Οι Σουηδοί Black metallers Watain από την Ουψάλα, είναι ένα σχήμα που δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, ακόμα και σε αυτούς που έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με τη Black Metal μουσική. Όμως, μιας και επισκέπτονται τη χώρα μας στις 4 Μαίου, μετά από απουσία πέντε χρόνων, με supports τους δικούς μας Dead Congregation και Thy Darkened Shade, είναι η κατάλληλη ευκαιρία για μια αναδρομή στην ιστορία τους.
Τα Πρώτα Χρόνια (demos και το πρώτο full length,1998-2000)
Η μπάντα ιδρύθηκε το 1998 στην Ουψάλα της Σουηδίας και πήρε το όνομά της από μια αναφορά αυτού σε μια πρώιμη ηχογράφηση του Αμερικάνικου Black Metal γκρουπ Von. Αποτελείται μέχρι σήμερα από τους Erik Danielsson, ο οποίος ήταν και παλιό μέλος των θρύλων Dissection και της υποτιμημένης γκρουπάρας Necrophobic (μιλάμε για προϋπηρεσία πέντε αστέρων έτσι;) στο μπάσο και στα φωνητικά και τους Hakan Jonsson (δεν παίζει από το 2015 στα live shows και τη θέση του καλύπτει ο Emil Svensson των συμπατριωτών των Watain, Degial) και Pelle Forsberg σε τύμπανα και κιθάρα αντίστοιχα. Η τριάδα ηχογράφησε και κυκλοφόρησε μόνη της σε κασέτα το πρώτο της demo με τίτλο “Go Fuck Your Jewish God”, το οποίο κινούνταν σε αρκετά ωμά, σχεδόν black/thrash, μονοπάτια. Ακόμα και το “On Horns Impaled” που βρίσκεται και στον πρώτο τους δίσκο, η εκτέλεσή του στο demo δεν το θυμίζει με τίποτα. Εκεί εμπεριέχεται και διασκευή στο “Unholy Black Metal” των Darkthrone και σε γενικές γραμμές δεν έχει καμία σχέση με τους Watain όπως τους ξέρουμε σήμερα, ενώ από τον τίτλο της κυκλοφορίας, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η μουσική τους δεν προορίζονταν για οικογενειακές και εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις. Στα μετέπειτα χρόνια δε, θα απασχολήσουν αρκετά την κοινή γνώμη με το σατανιστικό στοιχείο στα τραγούδια τους, που οδήγησε και στην πρόσφατη ακύρωση της συναυλίας τους στη Σιγκαπούρη με τη δικαιολογία ότι “θα διαταράσσονταν η θρησκευτική και κοινωνική αρμονία του νησιού”, καθώς και με τις έντονες live εμφανίσεις τους στις οποίες χρησιμοποιούν πυροτεχνήματα, αίμα ζώων (με αποκορύφωμα το περιστατικό στη συναυλία τους στο Μπρούκλιν το 2014 όπου έριξαν αίμα ζώων στο κοινό και προκάλεσαν εμετό σε πολλούς θεατές) και διάφορα άλλα τέτοια “καλούδια” όπως ήταν ένα περιστατικό το 2006, μετά από τη συναυλία τους στο Party San Open Air που σύμφωνα με την ιστορία, μέλη της μπάντας χαιρέτισαν ναζιστικά και φορούσαν μπλούζες του NSBM σχήματος, Absurd, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστούν ως φασίστες. Ο ίδιος ο Danielsson όταν ρωτήθηκε αργότερα για το συμβάν, στο γερμανικό online περιοδικό Metal.de, έδωσε παραπλανητική απάντηση, ενώ για το NSBM απάντησε πως το θεωρούσε αστείο σαν κίνημα.
