Το “Psalm 9” κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 10 Μαρτίου του 1984. Ο δίσκος είχε τίτλο το όνομα του συγκροτήματος και μετονομάστηκε σε “Psalm 9” μετά τον επίσης ομότιτλο τέταρτο δίσκο τους το 1990. Ο θρύλος λέει ότι οι Metallica ήθελαν τόσο πολύ να έχουν τον ήχο που είχαν οι κιθάρες των Bruce Franklin και Rick Wartell, που παρείσφρησαν στα παρασκήνια μιας συναυλίας των Trouble για να σημειώσουν τις ακριβείς ρυθμίσεις των ενισχυτών τους, ώστε να τις αντιγράψουν οι ίδιοι αργότερα.
Αληθινή ή όχι, αυτή η ιστορία είναι ενδεικτική της μυθολογίας που συνοδεύει το ντεμπούτο του κουϊντέτου από το Σικάγο, ένα δίσκο που οριοθέτησε ηχητικά αυτό που αργότερα όλοι θα ονομάζαμε καθαρόαιμο doom metal. Ένα ιδίωμα που άλλοι λατρεύουν κι άλλοι λατρεύουν να μισούν, συχνά για τους ίδιους λόγους. Έχει κατηγορηθεί ως προβλέψιμο, παραδεδομένο σε κλισέ, ή ακόμα και βαρετό λόγω της μονότονης φύσης του.
Το εναρκτήριο “The Tempter” αποδεικνύει ότι δεν αρκεί απλά να κουρδίσεις χαμηλά και να παίξεις βασανιστικά αργά για να θεωρηθείς άξιος φέρων της κληρονιμιάς του Tony Iommy. Την ίδια στιγμή ο δίσκος είναι γεμάτος στιγμές που σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτουν στην κλασσική εικόνα που έχει δημιουργηθεί γι’ αυτόν τον ήχο. Οι ταχύτητες και οι ρυθμοί φλερτάρουν τόσο με τον χαρακτήρα των Exciter ή των Raven (“Bastards Will Pay”), όσο και με πιο παραδοσιακές rock φόρμες (“The Fall of Lucifer”).
Τα τύμπανα του Jeff Olson δρουν ως ιδανικός ισορροπιστής μεταξύ αργών και γρήγορων ρυθμών, ενώ την ίδια στιγμή, το μπάσο του Sean McAllister χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μια επιπλέον κιθάρα, δημιουργώντας έναν εξωπραγματικό όγκο. Η τελευταία στρατηγική απέκτησε αργότερα κάμποσους μιμητές, με κορυφαία περίπτωση εκείνη του Leif Edling, σε όλη την καριέρα του. Τα φωνητικά του Eric Wagner δεν έχουν το γρέζι του Bobby Liebling, ούτε τον οπερατικό στόμφο του Messiah Marcolin. Είναι περισσότερο μια μίξη Scott Reagers και πιο επιθετικών στιγμών του Robert Plant.
Χρειάστηκαν οι Probot του Dave Grohl με το “My Tortured Soul” τους, αρκετές δεκαετίες αργότερα για να λάβει μια από τις πιο υποτιμημένες φωνές αυτής της σκηνής λίγη από την καθολική αναγνώριση που της αξίζει. Έστω κι αν της δόθηκε από τις μεταγενέστερες γενιές. Το εύρος και η προσαρμοστικότητα του λάμπουν διακριτικά εδώ. Αρκεί να ακούσει κανείς τη μοναδική διασκευή του δίσκου στο “Tales of Brave Ulysses” των Cream και θα καταλάβει το γιατί.
Ακούγοντας ξανά τον δίσκο τόσα χρόνια μετά, η ιδιαίτερη προσωπικότητα που του έχει προσδώσει η δουλειά του Wagner αποτελεί ένα από τα πρώτα στοιχεία που σου τραβούν την προσοχή. Το άλλο είναι η παραγωγή του “μάγου” Brian Slagel (Slayer, Voivod, Cannibal Corpse, Amon Amarth) που δημιουργεί έναν ήχο που παρότι ενδεικτικός της εποχής του, δε μοιάζει – τηρουμένων των αναλογιών – κακογερασμένος ή άκαιρος. Είναι ξεκάθαρο ότι τα χρόνια έχουν αφήσει το σημάδι τους στο “Psalm 9”, αλλά λόγω της εξωφρενικής ποιότητας των πρωτογενών υλικών κατασκευής του, έχει γεράσει με χάρη. Μια χάρη αντάξια της παρακαταθήκης που έχει αφήσει σε μουσικούς και ακροατές.
9/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com