[Option A:]
Με την δισκογραφία τους, παρόλο που έχω κρατήσει επαφή, δυστυχώς οι τελευταίες τους δουλειές με έβρισκαν συνέχεια σε περιόδους και φάσεις όπου δεν μπορούσα να τους δώσω την σωστή και αμέριστη προσοχή που πιθανόν τους έπρεπε. Έτσι ήταν μεγάλη η χαρά μου που πήρα την κριτική τούτου εδώ του νεότερου παιδιού τους και θα μπορούσα επιτέλους να καθίσω να απολαύσω και να παρατηρήσω λεπτομερώς έναν δίσκο των Blind Guardian μετά από χρόνια. Ειδικά μετά την πρόσφατη και καθηλωτική για εμένα εμφάνιση τους στο Release Athens, αυτό έκατσε τέλεια και σαν κερασάκι στην τούρτα.
Το “The God Machine” με κέρδισε από τα αποδυτήρια, από τα πρώτα single που κυκλοφόρησαν είχα ήδη καταλάβει πως εδώ θα έχουμε κάτι πολύ δυνατό. Με την πρώτη δε ακρόαση του “Secrets Of The American Gods” ετοίμασα τα λεφτά και τα έβαλα στην άκρη για όταν κυκλοφορήσει το album. Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Την πιο heavy από θέμα προσέγγισης και πιο “γυμνή” από θέμα παραγωγής κυκλοφορία της μπάντας εδώ και πολλά χρόνια. Το “The God Machine” βρίθει ωμής ενέργειας από πλευρά μπάντας. Εύκολα κομμάτια σε θέμα δομής, ξεκάθαρα και με ευθύτητα, άμεσα και γεμάτα εκπληκτικά και εμπνευσμένα κιθαριστικά riff και μελωδίες, με τις δεύτερες να μην λείπουν και ποτέ ούτως ή άλλως. Κάτι ακόμα που διακατέχει τον δίσκο είναι το νεύρο που ρέει από την μπάντα την ίδια και το σφιχτό παίξιμο και δέσιμο και όχι από άλλα μέσα.
Δεν μου κακοφάνηκε καθόλου η απώλεια ορχήστρας και γενικά του όποιου ορχηστρικού στοιχείου. Με χαροποίησε να πω την αλήθεια. Είναι τόση η ενέργεια που παράγει η μπάντα από μόνη της και που πηγάζει από τις συνθέσεις τις ίδιες που ακόμα και τα όποια λίγα πλήκτρα εδώ και εκεί μου φτάνουν και μου περισσεύουν μην πω. Οι χορωδίες κάνουν όλη την υπόλοιπη δουλειά μαζί με την σωστά μοιρασμένη δουλειά στις κιθάρες. Αυτό εννοώ όταν λέω λοιπόν “γυμνή” παραγωγή. Προς θεού δεν υπαινίσσομαι πως τόσα χρόνια οι Blind Guardian βασίζονται και “κρύβονται” πίσω από ορχήστρες για να βγάλουν αποτέλεσμα, απλά είχα καιρό να ακούσω αυτές τις τόσο ωραίες δυναμικές που πάντα είχε το συγκρότημα με τόσο “άδειο” τρόπο. Και αλήθεια, μακάρι να το κρατήσουν, αναπνέει η μπάντα και τους πάει. Ακούγονται φρέσκοι και ανανεωμένοι.
Θα αρκεστώ στο ότι ο Hansi έχει γράψει τρομακτικά καλές φωνητικές γραμμές. Σκαλωτικές, εμπνευσμένες και επί του σημείου. Φοβερές ερμηνείες, φοβερά ρεφρέν. Θέλουμε και επιλογές κομματιών; Ε άντε, δίσκος που είναι, τα “Damnation”, “Secrets Of The American Gods”, “Life Beyond The Spheres” και “Destiny” είναι εκπληκτικά κομμάτια και πρώτα σαν προσωπικές επιλογες, με τα “Deliver Us From Evil”, “Let It Be No More” και “Blood Of The Elves” να ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής. Εν ολίγοις, το “The God Machine” είναι ένας πάρα πολύ καλός δίσκος, άξιος του ονόματος της μπάντας και ουσιώδης για κάθε δισκοθήκη. Οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκρισης με άλλη παλαιότερη δουλειά τους θα ήταν άτοπη και τουλάχιστον ανούσια και αχρείαστη.