Μετά από αυτή τη κυκλοφορία, η μπάντα κυκλοφόρησε επίσης μόνη της σε κασέτα τη συναυλία που έδωσε το 1999, με τίτλο “Black Metal Sacrifice” (την οποία δεν έχουν πρόθεση να επανακυκλοφορήσουν) στην Ουψάλα με τους Malign και τους Dark Funeral, η οποία οργανώθηκε από τους ίδιους σε συνεργασία με την Grim Rune Productions. Η κασέτα κυκλοφόρησε κυρίως στο στενό κύκλο της μπάντας (και επανακυκλοφόρησε σε CD το 2007) και περιλάμβανε και μία διασκευή στο “Sons Of Fucking Hell” από τους Bloodsoil, μία άγνωστη μπάντα στην οποία ο Danielsson είχε συμμετάσχει για κάποια χρόνια, χωρίς ωστόσο να κυκλοφορήσει κάτι μαζί τους. Μετά από όλα αυτά, είχε έρθει πλέον ο καιρός για μία full-length κυκλοφορία, με παραγωγή και παίξιμο της προκοπής.
Και full-length θα πάρουμε, μετά την κυκλοφορία του single “The Essence Of Black Purity” από τη Grim Rune Productions το 1999, (κυκλοφορία που η μπάντα τη θεωρεί την πρώτη επίσημη της δουλειά) την επόμενη χρονιά η μπάντα θα κυκλοφορήσει υπό την αιγίδα των End Of All Life Productions και Grim Rune Productions, τον πρώτο της δίσκο ονόματι “Rabid Death’s Curse”, όπου πλέον, οι Watain που αγαπήσαμε αρχίζουν σιγά-σιγά να παίρνουν τη μορφή που όλοι ξέρουμε με έναν ορμητικό, αλλά ταυτόχρονα και μελωδικό δίσκο που ναι μεν είναι επηρεασμένος από τους τεράστιους Dissection, αλλά περιέχει και έναν πιο Watain χαρακτήρα που έκανε τη μπάντα να ξεχωρίσει από άλλα συγκροτήματα της σκηνής, όπως είναι οι Vinterland, Dawn, Sacramentum (υποτιμημένοι Θεοί όλοι) οι οποίοι έκαναν κι αυτοί ξεκάθαρη την επιρροή τους (Dissection) αλλά έμειναν εκεί, σε αντίθεση με τους Watain. Μάλιστα, ο ίδιος ο Danielsson είχε δηλώσει πως την εποχή που σχηματίστηκε η μπάντα δεν υπήρχαν πολλές μπάντες που ήθελαν να κάνουν κάτι παραπάνω από απλώς να παίξουν τη μουσική που παίζουν τα είδωλά τους. Αυτή η δήλωση συνοψίζει όλη τη νοοτροπία με την οποία οι Watain γράφουν μουσική όλα αυτά τα χρόνια. Όπως και επίσης γιατί έγιναν μεγάλοι.
Την επόμενη χρονιά, η μπάντα κυκλοφορεί τη δεύτερη ζωντανή κυκλοφορία της, με τίτλο “The Ritual Macabre” από τη Sacrilegeous Warfare Productions και σε 666 κόπιες παρακαλώ (το λες και σατανική σύμπτωση),ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφορούν από τη Spikekult Rekords το split “The Misanthropic Ceremonies” με τους industrial black metallers συμπατριώτες τους Diabolicum και το 2002, η μπάντα θα περιοδεύσει στην Ευρώπη με τους Unpure. Το όνομα των Watain ολοένα και μεγάλωνε και τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα.
