Η πρώτη μου επαφή με τους Γερμανούς Paradox πρέπει να ήταν μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, όταν είχα ακούσει το δεύτερό τους δίσκο, το “Heresy”, τον οποίο και είχα βρει εξαιρετικό. Μετά ακολούθησε το ντεμπούτο τους, το “Product Of Imagination”, που ήταν κι αυτό πολύ καλό και μετά όλοι οι υπόλοιποι δίσκοι που βγήκαν τα επόμενα πολλά χρόνια. Το καλό με τους Paradox είναι ότι κάθε τους δίσκος αποτελεί μια πολύ καλή κυκλοφορία, οπότε κάθε φορά που θα κυκλοφορούσαν καινούριο δίσκο τον περίμενα με ανυπομονησία. Πόσο μάλλον τον τελευταίο τους που αποτελεί συνέχεια του “Heresy” μετά από 31 ολόκληρα χρόνια, με τίτλο “Heresy II: End Of A Legend”.
Η ιστορία του “Heresy II” ξεκινάει από εκεί που τελείωσε το πρώτο μέρος. Λίγο πριν την καταστροφή του Montsegur δύο ιππότες λαμβάνουν το μισό ενός ιερού αντικειμένου ώστε να το προστατέψουν. Μετά από περιπέτειες φτάνουν σε ένα χωριό, όπου θα συναντήσουν μια γυναίκα, που λέει πως είναι απόγονος του Χριστού και που κρατάει το άλλο μισό του ιερού αντικειμένου. Τα δύο μισά ενώνονται και λάμπουν και η γυναίκα αποκαλύπτει στους ιππότες πως ο Χριστός ήταν απατεώνας και πως ο αληθινός δάσκαλος ήταν ο Ιωάννης.
Με τέτοια κληρονομιά πίσω του, το “Heresy II” δεν θα μπορούσε παρά να είναι μία φιλόδοξη κυκλοφορία, αντάξια της ιστορίας του συγκροτήματος. Έτσι, ο δίσκος ξεκινάει πολύ δυναμικά, με τα τρία πρώτα τραγούδια να πατάνε γερά σε thrash μονοπάτια, με γρήγορες κιθάρες, καταιγιστικά τύμπανα, θανατηφόρο μπάσο και πολύ ωραία τεχνικά και γρήγορα σόλο, που πολλές φορές κινούνται σε speed metal ρυθμούς. Όπως θα έπρεπε να ξεκινάει, δηλαδή, κάθε δίσκος thrash metal συγκροτήματος με 35 χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του.
Από ‘κει και πέρα, τα πράγματα αρχίζουν και διαφοροποιούνται μουσικά. Όχι ότι τελειώσαμε με τα γρήγορα thrash-άτα ξεσπάσματα. Κάθε άλλο. Απλά ξεκινάνε να μπαίνουν και άλλα στοιχεία στις συνθέσεις, όπως είναι αργά κοψίματα, mid-tempo βαριά περάσματα, ατμοσφαιρικές στιγμές, πέρασμα από το thrash στο power και πολλές μελωδίες, τόσο στα φωνητικά όσο και στη μουσική, είτε αυτή πατάει σε thrash είτε σε πιο power ρυθμούς.
Επίσης, έχουμε το “A Man Of Sorrow (Prologue)”, που πρόκειται για ένα κομμάτι που διαρκεί ενάμιση λεπτό, όπου ακούμε κάποιον να ψέλνει, γεγονός που μας χαρίζει μια ωραία ιεροτελεστική ατμόσφαιρα αλλά και το επικό εννιάλεπτο “A Meeting Of Minds”, το οποίο φέρνει μεγάλη αλλαγή στο δίσκο. Και αυτό γιατί αποτελεί μια αργή σύνθεση, στο μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον, αφού έχει κι ένα πιο έντονο ανέβασμα στη μέση, η οποία κατακλύζεται από πολλές και όμορφες μελωδίες, ενώ στα σημεία που τα φωνητικά αλλά και η μουσική, είναι πιο δυναμικά, το κομμάτι αποκτάει έναν πολύ ωραίο επικό τόνο που σε παρασύρει.
Και όλες αυτές οι αλλαγές που συναντώνται στο δίσκο είναι λογικό να υπάρχουν. Από τη μία, γιατί πρόκειται για την εξιστόρηση μιας ιστορίας, οπότε δεν μπορεί η μουσική να πηγαίνει με τσίτα τα γκάζια συνεχώς αλλά πρέπει να προσαρμόζεται με το ρυθμό που η ιστορία ξεδιπλώνεται. Από την άλλη, γιατί ο δίσκος διαρκεί 75 ολόκληρα λεπτά, οπότε οι αλλαγές είναι εξαιρετικά χρήσιμες ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος της κούρασης και της αίσθησης της επανάληψης. Αυτό το βλέπουμε και στο “A Meeting Of Minds”, που ανέφερα παραπάνω, το οποίο λειτουργεί ως αλλαγή στο γενικότερο ήχο, όντας αργό και μελωδικό αλλά που και αυτό θέλει ένα έντονο ξέσπασμα στη μέση, καθώς εννιά λεπτά είναι πολλά και θα κινδύνευε και αυτό να ακουστεί κουραστικό, αν δεν είχε πολλές εναλλαγές.
Η επιλογή του να γράψεις ένα δίσκο 75 λεπτών δείχνει ότι έχεις όρεξη και πάθος και ότι θες να προσφέρεις κάτι το μεγαλειώδες στον οπαδό σου, όμως αυτή η επιλογή ακολουθείται από τον κίνδυνο να μην είναι όλα τα κομμάτια καλά. Και δυστυχώς αυτό δεν αποφεύχθηκε εδώ, καθώς υπάρχουν κάποια κομμάτια (ευτυχώς λίγα), που δεν είναι αντάξια των υπολοίπων και ακούγονται κάπως φλύαρα, όπως είναι τα “Children Of A Virgin” και το “A Man Of Sorrow”. Επίσης, κάτι που παρατήρησα είναι πως σε αρκετά σημεία τα τύμπανα και το μπάσο βγαίνουν μπροστά από τις κιθάρες, κάτι που ναι μεν κάνει τα τραγούδια να ακούγονται πιο γεμάτα και δυνατά αλλά δυστυχώς καλύπτουν πολλές φορές την κιθάρα και δεν σε αφήνουν έτσι να χαρείς στο έπακρο την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει εκεί.
Παρ’ όλες πάντως τις ατέλειες που υπάρχουν στο “Heresy II”, είναι γεγονός πως οι Paradox κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν άξιο συνεχιστή της κληρονομιάς του “Heresy” και να μας παρουσιάσουν μια δυνατή και στιβαρή δουλειά. Ένα άλμπουμ όπου έχει γίνει φοβερή δουλειά από όλα τα μέλη της μπάντας, τόσο στο εκτελεστικό όσο και στο συνθετικό κομμάτι, χαρίζοντάς μας έτσι μια πολύ δυνατή concept ιστορία που συνοδεύεται πολύ όμορφα από τη δυναμική μουσική των Γερμανών, με όλες τις εναλλαγές σε ρυθμούς και σε συναίσθημα που αυτή έχει. Οι Paradox συνεχίζουν το σερί καλών κυκλοφοριών και προσθέτουν άλλο ένα δυνατό άλμπουμ στη δισκοθήκη των οπαδών τους.
7,5/10
Μίνως Ντοκόπουλος
[email protected]