andy Sneap που βοηθάει το κομμάτι, καταφέρνουν να βγάλουν ένα επίσης πολύ καλό classic metal τραγούδι. Στο πιο επικό Traitors Gate ακούμε τα κλασικά, γνώριμα, heavy και πορωτικά Judas Priest riffs, με τον Tipton να μας υπενθυμίζει γιατί είναι μία σχολή από μόνος του! Και σε αυτό κράτησα παραπάνω του στίχους, θα ήθελα όμως κάποιες παραπάνω ψιλές από τον Halford, θα ανέβαινε το κομμάτι έτσι. Αυτό ισχύει για το σύνολο του δίσκου και θα αναφερθώ ξανά αργότερα. Η προσωπική μου αδυναμία έρχεται με το No Surrender, τους στίχους του και απλά αυτό που λέει ο τίτλος του. Μακάρι να κράταγε λίγο παραπάνω από τα 02:54! Από κοντά και το Lonewolf, αν κι εδώ μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι κάτι του λείπει, παρόλο που οι κιθάρες του σε κερδίζουν πολύ εύκολα, όπως εξάλλου κάνουν σε όλο το άλμπουμ. Και τέλος, για να είμαι ειλικρινείς δεν περίμενα να έκλεινε το άλμπουμ με το μπαλαντοειδές Sea Of Red”. Δε ξέρω τι ακριβώς σκέφτονταν όταν το έγραφαν, οι στίχοι πιθανόν μοιάζουν λίγο ή τέλος πάντων πάνε με αυτούς του Never The Heroes. Σαν να έχουν βαλθεί να μας τρελάνουν, ειδικά με αυτό το (πάλι) καθηλωτικό κλείσιμο, που ξανά θα ήθελα να ακούγεται περισσότερο! Αν αυτό είναι το τελευταίο studio κομμάτι που ακούμε σε κυκλοφορία των Judas Priest, τότε προσωπικά μου κάνει!

Σίγουρα είναι ποιοτική κυκλοφορία, νομίζω ότι σχεδόν όλοι περιμέναμε κάτι τέτοιο. Αυτό που δε μου άρεσε πάντως και δε μου έκατσε καλά, είναι ότι δεν υπήρχαν στιγμές που ο Halford να βγάζει τις ψιλές τσιρίδες που τόσο πολύ έχουμε λατρέψει. Για παράδειγμα, θα ήθελα να ακούσω τη φωνή του «τρελού καραφλού» να μοιάζει με τραγούδια όπως το Demonizer ή το Battlecry, τα οποία εκτελεί σαν να μην υπάρχει αύριο. Σίγουρα δε περιμένω και δεν έχω την απαίτηση από τον Metal God να τραγουδάει όπως πριν 13 χρόνια, αλλά θα μπορούσε όπως πριν τέσσερα χρόνια, που δεν είναι τόσο μακριά, όπως π.χ. στο κομμάτι Battlecry. Κάτι τέτοιο δε γίνεται και ίσως η κατά τα άλλα σπουδαία παραγωγή του Andy Sneap να μπορούσε να βοηθήσει κάπως σε αυτό τον τομέα, ώστε π.χ. οι λίγες ψιλές του Rob εδώ, να ακούγονται περισσότερο όπως πρέπει. Γίνεται μία παραπάνω προσπάθεια στο  – με τέρμα classic metal και Accept riffing – Evil Never Dies”, αλλά δε τη βρήκα αρκετή ούτε μπορώ να πω ότι μου άρεσε ιδιαίτερα. Μία αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται και στο Children Of The Sun σε εκείνο το ένα ή στα δύο δευτερόλεπτα που η ψιλή τσιρίδα θύμισε  Hellrider. Γενικά σε όλη την ακρόαση του άλμπουμ έμεινα αρκετές φορές με την αίσθηση ότι δε δίνεται αυτό το κάτι παραπάνω που περιμένω να ακούσω, για να έρθει και η επιπλέον πόρωση. Και για εμένα που είμαι από τους πιστούς οπαδούς τους, είναι σημαντικό να αντιδράσω με πόρωση ή με αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που πολλές φορές μας μένει, αυτό έγινε λίγες φορές. Σαν να σου δίνει κάτι φοβερό και να στο παίρνει γρήγορα πίσω ή σαν να ξεκινάει κάτι και να μη τελειώνει ποτέ. Σε φάση: «το πάμε φοβερά, αλλά μέχρι εκεί μπορούμε». Αυτό γίνεται κυρίως στα φωνητικά και σε παραδείγματα που ανέφερα πιο πάνω. Εξαίρεση βέβαια αποτελούν τα 3-4 πιο ποιοτικά και καλύτερα κομμάτια, στα οποία έδωσα παραπάνω βάση και έγραψα περισσότερα. Κατά τα άλλα οι κιθάρες είναι απλά φοβερές.

Συνεπώς και με βάση τα παραπάνω, πιστεύω δε χρειάζεται να μπαίνουμε σε διαδικασία σύγκρισης με τo Redeemer Of Souls, που το Firepower το κερδίζει μόνο λόγω συνοχής είναι η αλήθεια και κυρίως με το Angel Of Retribution.  Για το τελευταίο, απλά κοιτάξτε τους τίτλους του που έγραψα στην αρχή. Πώς λοιπόν και γιατί υπάρχουν εδώ καλύτερα κομμάτια; Το ίδιο ισχύει και για μερικά, λιγότερα μεν, από το Redeemer Of Souls”. Σε κάθε περίπτωση, το άλμπουμ είναι καλό, αρκετά καλό, μέχρι εκεί όμως και αν αποτελεί το φινάλε των Judas Priest – πράγμα αρκετά πιθανόν καθώς δε βρίσκω νόημα να συνεχίσουν studio δουλειές (κυρίως) χωρίς κανέναν από το ιστορικό τους κιθαριστικό δίδυμο  – τότε είναι ένα ιδανικό φινάλε και ότι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν, αφήνοντας μας ικανοποιημένους.

Υ.Γ. “The Painkiller rises again!”, και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

7/10
Πέτρος Μυστικός
[email protected]

haursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothRodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

  • Κλερ Τσιμπουρλά
  • Πολυδεύκης Ανδριαννός
  • Πέτρος Μυστικός

X