2003-2010: Τρεις εκπληκτικές κυκλοφορίες και η πορεία προς την καταξίωση
Βασικά, τα καλύτερα ήταν προ των πυλών για τους Σουηδούς, οι οποίοι ήξεραν ότι έπρεπε να βγάλουν έναν αντάξιο διάδοχο του πρώτου δίσκου και μετά από την κυκλοφορία ενός promo το 2002, την επόμενη χρονιά έκαναν ακριβώς αυτό. Κι όχι απλά το έκαναν, αλλά ξεπέρασαν το ντεμπούτο τους, κυκλοφορώντας από τη Drakkar Productions αν όχι το καλύτερο, τότε σίγουρα το σημαντικότερο τους άλμπουμ, ονόματι “Casus Luciferi”, το οποίο ήταν και το ξεκίνημα της μακράς τους συνεργασίας με τον Necromorbus των Funeral Mist, ο οποίος όχι μόνο έγραψε στίχους σε αυτό το δίσκο, αλλά είναι και ο παραγωγός όλων των στούντιο κυκλοφοριών των Watain από το “Essence Of Black Purity” κι έπειτα, ενώ έχει παίξει και μπάσο για αυτούς. Θεωρώ το δεύτερο full-length της μπάντας ως το πιο σημαντικό τους γιατί αυτή η κυκλοφορία ήταν το σημείο της μετάβασης από την ωμότητα και επιθετικότητα του ντεμπούτου στην εποχή της επιθετικότητας μεν, αλλά συνδυασμένης με περισσότερη μουσικότητα και ατμόσφαιρα που τους έκανε αυτούς που είναι, ενώ παράλληλα έδειξαν πως μπορούν να μπουκάρουν στο πάνθεον με τους μεγάλους του είδους, ξεπέρασαν ένα δίσκο ήδη πολύ καλό, ο οποίος είχε κάνει αίσθηση και έφεραν νέα στοιχεία στον ήχο τους κρατώντας παράλληλα το Watain χαρακτήρα. Στο “Casus Luciferi” λοιπόν, η μπάντα μεγαλώνει τις διάρκειες, δίνει λίγο περισσότερη βάση στη “γκρούβα” και τη μελωδία, αντίθετα με τον καταιγισμό που δεχόμαστε στον προηγούμενο δίσκο, ενώ έχουμε και το πρώτο μεγάλο σε διάρκεια κομμάτι της μπάντας (“Casus Luciferi” που κλείνει το άλμπουμ) και ταυτόχρονα, ο κόσμος συνειδητοποιεί ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία μπάντα όπως όλες οι άλλες, αλλά με ένα συγκρότημα που έχει όλα τα φόντα να γίνει κλασσικό και να αφήσει το στίγμα του στο μουσικό είδος που υπηρετεί, κάτι που αντιλήφθηκε η Season Of Mist που έσπευσε μετά από αυτό το έπος να προσθέσει τους Watain στο ρόστερ της. Σοφή επιλογή! Τα καλύτερα είχαν έρθει για το τρίο από την Ουψάλα.
Στη συνέχεια λοιπόν, ακολουθεί η περιοδεία ονόματι The Stellar Descension Infernal Tour μαζί με τους Secrets Of The Moon και Averse Sefira ενώ το 2004 θα περιοδεύσουν σε 18 χώρες μαζί με τους ΜΕΓΑΛΟΥΣ Dissection στη δίμηνη περιοδεία των δεύτερων ονόματι Rebirth Of Dissection (το DVD του εν λόγω tour είναι οδηγός για το πώς πρέπει το είδος να παίζεται ζωντανά). Ο μπασίστας μάλιστα των Dissection, Set Teitan, εκτέλεσε χρέη session-ά για τους Watain στη Ρωσία το 2005 εξ’ αιτίας της απουσίας του τότε μπασίστα τους, Whorth, ενώ αργότερα θα προστεθεί στη μπάντα σαν επίσημο μέλος τους στα live. Έπειτα από μια μεγάλη στουντιακή (αλλά όχι συναυλιακή) απουσία τεσσάρων ετών (λογικό, δε ξεπερνιέται έτσι εύκολα μια τέτοια δισκάρα), η μπάντα θα κυκλοφορήσει το 2007, σε συνεργασία με τη Season Of Mist το τρίτο της άλμπουμ, “Sworn To The Dark”, ένα δίσκο ο οποίος επί της ουσίας συνεχίζει εκεί που σταμάτησε το “Casus Luciferi”, στην κυριολεξία, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι σε διάρκεια (εδώ το Legions Of The Black Light – ΕΠΟΣ) είναι αυτό που ανοίγει το δίσκο, σε αντίθεση με τον προηγούμενο που τον έκλεινε. Εδώ λοιπόν, βλέπουμε τα στοιχεία που μας σύστησε το προηγούμενο άλμπουμ σε πιο ανεπτυγμένη μορφή, δηλαδή οι βίαιες στιγμές σε σημεία είναι απλά φρενήρεις, τα μελωδικά σημεία είναι πιο ξεκάθαρα, σχεδόν Maiden-ικού χαρακτήρα (κλείσιμο-ΟΝΕΙΡΟ στο “The Serpent’s Chalice”) και η ατμόσφαιρα γίνεται πιο έντονη με τη χρήση instrumentals (“Withershins”, “Dead But Dreaming”) όπως και με την χρήση μεγαλύτερων εισαγωγών όπως γίνεται πχ στο «χιτάκι» Stellarvore, το οποίο, όντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου για κάτι δευτερόλεπτα, είναι και αυτό που αναλαμβάνει το κλείσιμό του. Οι Watain είναι εδώ για να μείνουν και να αποδείξουν ότι η Season Of Mist είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Ενώ από περιοδείες, πλέον γίνεται ο κακός χαμός, με το σχήμα να περιοδεύει στην Ευρώπη με ονόματα από «το πρώτο ράφι» όπως Celtic Frost, Kreator, Legion Of The Damned (death/thrash μακελάρηδες) και το 2008 θα παίξουν για πρώτη φορά στη Λατινική Αμερική ως headliners μαζί με τους Withered ενώ σε κάποια shows είχαν και τη βοήθεια των Eclipse Eternal, Kronosfear και Book Of Black Earth (όπως είστε ακούστε το “I See Demons” από τους τελευταίους, οι άνθρωποι παίζουν παπάδες και είναι κρίμα να μείνουν στην αφάνεια).
Στη συνέχεια, θα παραμείνουν άλλα τρία χρόνια στουντιακά ανενεργοί και το 2010 κυκλοφορούν το “Reaping Death” single σε δύο εκδώσεις (η μία με μια εξαιρετική διασκευή στο “Chains Of Death” από Death SS και η άλλη με μια επίσης εξαιρετική διασκευή στο “Return Of Darkness And Evil”) το οποίο δεν έδινε και την ιδέα ότι θα βρισκόταν μέσα σε ένα δίσκο διάρκειας μίας ώρας και δεκατριών λεπτών. Κι όμως, το “Lawless Darkness“ που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά, στη διάρκεια των 73 λεπτών του, απλώνει μέσα του όλη τη Watain φόρμουλα όπως την ξέρουμε, για ακόμα μια φορά και την πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω σε κάθε τομέα. Οι μελωδίες του συγκροτήματος ηχούν πιο Dissection–ικές από ποτέ (πχ Malfeitor) τα φρενήρη σημεία φλερτάρουν με το blackened-death, η ατμόσφαιρα αυξάνεται και οι διάρκειες μεγαλώνουν, και φυσικά ο δίσκος για μια ακόμα φορά κλείνει με το μεγαλύτερό (εδώ και καλύτερο) κομμάτι σε διάρκεια. Ο λόγος φυσικά για το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ “Waters Of Ain” το οποίο είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ στο είδος (όχι τα τελευταία χρόνια, όχι μετά το 2000, ΓΕΝΙΚΑ ) και στα σχεδόν 15 λεπτά που διαρκεί, μας δίνει ό,τι αγαπάμε στους Watain στον υπερθετικό βαθμό. Με λίγα λόγια, το “Lawless Darkness” αποτελεί το κλείσιμο μιας εποχής για τη μπάντα, η οποία είχε γίνει πλέον τεράστια, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που τη συγκρίνουν με