Για το επόμενο συγκρότημα, θα διασχίσουμε τον Ατλαντικό και θα φτάσουμε στο Edmonton του Καναδά, όπου θα συναντήσουμε τους Boneyard. Οι Boneyard σχηματίστηκαν το 2015 και αποτελούν παιδί της κιθαρίστριας, τραγουδίστριας και συνθέτριας Pamtera, η οποία μαζί με τον drummer Jeff Cunningham είχαν σχηματίσει τους Tyrant, συγκρότημα που έπαιζε διασκευές.
Μετά τη διάλυσή των Tyrant, οι Pamtera και Cunningham σχημάτισαν τους Boneyard, ως μπάντα διασκευών και πάλι, και προσκάλεσαν τους Dennis Cooke στο μπάσο και Gary Ursulak στην lead κιθάρα, για να συμπληρωθεί η σύνθεση. Από το 2017, όμως, η μπάντα άρχισε να γράφει δική του μουσική, ενώ το 2019 άρχισαν οι ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου, ο οποίος καθυστέρησε λόγω της έκρηξης της πανδημίας. Μετά από μια μεγάλη παύση, οι ηχογραφήσεις και η παραγωγή ολοκληρώθηκαν και οι Καναδοί μας παρουσιάζουν το “Oathbreaker”.
Οι Boneyard παίζουν μία μίξη hard rock, παλιού heavy metal και NWOBHM, με μεγαλύτερη έμφαση στο hard rock, και έχουν κάνει μια πολύ καλή δουλειά στο να φέρνουν μαζί και να αναμιγνύουν τα στοιχεία αυτών των μουσικών ειδών. Και αυτή η μίξη γίνεται κυρίως στους πιο ανεβαστικούς mid-tempo και γρήγορους ρυθμούς, όπου ανεβαίνει και η ένταση της μουσικής και δίνεται έτσι περισσότερος χώρος στο συγκρότημα ώστε να κάνουν το πέρασμα από το hard rock προς το metal, με πιο βαριά riffs, πιο έντονο παίξιμο στα τύμπανα, ακόμα και ωραία galloping riffs. Αλλά και στο hard rock κομμάτι έχει γίνει ωραία δουλειά με ωραίους γκρουβάτους ρυθμούς, ωραία σόλο και γενικά κεφάτη μουσική, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στα κομμάτια “Tune Attack” και “Catch Me If You Can”.
Αυτά, όσον αφορά τις πιο γρήγορες στιγμές του δίσκου. Στις πιο αργές, η μουσική πατάει περισσότερο στο rock και στο hard rock, αν και μερικές φορές φέρνει και σε μελωδικό metal. Και σε αυτές τις αργές στιγμές, που είναι και πολλές, η μουσική είναι φουλ μελωδική, σε ένα εύρος που εκτείνεται από μελωδικό hard rock μέχρι ρυθμούς μπαλάντας, όπου θα ακουστούν και ωραίες μελωδίες και σόλο με ερωτική διάθεση αλλά και πιο πιασάρικες cheesy μελωδίες. Πάντως είναι γεγονός πώς και στις πιο χαλαρές στιγμές του δίσκου και στις πιο γρήγορες, η μουσική έχει έναν πολύ ωραίο και νοσταλγικό 80s ήχο, που είναι κι ένα από τα θετικά στοιχεία του δίσκου.
Όσον αφορά τις αρνητικές πτυχές του δίσκου, θα έλεγα πως αυτές συνοψίζονται σε δύο βασικά θέματα. Το ένα είναι η διάρκεια του δίσκου, που φτάνει τα 50 λεπτά. Αυτό δεν είναι πάντα αρνητικό αλλά στο συγκεκριμένο άλμπουμ υπάρχουν τραγούδια που είναι fillers, ενώ υπάρχει κι μία υποψία επαναληψιμότητας, κυρίως στις πιο αργές συνθέσεις. Αν είχαν κόψει κάνα δύο τραγούδια και αν ο δίσκος κυμαινόταν στα 40 λεπτά, θα μιλούσαμε για έναν πιο δεμένο άλμπουμ.
Το δεύτερο και πιο κύριο αρνητικό στοιχείο είναι τα φωνητικά της Pamtera. Και αυτό γιατί η φωνή της, στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, κυμαίνεται στην ίδια ένταση που συνήθως είναι υποτονική, κάτι το οποίο μπορεί να λειτουργεί στα πιο μελωδικά σημεία, αλλά στα πιο έντονα και δυναμικά μέρη λειτουργεί αρνητικά, αφού τραβάει όλη τη σύνθεση προς τα κάτω. Σε κάποιες λίγες στιγμές που ανεβαίνει η ένταση της φωνής για να ακολουθήσει την ένταση της μουσικής, όπως γίνεται στο “Catch Me if You Can”, το αποτέλεσμα είναι πραγματικά ωραίο και δυνατό.
Γενικά, το “Oathbreaker” είναι ένας καλός δίσκος, γεμάτος από καλές ιδέες, ωραίες μελωδίες, με πολύ καλή δουλειά στο εκτελεστικό κομμάτι, από τέσσερις έμπειρους μουσικούς. Είναι σίγουρο πως οι οπαδοί του παλιού hard rock, του παλιού metal και του NWOBHM, θα βρουν εδώ ένα δίσκο που θα είναι της αρεσκείας τους και θα περάσουν καλά. Σίγουρα, αν υπήρχαν περισσότερες διακυμάνσεις στα φωνητικά της Pamtera, δίνοντας πόνο εκεί που πρέπει να δοθεί πόνος, και αν ο δίσκος ήταν μικρότερος σε διάρκεια, διώχνοντας τις αδύναμες στιγμές του, θα μιλούσαμε για μια πιο δεμένη κυκλοφορία και ένα πιο στιβαρό αποτέλεσμα. Μακάρι στην επόμενη κυκλοφορία τους να αυτά να διορθωθούν και να μας χαρίσουν ένα δυνατό δεύτερο άλμπουμ.
6,5/10
Μίνως Ντοκόπουλος
[email protected]