Τούτοι εδώ μας συστήνονται από το Los Angeles και το Connecticut. Για να μην μπερδευτείτε, δεν έχουν καμία σχέση με μπλακομεταλλικά συγκροτήματα από Αμερική, Κολομβία και Βραζιλία που φέρουν το ίδιο όνομα! Πρόκειται για το μουσικό project του διδύμου Peter Morcey (100 Demons, Forced Reality) και Ryan Patrick White (Call It Arson, Jagged Visions). Το “The Boundless Black” είναι η πρώτη τους δισκογραφική προσπάθεια και ο ήχος του είναι ένα μείγμα από alternative/indie και folk, με κάποια σκοτεινά στοιχεία.
Το δίδυμο με το hardcore παρελθόν, ξεφεύγει από αυτές τις hardcore ρίζες του και προσφέρει έναν πιο σκοτεινό, μουντό ήχο, σε ένα ταξίδι με ακουστικές κιθάρες, όμορφες αρμονίες και ορχηστρικές στιγμές. Το εξώφυλλο του άλμπουμ δημιουργήθηκε από τον Jacob Bannon, γνωστός από τους Converge. Από ότι έμαθα και διάβασα, το “The Boundless Black” περιγράφεται ως ένα αργό και διασκεδαστικό ταξίδι μέσα από την αγάπη, την απώλεια και τις αρχαίες λαϊκές παραδόσεις. Μια πλούσια περιήγηση στον ψυχρό, σκοτεινό χειμώνα της ζωής, χωρίς την έννοια του φόβου και με μηνύματα πίστης και ελπίδας. Το άλμπουμ θυμίζει καλλιτέχνες όπως οι Tom Waits, Mark Lanegan και οι Death In June.
Το ταξίδι λοιπόν ξεκινάει όπως αναμενόταν ακουστικά με το “Beneath The Silence” και ξεκάθαρη folk προσέγγιση. Εύκολα θα μπορούσα να πω ότι θυμίζει και Pink Floyd. Το μικρής διάρκειας “Funeral Of The Hunt”, αν και μικρό, είναι πιο ατμοσφαιρικό και σκοτεινό και σπάει την μονοτονία. Σίγουρα ξεχωρίζει, όντας και το single και video του άλμπουμ. Πολύ καλό επίσης το “Murmur” που δίνει πολύ χώρο στα πλήκτρα και είναι εξίσου ατμοσφαιρικό, σκοτεινό και μελαγχολικό. Η “μουντίλα” και η “dark-ίλα” της μουσικής του διδύμου, αντιπροσωπεύεται εκτός των άλλων και από το “The Curse”, όπου εδώ ακούμε στους στίχους και τον τίτλο του άλμπουμ και ήχους βιολιού. Μου έβγαλε έναν αέρα, σκοτεινό πάντα, από Βόρεια Ευρώπη. Άλλα κομμάτια που ξεχωρίζουν παραπάνω είναι το εξωτικό “The Fall Of Summer” και το single “The River” (για το οποίο υπάρχει και video) που ολοκληρώνει το μουσικό ταξίδι του άλμπουμ. Για το τελευταίο ο Peter Morcey είπε ότι “είναι ένα τραγούδι με το δικό του μύθο, το δικό του θρύλο. Μια ιστορία που σε κάνει να θέλεις περισσότερα και σε αφήνει με λιγότερα. Στιχουργικά και οπτικά ξέραμε ότι έπρεπε να γυρίσουμε αυτό το τραγούδι στο σωστό περιβάλλον. Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη Edwin Escobar με όχι κάτι περισσότερο από μία ιδέα και χάρη σε αυτόν μέσα σε δύο εβδομάδες γυρίσαμε, επεξεργαστήκαμε και είδαμε αυτή τη μίνι επική ταινία”. Το “The River” έχει κάπως διαφορετικά φωνητικά σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια και νομίζω πολύ σωστά τοποθετήθηκε στο τέλος το δίσκου, κάνοντας ταιριαστό και όμορφο κλείσιμο.
Κυκλοφορία με έντονο ενδιαφέρον, αν και πιστεύω ότι χρειάζεται να είσαι λίγο εξοικειωμένος με το είδος και τον ήχο, για να μην φτάσεις να πεις ότι βαρέθηκες. Οι ακουστικές κιθάρες, κυρίως στις πρώτες στιγμές του άλμπουμ, ήταν λίγο μονότονες και αυτό ενδεχομένως να κουράζει λίγο τον ακροατή. Αυτό βέβαια σπάει πιο μετά, σε κομμάτια όπως το “Serving Shadows”, που έχει και άλλα στοιχεία. Αν οι δύο καλλιτέχνες είχαν προσθέσει λίγο πιο πολύ ποικιλία στη μουσική τους, όπως για παράδειγμα τη χρήση του βιολιού – όπως έγινε στο “The Curse” – ή γιατί όχι την προσθήκη φυσαρμόνικας που ταιριάζει στο είδος, ίσως να μου άρεσε περισσότερο το συνολικό αποτέλεσμα. Αυτό βέβαια δεν αλλάζει το ότι είναι μία ιδιαίτερη κυκλοφορία που παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον και ότι πάντα γουστάρω να ακούω τραγούδια όπως τα δύο single, το “Murmur” ή το “The Fall Of Summer”.
7/10
Πέτρος Μυστικός
[email protected]