Αν ήσουν μουσικός στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και είχες την επιλογή “να πιάσεις την καλή”, αποκλίνοντας κατά πολύ από το αρχικό σου όνειρο, τι θα διάλεγες; Λεφτά και groupies ή πίστη σε αυτό που έκανες; Και για να είμαστε ειλικρινής, οποιοσδήποτε ζούσε στην Αμερική των ‘80s θα επέλεγε το πρώτο. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, βέβαια, υπήρχαν και κάποιοι προσγειωμένοι Άγγλοι που δεν εστίασαν ποτέ ούτε στη δόξα, ούτε σε εύκολους τρόπους για να βγάλουν αστρονομικά χρηματικά ποσά από τη μουσική τους. Αντ’ αυτού προτίμησαν να κάνουν ότι τους έλεγε η πεισματάρικη εγγλέζικη καρδιά τους. Η αλήθεια είναι ότι πολύς κόσμος δεν γνωρίζει καλά το τι έχουν προσφέρει οι Magnum στην ιστορία της rock μουσικής. Ίσως πάλι και οι ίδιοι να μην το θέλησαν ποτέ, καθότι low-profile μπάντα από τα γενοφάσκια της. Όπως και να το κάνουμε όμως, το έργο τους δεν πρόκειται να φθαρεί ποτέ. Η πρώτη τους επίσκεψη επί ελληνικού εδάφους στις 30 Νοεμβρίου στο Gagarin 205 μου έδωσε την ευκαιρία να (ξανά)χαθώ μέσα σε μερικούς δίσκους-κειμήλια ενός συγκροτήματος που με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο επηρέασε αρκετά την πορεία που πήρε το hard rock εκείνη την εποχή.
1972 – 1978: Τα πρώτα χρόνια
Η ιστορία ξεκινάει το 1972 στις γειτονιές του Μεσαιωνικού Birmingham και στο τότε ξακουστό rock club Rum Runner, όπου μία νέα και άπειρη μπάντα ονόματι Magnum επιλέγεται ως house band του venue για μερικές εμφανίσεις. Το αρχικό line-up τότε αποτελούνταν από τον Bob Catley στη φωνή, τον Tony Clarkin στην κιθάρα, το μακαρίτη Kex Gorin στα drums και το Bob Doyle στο μπάσο. Λίγο πριν η χρονιά τελειώσει, η μπάντα συνέχισε προσωρινά ως πεντάδα με την παροδική έλευση του Les Kitcheridge ως δεύτερη κιθάρα. Στη συνέχεια ο Doyle αποχώρησε για να δημιουργήσει μαζί με τον Roy Wood τους Wizzard, μία από τις πιο πρώιμες glam rock μπάντες. Η θέση καλύφθηκε σχεδόν αστραπιαία με την έλευση του Dave Morgan, ήδη γνωστού από τη θητεία του στους The Uglys του μεγάλου Steve Gibbons και μετέπειτα μέλος στους ELO. Η ιστορία μάλιστα θέλει τον Morgan τελείως άφραγκο, κυνηγώντας οτιδήποτε μπορούσε να του αποφέρει έστω τα προς το ζην. Για καλή του τύχη οι ιδιοκτήτες του Rum Runner έφτιαχναν εκείνη την περίοδο ένα νέο night club ονόματι Snobs, προσλαμβάνοντας όλους όσους δούλευαν στο club ως βοηθητικό προσωπικό. Κάπου εκεί ο Tony Clarkin προσέγγισε το Dave και τον ρώτησε αν ψάχνει για δουλειά. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, ο Clarkin του αναφέρει πως ψάχνουν για μπασίστα και τον ρωτάει αν ξέρει να παίζει μπάσο. Ο Dave λέει ναι. “Προσλαμβάνεσαι” του είπε. Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις λάμβαναν μέρος στο συνοικιακό The Railway Inn, στην Curzon Street μέσα στο 1976. Τότε έπαιζαν εξ’ ολοκλήρου ιδέες και συνθέσεις του Clarkin χωρίς όμως να έχουν έτοιμο κάποιο σεβαστό υλικό που να τους οδηγήσει σε full-length δουλειά. Το πρώτο τους υλικό είχε τη μορφή demo και δημιουργήθηκε στα Nest Studios. Το demo αυτό αργότερα θα στεκόταν και η αφορμή για να κλείσουν συμφωνία με την περίφημη Jet Records. Ήδη από εκείνα τα sessions ο Dave Morgan δε φάνηκε αχάριστος με την ευκαιρία που του δόθηκε και συνέθεσε μόνος του δύο συνθέσεις (με τον Catley να ερμηνεύει) οι τίτλοι των οποίων ήταν “One More Round The Bend” και “Baby I Need”. Η πρώτη επαφή των Magnum με δισκογραφική εταιρεία έγινε επισήμως το Φλεβάρη του 1975 όταν κατόπιν συνεννόησης με