Οι Αθηναίοι Egoera είναι ένα τριμελές συγκρότημα που σχηματίστηκε το 2013. Παίζουν ορχηστρική post-rock μουσική και το “Fortuna” είναι στην ουσία η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική τους δουλεία. Έχει προηγηθεί ένα demo δύο κομματιών και το single “Virtues”, δουλειές που συνοδεύτηκαν από μια αρκετά έντονη συναυλιακή δραστηριότητα του σχήματος τα τελευταία χρόνια.
Το εξώφυλλο του “Fortuna” είναι κινηματογραφικής και minimal αισθητικής, η οποία είναι πλήρως αντιπροσωπευτική της μουσικής που δημιούργησε το σχήμα. Το συγκρότημα εντάσσει τον εαυτό του κάτω από την ομπρέλα του post-rock, αλλά η αλήθεια είναι ότι αν τους ακούσεις προσεκτικά μπορεί να προσέξεις υπόγειες, σχεδόν ανεπαίσθητες επιρροές από jazz, funk, ηλεκτρονική, ακόμα και κλασική μουσική. Η metal και rock μουσική δίνει στους τραγουδιστές της συνήθως πρωταγωνιστικό ρόλο, με εξαίρεση κάποιους δημοφιλείς ορχηστρικούς δίσκους και καλλιτέχνες. Οι οποίοι όμως είναι φτιαγμένοι ακριβώς με την ίδια νοοτροπία των αντίστοιχων μη ορχηστρικών. Η μόνη διαφορά τους είναι ότι έχουν στον πρώτο ρόλο συνήθως μία κιθάρα, που θα τοποθετηθεί στο επίκεντρο των συνθέσεων και κατ’ επέκταση της προσοχής του ακροατή, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που στην άλλη περίπτωση θα είχε τοποθετηθεί η φωνή.
Αντίθετα με τους προαναφερθέντες, οι Egoera είναι αυστηρά ορχηστρικό σχήμα, παίζοντας με όρους αντίθετους από εκείνους που περιγράψαμε. Από τη μία αυτό δείχνει την αυτοπεποίθηση των μουσικών ότι μπορούν να διηγηθούν μια ιστορία χωρίς τις εκφραστικές ευκολίες που παρέχει μια φωνή. Από την άλλη πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα άψογος σε όλα, συνθετικά και εκτελεστικά, καθώς ο ακροατής θα προσέξει λεπτομέρειες που ίσως δεν θα πρόσεχε σ’ ένα δίσκο με φωνητικά.
Η φωνή και οι ανθρώπινες δυνατότητες της μπορεί να είναι δεσμευτικές ως προς το διαφορετικό συναίσθημα ή ύφος που θέλει να επικοινωνήσει κανείς από τραγούδι σε τραγούδι, οπότε ένας ορχηστρικός δίσκος μπορεί να καταλήξει να είναι ένας πολύ περισσότερο πλουραλιστικός. Το συγκεκριμένο σχήμα ποντάρει πράγματι στις ενδιαφέρουσες δομές και στις έντονες εναλλαγές, πολλές φορές μέσα στο ίδιο κομμάτι. Καταλήγει όμως με έναν εξαιρετικά συμπαγή δίσκο που αποφεύγει την παγίδα αντίστοιχων του είδους. Ένα είδος που ευνοεί να ξεφεύγουν οι μουσικοί με τους πειραματισμούς και το αποτέλεσμα να χάνει την ομοιογένεια του. Εδώ όμως, οι δομές των τραγουδιών είναι αρκετά αυστηρές και σαφείς.
Πιο συγκεκριμένα, το εναρκτήριο “Hiru” δανείζεται ορισμένες jazz φόρμες, το “Galilea” ποντάρει περισσότερο στην ατμόσφαιρα, το “Rojava” διαθέτει ισόποσες αναφορές στην κλασική μουσική και το heavy metal, ενώ ο επίλογος “Steppe” δείχνει έναν πιο funk χαρακτήρα της μουσικής τους. Αξιόλογη προσπάθεια στο σύνολο της, αλλά παρότι διαθέτει έντονο το metal στοιχείο, κατά πάσα πιθανότητα απευθύνεται πολύ περισσότερο σε φίλους άλλων ειδών μουσικής, όπως η ηλεκτρονική, η κλασική και η jazz παρά στην υποφαινόμενη. Σε κάθε περίπτωση, όσοι πιστοί τσεκάρετε.
6,5/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com