Δεύτερος δίσκος για τους Ιρλανδούς, μετά το “Key To The Abyss” του 2018. Οι Superstatic σχηματίστηκαν στο Δουβλίνο το 2017 και παίζουν μια μίξη doom, death και industrial metal. Αποτελούνται από τέσσερα μέλη, με γνωστότερο τον τραγουδιστή και μπασίστα Rustam Shakirzyanov, ο οποίος είχε διατελέσει μεταξύ άλλων και μπασίστας στους Cruachan.
Το πρώτο κομμάτι του δίσκου “I Have No Mouth, And I Must Scream” αποτελεί φόρο τιμής στο ομώνυμο διήγημα του συγγραφέα και πρωτοπόρου της επιστημονικής φαντασίας Harlan Ellison. Έναρξη που αποδίδει σε μεγάλο βαθμό ολόκληρο τον τόνο του δίσκου, καθότι η πένα του αείμνηστου Αμερικάνου δένει εξαιρετικά με τον δυστοπικό και παράξενο ήχο του κουαρτέτου.
Το μπάσο του Justin Case κλέβει τις εντυπώσεις, δημιουργώντας την απαραίτητη πνιχτή ατμόσφαιρα που μπορεί να αναμένει κανείς από δίσκο του είδους. Προερχόμενη από Ιρλανδούς, η τελευταία είναι περισσότερο σκοτεινή και ατμοσφαιρική και λιγότερο sludge και groovy. Τουλάχιστον αν την θεωρήσει κανείς σε αντιπαραβολή με την ηχητική προσέγγιση των αντίστοιχων σχημάτων της άλλης πλευράς του Ατλαντικού.
Η στιχουργική θεματολογία ακολουθεί παρόμοιο μοτίβο και στον υπόλοιπο δίσκο. Ντύνοντας τα industrial πιάνα και βιολιά των επτά, ως επί το πλείστον, μακροσκελών συνθέσεων ταιριαστά με τους μετρ του φαντασιακού τρόμου Harlan Ellison, Wilhelm Hauff, Stephen King και Arthur Machen. Αλλά η κορυφαία στιγμή του δίσκου, παραδόξως δεν αντλεί έμπνευση από κανέναν από αυτούς.
Το μινιμαλιστικό αλλά χαώδες drone/doom metal του “House Dagoth” ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κομμάτια αμέσως. Η πηγή έμπνευσης του δεν είναι άλλη από τον ομότιτλο οίκο στο παιχνίδι ρόλων The Elder Scrolls. Η αγάπη μου για τα RPGs και η nerd-οσύνη (sic) που τη συνοδεύει είναι λίγο πολύ γνωστές, καθότι έχουν εκφραστεί πολλάκις, μεταξύ άλλων και στην ιστοσελίδα που διαβάζετε αυτή την στιγμή. Οπότε μπορείτε να φανταστείτε τον ενθουσιασμό μου για αυτό το εγχείρημα.
Άλλο ένα θετικό είναι η ανάμιξη του Tom Waltz (Venom, Annihilator) στην παραγωγή. Η οποία όσο να πεις, δίνει το κάτι παραπάνω. Είμαι βέβαιη ότι ιδέες όπως προσθήκη της ιδιαίτερης φωνής της Cynthia Voland στο “Edge” αποτελούν δική του πρωτοβουλία. Και κάπως έτσι περνάει η ώρα με έναν δίσκο που θα χαρακτηρίζαμε δίσκο στιγμών. Διαθέτει ορισμένες εξαιρετικές επί μέρους στιγμές, πολύ καλύτερες αν τις δεις μεμονωμένα από την συνολική εμπειρία δίσκων που θα βαθμολογούσε κανείς υψηλότερα.
Δεν είμαι σίγουρη αν η μακροσκοπική θεώρηση του θα εμπεριείχε την ίδια αίγλη ή όχι. Αλλά είναι αρκετή για να δώσει στους Superstatic την σπάνια ιδιότητα του sui generis σχήματος. Μια ταμπέλα που πολλοί επιθυμούν αλλά λίγοι επιτυγχάνουν. Κι όταν επιτυγχάνεται, συνήθως γίνεται όπως εδώ, δηλαδή σχεδόν κατά λάθος. Αν καταφέρουν να βάλουν σε τάξη το δημιουργικό χάος τους, σε λίγα χρόνια από τώρα θα μιλάμε πολύ περισσότερο για αυτούς.
7/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com