το θρυλικό παραγωγό και συνθέτη Roger Greenway, ηχογράφησαν μία διασκευή στο “Sweets For My Sweet” των Searchers κλείνοντας έτσι μία εφάπαξ συμφωνία με το ραδιοτηλεοπτικό σταθμό CBS. Το κομμάτι απέτυχε να μπει στα charts, κάτι που ώθησε το Morgan στο να αποχωρήσει. Αντικαταστάτης του ήταν ο Colin “Wally” Lowe, ο οποίος θα αποτελούσε βασικό μέλος των Magnum για τα επόμενα 20 χρόνια. Όλα έδειχναν πως η επιτυχία ήταν ακόμα μακριά. Παρόλα αυτά εξακολουθούσαν να συμμετέχουν σε μικρά tours ως opening act, ενώ είχαν επεκταθεί ως πεντάδα με την προσθήκη του Richard Bailey στα keyboards, κάτι που κράτησε μέχρι και τους πρώτους δίσκους. Σημαντικότερη στιγμή εκείνων των χρόνων ήταν σίγουρα το support της μπάντας στους Judas Priest στην αγγλική περιοδεία τους για το “Sin After Sin” το 1977, χωρίς την υποστήριξη κάποιου label. Από εκείνο το βράδυ και μετά, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο.
1978 – 1984: Συμβόλαιο με Jet Records και ανάδειξη
Η ακρόαση των demos από το David Arden ίσως να αποτελεί και το πιο κομβικό σημείο στην ιστορία των Magnum, καθώς τους οδήγησε στο πολυπόθητο δισκογραφικό συμβόλαιο με τη Jet Records. Εκείνη την περίοδο βέβαια το να υπογράφεις με ένα label όπως τη Jet ήταν σα να παίζεις με τη φωτιά. Ναι μεν ανήκες στο ίδιο roster με ονόματα όπως Gary Moore, ELΟ, Alan Price και Ozzy Osbourne, αλλά η αυτοκαταστροφική ζωή του τελευταίου σε συνδυασμό με τις ολοένα και χαμηλότερες πωλήσεις των (τότε εμπορικότατων) ELO, συνέβαλαν στο να αρχίσουν οι οικονομικές δυσκολίες για το label. Άσε που δεν είναι ήταν και το ευκολότερο πράγμα να ανήκεις στο team του διαβόητου μάνατζερ, ατζέντη, businessman και μαφιόζου Don Arden, πατέρα της Sharon Osbourne και λίγο μετά πεθερού του Ozzy. Όλα αυτά δε φάνηκαν να πτοούν τους Magnum, των οποίων το ντεμπούτο “Kingdom Of Madness” κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1978. Εκεί η μπάντα έδειξε κάποια πρώτα εξαιρετικά δείγματα progressive rock με πολλές επιρροές από Kansas, Styx, Jethro Tull και Yes. Η φωνή του Bob Catley άρχισε να κάνει αίσθηση, το κιθαριστικό ταλέντο του Tony Clarkin άρχισε να εκτιμάται από περισσότερο κόσμο, ενώ ο δίσκος στρογγυλοκάθισε στο Νο. 54 των αγγλικών charts, κάτι που ήταν πολύ σεβαστό για νέα μπάντα. Το ντεμπούτο τους εξασφάλισε μία ιδιαίτερα επικερδή (από πολλές απόψεις) θέση στην αγγλική περιοδεία των Whitesnake ως support act τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1978. Το πρώτο στραβοπάτημα ήρθε ένα χρόνο μετά, με την κυκλοφορία του δεύτερου album με τίτλο “Magnum II” με παραγωγό τον Leo Lyons, πρώην μπασίστα των Ten Years After. Ελαφρώς πιο σκληρό στο ήχο αλλά με την prog νοοτροπία να εξακολουθεί να βρίσκεται σε πρωταρχικό ρόλο, το album δεν κατάφερε να χτυπήσει τα charts. Ωστόσο συνέχισαν να περιοδεύουν εγχώρια, ενώ το Νοέμβριο του 1979 συμμετείχαν ως support, αυτή τη φορά για τους Blue Öyster Cult. Το υλικό εκείνων των εμφανίσεων αποτυπώθηκε το 1980 στο κλασικό για κάποιους live album “Marauder”, το οποίο ειρωνικά αποτέλεσε την πιο εμπορική κυκλοφορία τους μέχρι τότε, τοποθετούμενο στο Νο. 34 των charts. Το επόμενο διάστημα αφιερώθηκε εξ’ ολοκλήρου στις live εμφανίσεις, σημαντικότερες εκ των οποίων ήταν η συμμετοχή ως opening act στους Def Leppard στα πλαίσια της “On Through The Night” UK tour, η εμφάνιση στο Reading Festival ’80, αλλά και άλλο ένα support tour στους Tygers Of Pan Tang για το promotion του “Spellbound” τον Απρίλιο του 1981.
