Τα “βαμπίρ του Ελσίνκι” γιορτάζουν αισίως την τριακοστή τους επέτειο με την κυκλοφορία του “West End” και ήδη, κοιτώντας το εξώφυλλο, ξέρουμε ότι πρέπει να βάλουμε τα καλά μας για ένα σκοτεινό και μακάβριο πάρτι. Goth ‘n’ roll, τραγούδι-αφιέρωμα σε cult ταινία τρόμου και επίλεκτοι καλεσμένοι, τι άλλο να ζητήσει κανείς από αυτή την ζοφερή, μα και ευδιάθετη, γιορτή;
Το album παίζει τα δυνατά χαρτιά του, τη συμμετοχή των guest, από την αρχή, αφού αυτός που υποδέχεται πρώτος τον ακροατή στο εναρκτήριο τραγούδι “Two HornsUp” δεν είναι ο Jyrki69, αλλά ο καλός φίλος της μπάντας, ο δαιμονικός (σ.σ. και γκοθομορφονιός) Dani Filth. Το κομμάτι, όπως και το σύνολο του δίσκου, φέρει μια αύρα μελαγχολίας, αλλά παράλληλα ποτέ δεν αφήνει την εορταστική του διάθεση. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα κλασικό συναυλιακό κομμάτι που γράφτηκε για να ξεσηκώνει. Εν μέρει “cheesy”, αλλά, ό,τι και να λέμε τώρα, άμα το ακούγαμε ζωντανά θα χοροπηδούσαμε με περίσσιο ενθουσιασμό.
Στα επόμενα τραγούδια, τον απόλυτο πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η ζεστή και συνάμα μυστηριώδης φωνή του Jyrki69, η οποία σε συνδυασμό με τα σκοτεινά πλήκτρα που δίνουν έναν darkwave αέρα, κάνει το “West End” να ακούγεται σαν μια πιο σκληρή εκδοχή των Sisters Of Mercy. Η εκρηκτική και εορταστική διάθεση εναλλάσσεται συνεχώς με το πέσιμο των ταχυτήτων, με χαλαρά κομμάτια όπως το “Death & Desire” ή το αποχαιρετιστήριο κομμάτι του δίσκου, το “Hell Has No Mercy”.
Τo “The Last House On The Left” σκάει από την αρχή με άγριες διαθέσεις και δε θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, αφού είναι το δεύτερο τραγούδι του album που περιέχει τη συμμετοχή και των υπόλοιπων καλεσμένων, του Wednesday13 και της Calico Cooper. Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι το αφιέρωμα στην ομώνυμη ταινία του 1972 με τη συμμετοχή όλων των καλεσμένων. Σαν τραγούδι στέκει αρκετά καλά από μόνο του, αλλά ως αφιέρωμα στη συγκεκριμένη ταινία περίμενα ότι θα απέπνεε περισσότερο το δυσοίωνο συναίσθημα, παρά ότι θα ήταν απλώς ένα πιασάρικο τετράλεπτο.
Τελικά, το “West End” είναι ένας καλός δίσκος. Αλλά μέχρι εκεί. Η επιλογή των singles “27 & Done”, “Black Orchid” και “Cheyenna” ήταν ορθή, αλλά θεωρώ πως δεν υπάρχει γενικά το κομμάτι που θα απογειώσει το δίσκο. Με τραγούδια όπως τα “Dance D’ Amour”, “Brandon Lee”, “Wasting The Dawn” και “Lost Boys”, τέτοιες προσδοκίες και συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Εν ολίγοις, με αφορμή την τριακοστή επέτειο, θα μπορούσαν να είχαν χαρίσει στα αυτιά μας μερικά νέα hits που θα μνημονεύονταν με τον ίδιο τρόπο μέσα στα επόμενα χρόνια, όμως δε νομίζω ότι το κατάφεραν, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό.
6/10
Τζούλια Τσαγκάρη
[email protected]