τα μεγαθήρια που έβγαλε το είδος στα 90s. Οι Watain βαφτίζονται και επίσημα ως η καλύτερη Black Metal μπάντα της νέας χιλιετίας, κάτι που επισφραγίζεται με τη βράβευση του “Lawless Darkness” με το σουηδικό Grammy το 2011, ως ο καλύτερος… ροκ δίσκος για το 2010. Είπαμε. Τα κομμάτια τα γράφει ένα παλιό μέλος των Dissection. Τυχαίο; Δε νομίζω. Επίσης, μιλάμε για το δίσκο που περιέχει το “Waters Of Ain”, άρα αρέσει και σε κουφούς. Και κάπως έτσι, η περίοδος της (δισκογραφικής) ακμής της μπάντας φτάνει στο τέλος της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
2011-2019: Τα υπερθεάματα επί της οθόνης, οι πειραματισμοί και η επιστροφή στις ρίζες – Η μπάντα σήμερα
Μετά λοιπόν από τα βραβεία και τη (δίκαιη) στουντιακή επιτυχία, ήταν πλέον η ώρα για τους Σουηδούς να υπερασπιστούν τον τίτλο της μεγαλύτερης black metal μπάντας του σήμερα και στο σανίδι. Και αυτό ακριβώς κάνει αφού εμφανίστηκε σε Wacken και Bloodstock ενώ συμμετείχε και στο αμερικάνικο Decibel Tour με Behemoth και In Solitude (2012) και ξανάπαιξε ως support στους πρώτους στα πλαίσια της περιοδείας τους για την προώθηση του “The Satanist” (2014) στην Αυστραλία. Κι επειδή ο καλύτερος τρόπος να μάθει κάποιος ότι η μπάντα σου σκοτώνει και συναυλιακά, τι καλύτερο από την κυκλοφορία ενός live album; Το “Opus Diaboli – 13 Years Of Black Metal Magic” που θα κυκλοφορήσει σε διπλό CD και DVD το 2012 θα αποδείξει περίτρανα ότι οι Watain «το έχουν» και στο σανίδι εκτός από το στούντιο. Στο άλμπουμ, βλέπουμε και ακούμε τη μπάντα στα ντουζένια της, με όλη τη φαντασμαγορική σκηνική της παρουσία να μην την καταπίνει (να μην καθοδηγεί το concept τη μουσική της δηλαδή), αλλά αντίθετα, να την ενισχύει στο να αποδώσει τα μέγιστα. Την ίδια χρονιά επίσης, κυκλοφορούν ένα πανέμορφο box-set σε χίλιες κόπιες (The Vinyl Reissues) το οποίο περιέχει τα τέσσερα πρώτα τους άλμπουμ σε βινύλια. Ύστερα από όλα αυτά λοιπόν, οι Σουηδοί αποφάσισαν πως ήταν καιρός να πειραματιστούν. Και δικαιολογημένα, καθώς έπαιζαν σε ένα συγκεκριμένο ύφος εδώ και 15 χρόνια κάτι το οποίο όσο να ναι κουράζει.
Το single “All That May Bleed” που κυκλοφόρησε το 2013 από τη Century Media, ναι μεν είναι ένα κλασσικό Watain–black metal κομμάτι, αλλά γίνεται εύκολα αντιληπτό πως οι ταχύτητες έχουν πέσει και η μπάντα δεν παίζει τόσο μανιασμένα όπως στις προηγούμενες δουλειές της. Κάτι που επιβεβαιώνεται όταν αργότερα την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το άλμπουμ με τίτλο “The Wild Hunt“ από τη Century Media για το οποίο η μπάντα θα περιοδεύσει στην Ευρώπη με πρώτο σταθμό την Ουψάλα στις 24/8/2013. Το περιεχόμενο του δίσκου επικεντρώνεται πιο πολύ στην ατμόσφαιρα (συγκεκριμένα ακούμε επιρροές από κλασσικό heavy metal, prog και doom μεταξύ άλλων) και στο groove σε αντίθεση με το παρελθόν, Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί οπαδοί να ξινίσουν και όχι άδικα, καθώς πρόκειται για τη μέτρια στιγμή στη δισκογραφία της μπάντας, η οποία κατά τα