Έχοντας αποκτήσει μία αξιοσέβαστη εμπειρία πάνω στο σανίδι και όντας ένα από τα πιο καυτά ανερχόμενα ονόματα της εγχώριας rock σκηνής, οι Magnum θα κυκλοφορήσουν την άνοιξη του 1982 το τρίτο τους album με τίτλο “Chase The Dragon”, το οποίο παραδόξως πήρε σχεδόν δύο χρόνια ηχογραφήσεων. Το εν λόγω album ήταν και επισήμως εκείνο που θα τους έβγαζε για πάντα από τη μικρομεσαία κατηγορία.
Εδώ τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Έχοντας ως παραγωγό το Jeff Glixman (γνωστός για τη δουλειά του με τους Kansas και Gary Moore) και με τα πρώτα στοιχεία του φανταστικού να κάνουν σιγά-σιγά την εμφάνισή τους, οι Magnum φάνηκε πως όχι μόνο άρχισαν να αποκτούν τη μουσική τους ταυτότητα με keyboards που στην πορεία έγιναν σήμα-κατατεθέν, αλλά έχτισαν και τις βάσεις ολόκληρου του melodic rock ιδιώματος. Πάντα σε συνδυασμό και με το “4” των Foreigner της περασμένης χρονιάς για να μην ξεχνιόμαστε. Όσοι έχουν στην κατοχή τους το “Chase The Dragon” ξέρουν τι γίνεται εκεί. Έμπνευση σε όλο της το μεγαλείο. Ο Bob Catley με τις εναλλαγές από λυρικό σε hard rock αποτέλεσε σχολή φωνητικών από μόνος του χωρίς ακόμα να έχει προσφέρει το 100% των δυνατοτήτων του, ενώ κομμάτια όπως τα “Soldier Of The Line”, “The Spirit” και “Sacred Hour” έγιναν επί τόπου κλασικά δικαιώνοντας μετά από χρόνια τον Tony Clarkin. Επιπλέον εδώ σηματοδοτήθηκε και η χρόνια συνεργασία της μπάντας με τον καλλιτέχνη Rodney Matthews, έναν άνθρωπο που έχει συνδέσει το όνομά του με τα fantasy-based εξώφυλλα των Magnum και όχι μόνο. Όπως ήταν αναμενόμενο, το “Chase The Dragon” έφερε στη μπάντα την αναγνωρισιμότητα που άξιζε, κερδίζοντας το Νο #17 στα βρετανικά charts. Η περιοδεία για το promotion του album περιλάμβανε και μερικές εγχώριες support εμφανίσεις στους Krokus όταν οι Ελβετοί rockers είχαν μόλις κυκλοφορήσει το “One Vice At A Time”. Το καλοκαίρι του 1982 τους βρήκε για πρώτη φορά στην ιστορία τους να παίζουν εκτός Ευρώπης, παρέα με τον labelmate Ozzy Osbourne, ενώ επιστρέφοντας τον Ιούλιο στη Αγγλία συμμετείχαν και στην πρώτη τους headlining περιοδεία.
Το 1983, και ενώ το υλικό για τον τέταρτο δίσκο είναι έτοιμο, η Jet Records αρνείται να ξαναδώσει πράσινο φως για εξωτερικό παραγωγό λόγω περιορισμένου budget. Με παραγωγό αναγκαστικά τον ίδιο τον Tony Clarkin, οι Magnum κυκλοφορούν το “The Eleventh Hour”. Ένα δίσκο που δεν ήταν τόσο πετυχημένος όσο ο προκάτοχός του και που πάντα θα σημαδεύεται από τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ μπάντας και δισκογραφικής. Στα πλαίσια του album η μπάντα συμμετείχε σε μία εκτενή (για τα τότε δεδομένα της) βρετανική περιοδεία, με τον κιθαρίστα Robin George να δίνει χέρι βοηθείας για κάποιες live εμφανίσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και η επιστροφή τους στο line-up του Reading Festival. Μετά από αυτό, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται σοβαρά.
