Οι Τεξανοί Sarpa δημιουργήθηκαν το 2018 από τον drummer David Baxter ο οποίος έχει αναλάβει τα φωνητικά και όλα τα όργανα. Πριν την δημιουργία αυτού του one-man project, o Baxter ήταν ενεργό μέλος της τοπικής metal σκηνής, συμμετέχοντας σε μια σειρά από μπάντες. Στους symphonic black metallers Plutonian Shore, στους extreme metallers Škan και σε ένα industrial metal σχήμα ονόματι Skrew. Δεν χρειάζεται να ακούσετε κάποιο από αυτά τα σχήματα. Πρώτον, γιατί το έκανα εγώ για εσάς και δεύτερον, γιατί από τα ονόματα και μόνο αντιλαμβάνεται κανείς τον βασικό άξονα της προβληματικής τους. Οι τύποι ζουν στην καρδία του αμερικάνικου νότου απ’ όλες τις απόψεις και παρ’ όλα αυτά προσπαθούν να ακουστούν σαν Σκανδιναβοί.
Η αυτοχρηματοδοτούμενη κυκλοφορία “Solivagus” δεν αποτελεί εξαίρεση των παραπάνω, αλλά επιβεβαίωση. Μετά τη σύντομη εισαγωγή του “Cleanse”, έρχεται το εναρκτήριο “Triad Of Might” με το τυπικό ατμοσφαιρικό black μεσαίων ταχυτήτων της νορβηγικής σχολής και πλήκτρα που προσπαθούν να μοιάσουν στους Dimmu Borgir. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι κάτι πολύ κακό πρέπει να έχει συμβεί με την παραγωγή του δίσκου, που είχε ως αποτέλεσμα τα τύμπανα να ακούγονται χειρότερα και από τους κουβάδες του “St. Anger”. Αν μη τι άλλο, αυτό αποτελεί αξιοπερίεργο γεγονός, αφού μιλάμε για το solo project ενός μουσικού, που ανεξάρτητα αν είναι πολυοργανίστας ή όχι, έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του ως drummer. Οπότε περιμένεις τουλάχιστον να έχει κάποια ιδέα για το πως πρέπει να ακούγονται.
Το εννιάλεπτο “Predacious Demensions” θα ήθελε να ανήκει στο “Defending The Throne Of Evil” των Carpathian Forest και ενώ δεν το πετυχαίνει ιδιαίτερα, καταφέρνει να βελτιώσει κάπως την εικόνα του σχήματος. Ειδικά από την μέση του κομματιού και μετά. Στα δύο τελευταία λεπτά περίπου, έχουμε μια εντελώς άκυρη αλλαγή και μπαίνουν ξαφνικά ακουστικές κιθάρες μόνες τους, σαν να άλλαξε κάποιος σταθμό στο ραδιόφωνο κατά λάθος. Το ίδιο συμβαίνει και στα τελευταία λεπτά του ομότιτλου τραγουδιού του δίσκου “Solivagus”. Το ότι του φάνηκε τόσο καλή ιδέα, που είπε να το κάνει σε δύο τραγούδια, με ξεπερνάει. Το “Evanesce” είναι εντελώς άσχετο με τα υπόλοιπα κομμάτια, με μελωδίες ατμοσφαιρικού metal και ψιθυριστά φωνητικά. Δεν είναι κακό, απλά όσο διαρκεί έχεις την εντύπωση ότι είναι κάτι που ανήκει όχι απλά σε άλλο δίσκο, αλλά σε άλλο συγκρότημα σε σχέση με αυτό που άκουγες τόση ώρα. Το “Anguishing Reveries” είναι η πιο συμπαθητική στιγμή στο δίσκο, θα το έλεγες και καλό αν δεν το χαντάκωνε ο μόνιμα ερασιτεχνικός ήχος. Ούτε τσακωμένος με τον παραγωγό του, Tony Petrocelly, να ήταν. Ο δίσκος συνεχίζει εξίσου αλλοπρόσαλλα, καθώς ξαφνικά φεύγει από τo σκανδιναβικό black και το γυρνάει σε τεχνικό death/grind.
Συνοπτικά, η μουσική των Sarpa φαίνεται να είναι μια αψυχολόγητη μίξη μουσικών ειδών από τις μπάντες που έχει συμμετάσχει ο εμπνευστής της, David Baxter. Ο ίδιος δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι θέλει να παίξει. Με αποτέλεσμα κάθε τραγούδι ή και πολλές φορές μέρη του ίδιου τραγουδιού να φαίνονται από άλλο ανέκδοτο, σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο. Και όλα αυτά δοσμένα με μια ασυγχώρητα κακή παραγωγή για ένα σχήμα που ντεμπουτάρει εν έτη 2020. Κρίμα το πανέμορφο εξώφυλλο που προμήνυε κάτι καλό.
4/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com