Οι Cicadastone είναι ένα κουαρτέτο από την Αυστραλία που παίζει alternative rock/grunge. Σχηματίστηκαν το 2013 από τους αδελφούς Mat και Mark Robins. Το “Cold Chamber” είναι η δεύτερη ολοκληρωμένη κυκλοφορία που παρουσιάζουν, μετά το ντεμπούτο τους “Chance Collide” (2016). Ο δίσκος ήταν να κυκλοφορήσει πέρυσι, με τα δύο οπτικοποιημένα singles “Box Of Anger” και “Dying In Sunshine” να είναι ήδη διαθέσιμα από τις αρχές και το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς, αντίστοιχα.
Μπορεί να αργήσαμε τελικά να ακούσουμε ολόκληρο τον δίσκο αλλά το αποτέλεσμα μας αποζημίωσε. Η μπάντα οικειοποιείται τα 90s riffs και λεγκάτο φωνητικά, όπως ορίστηκαν από συγκροτήματα όπως οι Temple Of The Dog, Alice In Chains και Coal Chamber, όμως με τρόπο που δεν παραπέμπει σε αναβιωτές της δεκαετίας που μεσουράνησε το grunge. Σε αντίθεση με την στερεοτυπική οργή και κατήφεια που χαρακτήρισε τη διάθεση εκείνης της μουσικής και γενιάς, εδώ έχουμε ράθυμους ρυθμούς και χαλαρές surf rock αναφορές. Οι τελευταίες καθιστούν το “Cold Chamber” ως υποψήφιο χαμένο αδελφάκι του τραγικά παραγνωρισμένου “One Hot Minute” των Red Hot Chili Peppers.
Τα δεκατρία κομμάτια του “Cold Chamber” ισορροπούν αποτελεσματικά, αποφεύγοντας με χάρη να πέσουν στις αναμενόμενες παγίδες. Ευκολοάκουστα αλλά σε καμία περίπτωση ραδιοφωνικά με τη επίπεδη έννοια του όρου. Εξωστρεφή αλλά ταυτόχρονα μελαγχολικά με έναν υπόγειο τρόπο. Ομοιογενή αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο. Μελωδικά αλλά με κιθάρες που «δαγκώνουν». Το συγκρότημα μοιάζει να έχει ανακαλύψει την τέλεια συνταγή για να φιλτράρει τις επιρροές του και να δημιουργήσει όσο το δυνατό πιο προσωπικό ήχο γίνεται. Για αυτό το ύφος τουλάχιστον και με δεδομένο ότι το ημερολόγιο γράφει 2021.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Αυστραλοί προσεγγίζουν το ιδίωμα με έναν εντελώς βιωματικό και συνάμα χρηστικό τρόπο. Δεν επιχειρούν να περάσουν στη μουσική τους κάτι από τη στόφα των κορυφαίων συγκροτημάτων ή της εποχής που τη διαμόρφωσε και έτσι αποδεσμεύονται από συγκρίσεις και παραλληλισμούς που με αυτούς τους παράγοντες, που πιθανό να μην απόβαιναν υπέρ τους. Έτσι, το ιδίωμα υπηρετεί τον ήχο τους κι όχι το αντίστροφο, με αποτέλεσμα να μην γίνονται δέσμιοί του. Η ροή είναι εξίσου καλή και κυλάει αβίαστα, άλλοτε με απόλυτα μελωδικό τρόπο (“Dime A Dozen”, “Slow Motion”) κι άλλοτε με πιο τσαμπουκαλεμένα riffs (“Down River”, “Incandescent”). Εξαιρετικά ευχάριστος δίσκος.
7/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
[email protected]