άλλα αποτελείται από δίσκους του 8-9/10. Όμως, παρ’ όλη τη συνολική μετριότητα, το “The Wild Hunt” περιέχει ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ, ανεξαρτήτως είδους, και ένα από τα πιο συγκλονιστικά που έχω ακούσει στη ζωή μου. Ο λόγος για το “They Rode On” φυσικά, το αγαπημένο μου Watain κομμάτι και ταυτόχρονα ο λόγος που τους ανακάλυψα και γράφω τώρα αυτές τις γραμμές. Αν το άλμπουμ ήταν πιο συγκροτημένο στο σύνολό του, και ταυτόχρονα είχε ΑΥΤΟ το κομμάτι για κλείσιμο, θα μιλούσαμε για δίσκο της τάξεως του αριστουργήματος. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν κατ’ αυτόν τον τρόπο, με αποτέλεσμα το πρώτο (και μοναδικό) στραβοπάτημα στην μέχρι τότε ανοδική πορεία του σχήματος να είναι γεγονός. Την ίδια χρονιά θα γυρίσουν βίντεο το κομμάτι “Outlaw” από το “The Wild Hunt” (που θα γίνει και χιτάκι στην τελική), θα διασκευάσουν το “Fuck Off We Murder” του GG Allin και θα το κυκλοφορήσουν σε single αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πως πάνω από όλα είναι αγνοί οπαδοί, κάτι που θα επισφραγιστεί δύο χρόνια αργότερα με την κυκλοφορία του “Tonight We Raise Our Cups And Toast In Angels Blood: A Tribute To Bathory”, που όπως λέει και το όνομα πρόκειται για ένα άλμπουμ-φόρο τιμής στους μπαμπάδες Bathory με διασκευές αυτών. Αν αυτό δεν είναι αγνό οπαδιλίκι, τότε τι είναι; Την ίδια χρονιά πάντως, θα τους απολαύσουμε για μια ακόμα φορά να σπέρνουν επί της οθόνης στο “Stellar Descension Infernal In Budapest” με ένα σετ που τιμούσε τις πρώτες τους κυκλοφορίες και δεν περιείχε “Waters Of Ain”, άρα αυτόματα βαφτίζεται κατώτερο live από το προηγούμενο.
Τον Ιανουάριο του 2015 η μπάντα θα συμμετάσχει στην Black Metal Warfare περιοδεία στις ΗΠΑ μαζί με Mayhem και Revenge ενώ Mayhem και Watain περιόδευσαν ξανά, αυτή τη φορά με τους Rotting Christ σαν ένα δεύτερο μέρος αυτής της περιοδείας. Στο πνεύμα αυτής της πιο old-school επιστροφής του DVD, η μπάντα θα κυκλοφορήσει στα τέλη του 2015 σε ένα box set τα τέσσερα πρώτα της άλμπουμ με τίτλο “Satanic Deathnoise From Beyond: The First Four Albums”. Και φτάνουμε σιγά-σιγά στο σήμερα. Τον Ιανουάριο του 2016, ο ηγέτης της μπάντας, Erik Danielsson θα βρεθεί στο επίκεντρο ενός τριμερούς ντοκιμαντέρ με τίτλο “Music, Blood And Spirit: The Life And Work Of Erik Danielsson” που σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου «Η ταινία πρόκειται για την τρίτη μιας τριλογίας με θέμα ανθρώπους που είναι 100% αφιερωμένοι σε πράγματα που η κοινωνία στιγματίζει ως ανορθόδοξες πεποιθήσεις και τρόπους ζωής». Τον Ιούλιο του 2016 ανακοινώθηκε μια ακόμα περιοδεία με τους Mayhem ονόματι The Past Is Alive για το Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς. Στην περιοδεία θα παιχτούν ολόκληρα τα “Casus Luciferi” και “De Mysteriis Dom Sathanas” αντίστοιχα, ενώ αργότερα οι Watain ανακοίνωσαν πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο δίσκος θα παιζόταν ολόκληρος (κρίμα γιατί παίζει να ναι και ο