1984 – 1995: Αλλαγή δισκογραφικής, “On A Storyteller’s Night” και mainstream επιτυχία
Μην καταφέρνοντας να επαναλάβουν για δεύτερη συνεχόμενη φορά την ίδια επιτυχία και με τα προβλήματα ανάμεσα σε μπάντα και label να επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία των πρώτων, αποφασίζεται από κοινού η λύση συνεργασίας μεταξύ των Magnum και της Jet Records. Με τo χωρισμό αυτό ακολούθησε και η αποχώρηση του Kex Gorin για να αντικατασταθεί από το Jim Simpson, δίνοντας έτσι τη σκυτάλη σε μία αστάθεια που θα ταλαιπωρούσε το line-up της μπάντας για πολλά χρόνια. Έχουμε μπει στο 1985. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Τα 70’s και το progressive rock φαντάζουν μακρινά. Όλα πλέον γίνονται με εμπορική προσέγγιση και pop rock νοοτροπία. Και κάπου εδώ έρχεται η κρισιμότερη στιγμή στην καριέρα των Magnum, όταν και υπογράφουν στην τότε άσημη FM Records. O Keith Baker αναλαμβάνει το management, ο Eddie George έρχεται πίσω από τα πλήκτρα, η μπάντα με αναπτερωμένο ηθικό προσλαμβάνει ως παραγωγό τον Kit Woolven (David Gilmour, Thin Lizzy μεταξύ άλλων) και ο Tony Clarkin ξεκινάει να γράφει νέο υλικό. Μάρτιος του 1985 και οι Magnum κυκλοφορούν το πρώτο δείγμα σε μορφή single με τίτλο “Just Like An Arrow”. Αν και ο ήχος απείχε πολύ από την “classic” αισθητική που συνήθιζαν, ωστόσο το άκουγες και ήξερες ότι οι Magnum εισέρχονταν σε μία νέα, υπέροχη εποχή. Δύο μήνες μετά και το “On A Storyteller‘s Night” κυκλοφορεί.
Εδώ έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με τον μακράν καλύτερο δίσκο της μπάντας, αλλά πολύ απλά με έναν από τους καλύτερους δίσκους στην ιστορία του hard rock. Έναν δίσκο που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει όποιον μουσικό θέλει να ασχοληθεί με το είδος. Έναν δίσκο αψεγάδιαστο και τέλειο από την αρχή μέχρι το τέλος, δίχως ίχνος κακής στιγμής. Έναν δίσκο που θα μπορούσες να τον πεις και “best-of” μιας και ότι περιέχει είναι επιτυχία. Τόλμησε να συνδυάσει λυρικότητα, ωριμότητα και mainstream μελωδίες με έναν πρωτοφανή τρόπο. “How Far Jerusalem”, “Endless Love”, “Les Morts Dansant”, “Two Hearts”, “All England’s Eyes”. Τι να πρωτοαναφέρω; Είναι δίσκος που θέλει από μόνος του αφιέρωμα. Από εκεί και έπειτα η καριέρα των Magnum πήρε για τα καλά την ανιούσα κάνοντάς τους πρωτοπόρους του είδους, δίνοντας ταυτόχρονα δείγματα και ιδέες για κάτι που μετά από λίγα χρόνια θα ονομαζόταν AOR. Ο δίσκος έγινε ασημένιος δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του και πέτυχε χρυσό status τέσσερα χρόνια μετά. Ακολουθώντας την επιτυχία του album, ο Baker κατάφερε να διαπραγματευτεί μία μεγάλη συνεργασία με το label της τεράστιας Polydor Records. Αυτό είχε ως επακόλουθο την πιο εμπορική περιοδεία της καριέρας τους. Μιλάω φυσικά για τη συμμετοχή τους στο Monsters Of Rock του Donington τον Αύγουστο του 1985. Εκεί όπου άνοιξαν σε ένα billing που περιλάμβανε μεταξύ άλλων και Bon Jovi, Metallica, Marillion, Ratt, αλλά και τους headliners ZZ Top. Φαντάσου λίγο τι θα γινόταν εκεί. Το “On A Storyteller’s Night” την αρχή ενός συναρπαστικού σερί ποιοτικών και αριστουργηματικών album.
