Η παρέα του μουσικού Kore Rozzik από το Los Angeles εμπνέεται ισόποσα τόσο από το poser metal των 80s όσο και από industrial metal που άνθισε επίσης στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, περίπου δύο δεκαετίες μετά. Το “Vengeance Overdrive” είναι γεμάτο πιασάρικα refrains τόσο 80s ιδεολογίας, που νομίζεις ότι από στιγμή σε στιγμή από κάπου θα εμφανιστεί η Kelly Bundy, μόλις ξαναπατήσεις την έναρξη. Όχι η ηθοποιός Christina Applegate, αλλά με κάποιο τρόπο ο χαρακτήρας της Kelly θα αποκτήσει ζωή, μόνο και μόνο για να παίξει σε κάποιο video clip του συγκροτήματος.
Και αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα που έχω με τέτοιου είδους μπάντες. Εκεί που θες να πάρεις το σχήμα στα σοβαρά, καθώς τα κιθαριστικά θέματα τους έχουν αρκετό όγκο και πολύ ωραία δυναμική, όπως στο ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, εμπεριέχουν κάτι στιγμές σαν το πρελούδιο του “Found You Online”, εξαιτίας των οποίων σου σκάνε κάτι συναισθήματα ετεροντροπής, χειρότερα και από αυτά που νιώθεις όταν ακούς ορισμένες – ας τις πούμε για να μην εξελιχθεί η κριτική αυτή σε δικάσιμο – κοντινότερες γεωγραφικά σε εμάς μπάντες.
Το πρόβλημα με την αναπαραγωγή του κλασσικού 80s poser metal δεν είναι η νεκρανάσταση της μουσικής καθαυτής, άλλωστε είτε γουστάρεις είτε όχι τους Mötley Crüe, τους Cinderella και τους Skid Row, δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι έβγαλαν (και αυτοί) μουσικάρες σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Είναι η συμπεριφορά που την συνοδεύει, η οποία εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στην κοινωνία γενικότερα και στη μουσική ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, μοιάζει τελείως εκτός τόπου και χρόνου. Το παράταιρο δεν έχει να κάνει με την ίδια αισθητική, αλλά και με το γεγονός ότι συνήθως την αναπαράγει κάποιος νέοπας και όχι κάποιο παλιό ίνδαλμα της εποχής εκείνης.
Ενώ είναι κάτι που μπορεί να είναι απόλυτα αυθεντικό και μη προσποιητό από την πλευρά της μπάντας, δεν μπορεί με τίποτα να γίνει πιστευτό σε έναν τρίτο. Τώρα θα μου πεις και δικαίως, άσε μας μωρέ, άκου τη μουσική και μην το παίζεις κριτής της εικόνας της κάθε μπάντας. Έλα μου όμως, που το συγκρότημα εντάσσει αυτή ακριβώς την εικόνα στη μουσική του, την τοποθετεί σε πρωταγωνιστικό ρόλο και την χρησιμοποιεί ως βασικό εκφραστικό του μέσο. Οπότε θέλουν οι ίδιοι να τους χαρακτηρίζει, άρα και αποζητούν να κριθούν (και) για αυτό.
Στα του δίσκου, το “Mistress” διαθέτει ωραία γέφυρα με εντυπωσιακά δεύτερα φωνητικά και μια μελωδία που θυμίζει λίγο το “Youth Gone Wild”. Τα πιο χαλαρά μέρη του τραγουδιού παραπέμπουν στο “Devils” των The 69 Eyes. Στο “Unidentified Caller” το άβολα σημεία με τα σκετσάκια-τηλεφωνήματα συνεχίζονται, σε σημείο να θες να τον πάρεις εσύ τηλέφωνο και να του πεις «άνθρωπέ μου, μια χαρά τραγούδια γράφεις, είναι ανάγκη να πρέπει να μας τα προλογίζεις όλα έτσι ανεκδιήγητα;». Πράγματι, το “Bitter Rat” είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον κομμάτι, W.A.S.P. και Dream Evil λογικής, ενώ το “Can’t Stop Won’t Stop” παραπέμπει στην προσωπική δισκογραφία του Sebastian Bach. Διόλου περίεργο, καθώς ο Kore Rozzik έχει ανοίξει αρκετές φορές τις συναυλίες του ξανθομάλλη, πρώην τραγουδιστή των Skid Row.
Στο “Spellbound”, το “Dragula” του Rob Zombie συναντά τον Alice Cooper και κάπως έτσι έχουμε το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, ακολουθούμενο από το μάλλον αδιάφορο “Dirty Little Secret”. Το “Guilty As Charged” που κλείνει τον δίσκο είναι από τα χαρακτηριστικότερα κομμάτια που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει το ύφος της μπάντας. Περιέχει ισόποσες δόσεις industrial metal τύπου Rob Zombie και John 5, μαζί με κλασσικό 80s glam τύπου L.A. Guns και Lita Ford. Διαθέτει επίσης αρκετές δόσεις έντονης θεατρικότητας, κάτι που χαρακτηρίζει το συγκρότημα, μαζί με την αντίστοιχη συμπεριφορά.
Συνοψίζοντας, το “Vengeance Overdrive” είναι φτιαγμένο με άρτια τεχνικά χαρακτηριστικά στο σύνολό του, όπως την εξαιρετική παραγωγή, τις αδιαμφισβήτητα δυνατές φωνητικές ικανότητες και το όλο εκτόπισμα του Kore Rozzik. Παρ’ όλα αυτά, είναι αρκετά μακριά από τα γούστα μου τόσο ως άκουσμα, όσο και ως νοοτροπία. Γνωρίζω εκ των πραγμάτων ότι υπάρχουν πολλά πιτσιρίκια που ανακαλύπτουν τη μαγεία των 80s, όπως και πολλοί παλιοί rockers που αγαπούσαν ανέκαθεν αυτό τον ήχο.
Ίσως ο δίσκος αυτός έχει να πει κάτι και στις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων, οπότε αν ανήκετε σε μια από αυτές, πράξτε ανεξαρτήτου βαθμολογίας. Προσωπικά, όλη αυτή θεατρική υπερβολή, ενώ δεν είναι αφύσικη σε σχέση με τη μουσική που παίζουν τέτοια σχήματα με αποστρέφει αρκετά, εκτός λίγων εξαιρέσεων. Αλλά (ευτυχώς) δεν έχουμε όλοι το ίδιο γούστο.
6/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com