αγαπημένος μου) αντίθετα, οι Νορβηγοί όπως γνωρίζουμε έκαναν «αρπαχτές» μέχρι πρόσφατα. Στα πλαίσια αυτής της περιοδείας, οι δύο μπάντες θα κυκλοφορήσουν το split Sathanas/ Luciferi Tour EP, το οποίο ήταν διαθέσιμο μόνο στις συναυλίες του tour και στις 27/10/2016 η μπάντα μας πληροφορεί πως ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το διάδοχο του “Wild Hunt”. Στις 2/8/2017 λοιπόν, ανακοινώνεται η ημερομηνία κυκλοφορίας του έκτου δίσκου για τις 5/1/2018. Στις 31/10/2018 κυκλοφορεί το single “Nuclear Alchemy” το οποίο βαράει μέχρι το θεό και φανερώνει μια επιστροφή στη “Rabid Death’s Curse” λογική, δηλαδή μικρά και περιεκτικά κομμάτια, ακόμα πιο απλά: μόνο ξύλο, ενώ το split που κυκλοφόρησαν το 2018 με τους Tribulation ως δείγμα για το Rock Hard περιέχει το “Sacred Damnation” (κομμάτι του τελευταίου δίσκου) που ενίσχυσε την ιδέα ότι οι Watain επέστρεφαν στις ρίζες τους. Και πράγματι, επιστροφή στις ρίζες θα πάρουμε όταν την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει το πιο πρόσφατο άλμπουμ της μπάντας, με τίτλο “Trident Wolf Eclipse“ που ΒΑΡΑΕΙ πιο πολύ από ο,τιδήποτε έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα οι Σουηδοί. Η μελωδία στο δίσκο είναι ελάχιστη, ακόμα λιγότερη από το ντεμπούτο. Συγκεκριμένα, ακούμε κάποια μελωδικά περάσματα στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου (Antikrists Mirakel) που είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια, μόλις 7:09 (όχι για να καταλάβετε τι ξύλο πέφτει). Σε γενικές γραμμές, ο δίσκος αυτός τους πηγαίνει μακριά από την πολλή ατμόσφαιρα του “Wild Hunt” που ναι μεν περιέχει πολλές καλές ιδέες, όμως δεν είναι ένα στοιχείο που ταιριάζει στη μουσική των Watain που τους έκανε μεγάλους. Θα θελα πάντως ένα “They Rode On” ακόμη.
Στα πλαίσια προώθησης του νέου δίσκου, ακολούθησε περιοδεία στη Βόρεια Αμερική στις αρχές του 2018 και μια στην Ευρώπη, μέρος της οποίας αποτελεί και η χώρα μας. Η μπάντα θα μείνει στουντιακά ενεργή και μέσα στη χρονιά που διανύουμε, καθώς στις τρείς Απριλίου του τρέχοντος έτους θα κυκλοφορήσουν το split Black Metal Terror αποτελούμενο από τέσσερα CDs μαζί με άλλες τρεις μπάντες (Malign, Triumphator, Ofermod).
Η πορεία του σχήματος, αποδεικνύει το μέγεθός του και δείχνει γιατί μπάντες όπως αυτοί θα έπρεπε να απολαμβάνουν το σεβασμό όλων μας. Οπαδοί όσο λίγοι (το ότι βγάζουν splits με άγνωστες μπάντες για να τις προωθήσουν και κυκλοφορούν ολόκληρο δίσκο με διασκευές στους Bathory, όπως και οι αμέτρητες διασκευές που έχουν κάνει, το αποδεικνύουν περίτρανα). Και εννοείται φυσικά πως στα της μουσικής, έχουν αφήσει το δικό τους ανεξίτηλο στίγμα. Για πάντα. Αναλλοίωτα σε όσους αιώνες κι αν περάσουν. Είπαμε, “Waters Of Ain” και “They Rode On” (Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΜΑΛΛΙΑΣΕ ΝΑ ΕΚΘΕΙΑΖΩ) δε γράφονται κάθε μέρα. Τα λέμε στις 4 Μαΐου.
Υ.Γ. Say goodbye to the light
Come twilight, come dark night
ΠΑΙΧΤΕ ΤΟ !!!!
Κείμενο: Θοδωρής Κατσικονούρης