Η αρχή έγινε με το “Vigilante” του 1986 με συμπαραγωγό τον Roger Taylor των Queen. Η πρώτη αυτή κυκλοφορία έφερε στην Polydor ακριβώς αυτό που περίμενε. Κέρδος για αυτήν και αυξημένο budget για το συγκρότημα. Αν και το “άκακο” τίμημα ήταν μία σαφέστατα πιο pop κατεύθυνση όσον αφορά το ήχο τους. Απόρροια αυτού ήταν και η -για πρώτη φορά στα χρονικά των Magnum – κυκλοφορία promo videos για τα “Lonely Night” και “Midnight” που τους βοήθησε να αυξήσουν παραπάνω τη δημοτικότητά τους. Απολαμβάνοντας την εμπορική τους επιτυχία, κυκλοφορούν το 1988 το “Wings Of Heaven” έχοντας ως βασικό τους single το “Days Of No Trust”. Πολύς κόσμος εκείνη την περίοδο τους κατηγόρησε για ξεπούλημα και για επιλογές που ακολουθούσαν το ρεύμα της εποχής. Παρόλα αυτά, επρόκειτο για άλλη μία εμπορική επιτυχία, μιας και το album έφτασε στα Νο.#5, Νο. #2 και No. #8 σε Αγγλία, Σουηδία και Νορβηγία αντίστοιχα, τις πιο υψηλές θέσεις στα charts που έχει καταφέρει, ενώ μέχρι και σήμερα έχει πουλήσει στην Αγγλία πάνω από 200.000 κόπιες. Οι πάλαι ποτέ μικροί και άβγαλτοι Magnum είχαν πλέον μετατραπεί σε μία από τις μεγαλύτερες arena rock bands της αντίπερα όχθης. Αποκορύφωμα η headlining εμφάνισή τους στο Ηammersmith Odeon του Λονδίνου με support τους Νορβηγούς AOR θεούς Stage Dolls τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς. Τα ανοίγματα προς την αμερικάνικη αγορά δεν άργησαν να εμφανιστούν.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η μπάντα μετακομίζει προσωρινά στο Los Angeles όπου προσλαμβάνει ως παραγωγό τον Keith Olsen. Αν δε γνωρίζετε ποιος είναι ο κύριος, απλά αναφέρω πως πρόκειται για τον άνθρωπο πίσω από την κονσόλα σε κλασικούς δίσκους των Rick Springfield, Fleetwood Mac, Heart, Pat Benatar, Journey, Whitesnake, Bad Company και Europe. Αποτέλεσμα όλης αυτής της “αμερικανοποίησης” ήταν το “Goodnight L.A.”, ένα πολύ αμφιλεγόμενο album, κατά τη γνώμη μου, που ξένιζε πάρα πολύ για δεδομένα τους και μείωνε δυσάρεστα τη μουσική προσωπικότητα που είχαν χτίσει πριν κάμποσα χρόνια. Μπορεί η φωνάρα του Bob Catley να διατηρούνταν σε υψηλότατα επίπεδα, τόσο συναισθηματικά όσο και ερμηνευτικά, αλλά το σχέδιο της Polydor για αμερικάνικες πωλήσεις είχε αποτύχει. Και η αποτυχία ήταν τόσο μεγάλη που ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Αμερική. Ωστόσο πίσω στην πατρίδα τους κατάφερε να σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Στον απόηχο της λανθασμένης απόφασης της Polydor, η μπάντα αποφάσισε να χωρίσει τους δρόμους της με το label, έχοντας ως “αποχαιρετιστήρια” δουλειά το live album “The Spirit” του 1991. Ήταν και η τελευταία φορά που οι Magnum είχαν σταθερό label μέχρι και τη νέα χιλιετία.
Διάδοχος ήταν το “Rock Art” του 1994, σε συνεργασία αυτή τη φορά με την EMI Records. Εδώ κατά πάσα πιθανότητα έχουμε την χειρότερη στιγμή του συγκροτήματος. Κάνοντας μία περίεργη μίξη heavy riffs, κλασικών μελωδιών και funky ρυθμών, το “Rock Art” πρόδωσε τα εσωτερικά προβλήματα και την απογοήτευση που κυριαρχούσαν στις τάξεις των Magnum. Ήταν μοιραίο το τελικό αποτέλεσμα να είναι τραγικό, ενώ και οι πωλήσεις έπεσαν στο κατακόρυφο, αναγκάζοντας τη μπάντα να ακυρώσει ή να καθυστερήσει αρκετές από τις εμφανίσεις της το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Ήταν η δυσκολότερη εποχή.