8.5/10
Κωνσταντίνος Μάρης
[email protected]
[Option B:]
Οι Blind Guardian για εμένα αποτελούν προσωπική αγάπη και το καλοκαίρι ευτύχησα να κάνω το παιδικό μου όνειρο πραγματικότητα, παίζοντας μαζί τους. Φανατικός οπαδός της δισκογραφίας τους. Για εμένα προσωπικά το τελευταίο καλό άλμπουμ που να απόλαυσα από την αρχή έως το τέλος του ήταν το “At The Edge Of Time” του 2010, μιας και το “Beyond The Red Mirror” (2015) δεν με είχε πείσει τόσο, πόσο δε το ανεκδιήγητο και ανούσιο κατ’ εμέ “Twilight Orchestra: Legacy Of The Dark Lands”, το οποίο ήταν υπέρ βαρετό, έχοντας περάσει ήδη τρία χρόνια από την κυκλοφορία τους. Πλέον οι Γερμανοί βάρδοι αποφάσισαν να επιστρέψουν με τον νέο τους πόνημα, το οποίο φέρει τον τίτλο “The God Machine”, το οποίο δεν με έπεισε εξίσου. Γιατί αυτό; Ας πάμε παρακάτω να δούμε το γιατί.
Ο δίσκος ξεκινά με το “Deliver Us From Evil”, και εκεί νιώθεις πως κάτι δεν πάει καλά. Νιώθεις ότι υπάρχει υπερπροσπάθεια να δείξουν και να πιάσουν την δόξα του παρελθόντος αλλά δυστυχώς, δεν πρόκειται να συμβεί. Ναι μεν έχει όλα τα κλασσικά συστατικά (σ.σ.: δισολίες φωτιά που θυμίζουν “Nightfall…”, δίκασα έπη) αλλά σου κάνει κομμάτι που θα τολμήσω να πω πως θα κόλλαγε με μικροαλλάγες περισσότερο στους Demons & Wizards. Το “Damnation” από την άλλη σαν κομμάτι τουλάχιστον είναι πιο αξιοπρεπές, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά, σε σχέση με το προηγούμενο κομμάτι. Κινείται σε πιο κλασσικές Blind Guardian νόρμες από τις εποχές του “Imaginations From The Other Side”. “Secrets Of The American Gods”… Αστείο και μόνο που αποδόθηκε τέτοιος τίτλος σε κομμάτι αλλά το προσπερνώ. Ξεκινά με τα συμφωνικά στοιχεία και ξάφνου, να, ο ύπνος και το χασμουρητό ξεπροβάλει. Απορώ ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης του εν λόγω κομματιού; Κρίμα, όχι, μεγάλο κρίμα! Αδιάφορη ως σύνθεση, που περισσότερο δεν γίνεται και διαρκεί επτά λεπτά. Το ‘χουν τραβήξει από τα μαλλιά λέμε! Το “Violent Shadows” αποτελεί το τρίτο video του δίσκου και μέχρι στιγμής μαζί με το “Damnation” κάνουν το 50%. Ούτε φαντάροι να ήμασταν και τα τραγούδια να μας πηγαίνουν μια – μια. Εξαιρετική σύνθεση, που σε σχέση από αυτά που είχαν δώσει στην δημοσιότητα, μου άρεσε περισσότερο από όλα.
Στην πραγματικότητα το “Life Beyond The Spheres” από την άλλη είναι μια πιο αργόσυρτη, τρόπο τινά, σύνθεση πλησιάζοντας στα όρια του mid-tempo. Εύκολα μπορείς να την χαρακτηρίσεις και ως power ballad. Βέβαια, ανέβασε στροφές μετά από ένα σημείο αλλά το “skip” είναι μονόδρομος. Sorry! Ακολουθεί το “Architects Of Doom” που αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν και η πρώτη φορά που ακούσαμε blast beat σε κομμάτι των Βάρδων. Αναφέρομαι στην εισαγωγή του κομματιού φυσικά, το οποίο εν συνεχεία εξελίσσεται απλά… συμπαθητικά. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Το μόνο που του δίνει έξτρα bonus είναι οι φανταστικές δισολίες και τα solos, αλλά μέχρι εκεί.
Αν ένα πράγμα ξέρει να κάνει αυτή η μπάντα, είναι ΠΑΝΤΑ να γράφει μπαλαντάρες. Τούτο λεχθέντος, αυτό ακριβώς συμβαίνει εδώ και με το “Let It Be No More”. Μιλάμε για μεγάλο έπος ενώ στην ακρόαση του “Blood Of The Elves” ευτυχώς έχουμε “back-to-back” δυο κομματάρες μέσα στο δίσκο αυτό. Το συγκεκριμένο κομμάτι πρέπει να το εντάξουν στο setlist τους, άντε και το “Damnation” με το “Violent Shadows”. Αλλά μέχρι εκεί. Ο δίσκος κλείνει με το “Destiny”, ένα επικό mid tempo κομμάτι που φέρνει στο μυαλό το συναίσθημα της μπάντας του “At The Edge Of Time”. Ευτυχώς «περνάει» και κλείνει το δίσκο με ένα ωραίο συναίσθημα.
Σε γενικές γραμμές ο δίσκος είναι απλά συμπαθητικός και τίποτα παραπάνω. Δεν πρόκειται να έρθουν οι μέρες της δόξας, το γνωρίζουν οι ίδιοι όσο και οι οπαδοί τους. Ελπίζω να αφήσουν στην άκρη τους πειραματισμούς τους και να επανέλθουν στο συγκαλά τους.
5/10
Νίκος Σιγλίδης
[email protected]