1995 – 2001: Διάλυση και Hard Rain
Το καλοκαίρι του 1995 σε μία λιτή συνέντευξη Τύπου, ο Tony Clarkin ανακοίνωσε και επισήμως τη διάλυση των Magnum, η οποία θα ακολουθούνταν από μία αποχαιρετιστήρια περιοδεία. Ήταν κάτι που πολλοί έβλεπαν να έρχεται από τις αρχές κιόλας των ’90s. Αμέσως μετά τη διάλυση, τα αρχικά μέλη Bob Catley και Tony Clarkin δημιούργησαν ένα δικό τους project ονόματι Hard Rain. Υπό αυτό το σχήμα κυκλοφόρησαν δύο συνολικά albums, τα “Hard Rain” (1997) και “When The Good Times Come” (1999) τα οποία δεν ήταν τίποτα άλλο από melodic/alternative rock Β’ κατηγορίας. Υπό αυτή τη μορφή ήταν πολύ δύσκολο να κλείσει κάποιος promoter τους Hard Rain για live εμφάνιση, ενώ φημολογείται ότι υπήρχαν συζητήσεις για μετονομασία του σχήματος σε Magnum. Τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν το 1998 όταν μετά την κυκλοφορία του πρώτου του solo album “The Tower”, ο Catley άρχισε να εστιάζει περισσότερο στη solo καριέρα του, ενώνοντας τις συνθετικές του δυνάμεις με το Gary Hughes των Ten. Σε αυτή την προσωπική πορεία αποκορύφωμα αποτέλεσε το τρίτο προσωπικό του άλμπουμ ονόματι “Middle Earth”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 26 Μαρτίου 2001 από την Frontiers Records. Το 1999 εγκαταλείπει οριστικά τους Hard Rain, δίνοντας τέλος στη συνεργασία του με τον Clarkin για πρώτη φορά από το 1972. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ο Tony Clarkin ανακοίνωσε τη διάλυση των Hard Rain.
2001 – σήμερα: Reunion, επιστροφή στις επιτυχίες και SPV Records
Φυσικά μία τόσο δυνατή φιλία που διαρκεί για δεκαετίες δε γίνεται να ξεχαστεί εύκολα. Και έτσι, τελικά, το 2001 οι Bob Catley και Tony Clarkin επανένωσαν τους Magnum σκορπίζοντας χαμόγελα στους παλιούς τους οπαδούς. Η χαρά αυτή αποτυπώθηκε στο reunion album του 2002 που έφερε τον άκρως αντιπροσωπευτικό τίτλο “Breathe Of Life”. To album επιπλέον σηματοδότησε την επιστροφή του Mark Stanway στα πλήκτρα και την προσθήκη του μπασίστα των Hard Rain, Al Barrow, ενώ οι ηχογραφήσεις έγιναν δίχως drummer με τον Clarkin να χρησιμοποιεί samples ή να παίζει ο ίδιος. Το αποτέλεσμα ήταν παραπάνω από αξιοπρεπές με τη μπάντα να ακούγεται ολόφρεσκη, αφήνοντας πίσω τα φαντάσματα του παρελθόντος. Όπως είχε δηλώσει τότε και ο Tony Clarkin: “το διάλειμμα στα ’90s μου έκανε καλό και ήταν απαραίτητο για μένα, αφού από τις πρώτες μας μέρες στα late-’70s δεν πέρασε ούτε ένας μήνας που να μη δουλεύω για τους Magnum, ή τουλάχιστον να τους σκέφτομαι σε μόνιμη βάση”. Το 2004 η θέση του drummer καλύφθηκε με την έλευση του Harry James των Thunder και με ολοκληρωμένο line-up ηχογράφησαν το “Brand New Morning” που συνέχιζε να δείχνει πόσο ξεκούραστοι ήταν οι Άγγλοι εκείνη την περίοδο. Ο δίσκος τους έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψουν ξανά σε μεγάλα φεστιβάλ όπως το Γερμανικό Bang Your Head και το Lorca Rock Festival της Ισπανίας. Αμέσως μετά ο James επιστρέφει στους Thunder για να αντικατασταθεί ως full-time μέλος από το Jimmy Copley, session μουσικός σε ονόματα όπως Ian Gillan, Tony Iommi, Glenn Hughes, Tears For Fears, Jeff Beck, Killing Joke και Paul Rodgers. Με ένα φαινομενικά σταθερό και συνάμα εύθραυστο line-up, επιλέγουν το 2005 να βγουν σε μία επετειακή περιοδεία για τα 20 χρόνια του “On A Storyteller‘s Night” η οποία και στέφεται με επιτυχία. Η εμφάνιση αυτή βιντεοσκοπήθηκε για το live DVD “Livin‘ The Dream”.
Την ίδια περίοδο ετοιμαζόταν το 14ο album που τους πήρε περίπου δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί, δίνοντας τέλος στις προχειροδουλειές των 90’s. To 2007 κυκλοφορεί το υπέροχο “Princess Alice And The Broken Arrow”, ο καλύτερος Magnum δίσκος μετά το reunion, κατά την άποψή μου, ενώ συνεργάζονται ξανά με το Rodney Matthews μετά από το 1992 επιστρέφοντας στα παραμυθένια εξώφυλλα. Ο τίτλος ήταν παρμένος από το ορφανοτροφείο “Princess Alice” του Birmingham, με το οποίο ο Tony Clarkin είχε στενές σχέσεις. Ο ήχος του δίσκου έκανε μία μεγάλη επιστροφή στις εμπνευσμένες μέρες του σχήματος, έχοντας μάλιστα αρκετές ομοιότητες με το “On A Storyteller’s Night”, τόσο στις μελωδίες όσο και στις λυρικές ερμηνείες του Catley. Επιπλέον, εκείνη η χρονιά είδε τους Magnum να επιστρέφουν στις πωλήσεις, με το album να βρίσκεται στο Νο. #70 των UK charts ενώ έκπληξη αποτέλεσε η υψηλότερη θέση (Νο. #60) στη γερμανική αγορά, κάτι που δεν είχαν καταφέρει μέχρι τότε παρά μόνο στη Σκανδιναβία. Στα πλαίσια του promotion η μπάντα ξαναβγήκε περιοδεία σε Αγγλία και Ευρώπη την άνοιξη του 2007, με το Harry James να αντικαθιστά στα μισά του tour τον Jimmy Copley ο οποίος είχε αρρωστήσει. Ακριβώς 10 χρόνια μετά, ο Jimmy αφήνει την τελευταία του πνοή, έπειτα από μάχη με τη λευχαιμία. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2007, άλλη μία τραγωδία χτυπάει τη μπάντα. Αυτή τη φορά ήταν ο παλιόφιλος και πρώην μέλος Kex Gorin που έχασε τη μάχη για τη ζωή, χτυπημένος από καρκίνο του νεφρού. Προς τιμήν του οι Magnum έδωσαν ένα και μοναδικό show στο Robin 2 του Wolverhampton για φιλανθρωπικό σκοπό. Όλα τα έσοδα από εκείνο το live διατέθηκαν για την οικονομική ενίσχυση της οικογένειας του Kex Gorin. Το 2008 αποφασίζουν να ξαναβγούν σε άλλη μία επετειακή περιοδεία, αυτή τη φορά για τα 20 χρόνια του “Wings Of Heaven”. Όπως ήταν αναμενόμενο, ένα από τα shows κυκλοφόρησε σε DVD με τίτλο “Wings Of Heaven Live”, αρχίζοντας τα φλερτ με την υπερβολή.
Φτάνουμε στο 2009 και ο νέος δίσκος ονομάζεται “Into The Valley Of The Moonking”. Ήταν καλό, αλλά τα πατήματα πάνω στο προηγούμενο album ήταν εμφανή. Οι απόψεις μέχρι και σήμερα διίστανται. Άλλοι είπαν πως πρόκειται για το “αδερφάκι” του “Princess Alice…” ενώ οι υπόλοιποι το ονόμασαν απλή αντιγραφή. Παρόλα αυτά οι πωλήσεις τους παρέμειναν σταθερά ικανοποιητικές. Το 2011 γίνεται ένα μίνι πισωγύρισμα προς πιο hard rock κατευθύνσεις με το “The Visitation”. Θεωρητικά είναι μία από τις μέτριες δουλειές της μπάντας, αν και εκεί μέσα βρίσκεται ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια τους, το “Doors To Nowhere”. Πολλοί πάντως είχαν βρει συμπαθητική αυτή την παροδική αλλαγή πλεύσης. Η ίδια χρονιά σηματοδότησε και δύο ξεχωριστές επετείους. Δέκα χρόνια από το reunion, καθώς και δέκα χρόνια από τη συνεργασία τους με την SPV. Αποτέλεσμα αυτού η συλλογή “Evolution” που περιείχε remixes κομματιών παρμένα από τα τελευταία πέντε albums τους με αυτό το label συν δύο ακυκλοφόρητες συνθέσεις, τα “The Fall” και “Do You Know Who You Are?”.
Το Σεπτέμβριο του 2012 κυκλοφορεί το “On The 13th Day”, ένα από τα αγαπημένα μου μετέπειτα Magnum albums. Ακόμα θυμάμαι την ανατριχίλα στις νότες των “All The Dreamers”, “So Let It Rain” και “Blood Red Laughter”. Ήταν ίσως ο μόνος πραγματικά “back to the roots” δίσκος είχαν κάνει, καθώς είχε φτιαχτεί με τη νοοτροπία κλασικής μελωδικής rock δουλειάς. Ο ίδιος ο Bob Catley δε, είχε δηλώσει πως πρόκειται για το πιο “rock” Magnum album που έχουν δημιουργήσει, ενώ δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει το “Dance Of The Black Tattoo” ως heavy metal κομμάτι. Και συμφωνώ απόλυτα. Η εργασιομανία του Clarkin πλέον ήταν πιο μεγάλη από ποτέ, έχοντας ήδη το νέο υλικό για το επόμενο album έτοιμο. Έτσι, λίγους μήνες μετά, το “Escape From The Shadow Garden” κυκλοφορεί, με τον κόσμο να παρατηρεί μία καταπληκτική επαναφορά στις ημέρες του “Chase The Dragon”. Όπως ήταν λογικό ο δίσκος μοσχοπούλησε στην Ευρώπη (επίσημη “έδρα” της μπάντας) σημειώνοντας μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της πορείας τους. Η λογική, ωστόσο “studio album-live album” συνεχίστηκε και εδώ με τη συνοδεία του “Escape From The Fire Garden – Live 2014”. Φτάνοντας στο 2016 οι Magnum παραδίδουν το “Sacred Blood “Divine” Lies”, ένα μάλλον άγευστο και αδύναμο διάδοχο που πήγε ένα βήμα παραπέρα τον ήχο τους, χωρίς όμως να κάνει αίσθηση.
Την ίδια χρονιά, έπειτα από μία ιδέα που πρότεινε η κόρη του Clarkin, η μπάντα κυκλοφορεί μία συλλογή από μπαλάντες ονόματι “The Valley Of Tears – The Ballads”, η οποία είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για κάποιον που δεν είναι οικείος μαζί τους να τους γνωρίσει. Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος o Mark Stanway, ένα από τα πιο σταθερά μέλη του σχήματος (τόσο στις αρχές, όσο και μετά το reunion) αποχωρεί και τη θέση στα πλήκτρα αναλαμβάνει ο session μουσικός Rick Benton. Το αρνητικό σερί αποχωρήσεων συνεχίστηκε λίγους μήνες μετά με την αποχώρηση του Harry James, ο οποίος άφησε τη μπάντα λόγω βεβαρημένου προγράμματος. Αντικαταστάτης του ο Lee Morris, γνωστός στο metal κοινό από τη θητεία του ως drummer των Paradise Lost τη δεκαετία 1994-2004, ο οποίος έχει να καυχιέται πως πέρασε από όλες τις μουσικές φάσεις των Άγγλων gothic metallers ενώ είχε διατελέσει μέλος ακόμα και των Ten αλλά και του Paul Sabu. Οι δυο τους συνεχίζουν μέχρι και σήμερα ως βασικά μέλη των Magnum, με τελευταία κυκλοφορία να αποτελεί το φετινό, αξιοπρεπέστατο “Lost On The Road To Eternity” που τους διατηρεί σε σταθερά ποιοτικά επίπεδα.
Απ’ όποια οπτική γωνία κι αν θέλεις να το εξετάσεις, η περίπτωση των Magnum δεν είναι εύκολη, καθώς δεν πρόκειται για μία κλασική μπάντα μελωδικού rock που τα βρήκε όλα έτοιμα. Ο δρόμος γι’ αυτούς δεν ήταν εξ’ αρχής στρωμένος με ροδοπέταλα. Ποτέ δεν ήταν. Πάλεψε, μόχθησε, αντιμετώπισε δυσκολίες, πήρε κρίσιμες αποφάσεις κι ακόμα πιο κρίσιμα ρίσκα σε περιόδους που η μουσική βιομηχανία εναλλασσόταν διαρκώς. Μετά από 45 χρόνια και 20 συνολικά δίσκους στις πλάτες τους, οι Βρετανοί πλέον είναι κινητή ιστορία, SOS κεφάλαιο στο βιβλίο του hard rock, αλλά και η απόδειξη πως όλα μπορούν να γίνουν αρκεί να μείνεις προσηλωμένος στον αρχικό σου στόχο. Εξάλλου ποτέ δε πίστεψα πως η τύχη ήταν ο μόνος παράγοντας που τους έφτασε μέχρι τόσο μακριά. Πιστεύω όμως ότι οι χρονομηχανές μπορούν να υπάρξουν και να υφίστανται με διαφορετικές μορφές. Μία από αυτές είναι και οι Magnum που θα μας προσφέρουν ένα αξέχαστο, μαγευτικό ταξίδι στο χρόνο εκείνο το βράδυ της Παρασκευής 30 Νοεμβρίου στο Gagarin 205. Ως τότε… Keep your nightlight burning.
Κείμενο: Χάρης Μπελαδάκης