Τους Volbeat τους λατρεύω. Είναι μία από τις ελάχιστες μπάντες της νέας χιλιετίας που μπορείς να πεις ξεκάθαρα ότι έχουν το δικό τους άμεσα αναγνωρίσιμο στυλ. Αυτή η μίξη heavy metal με rock ‘n’ roll και rockabilly τους έδωσε γρήγορα μεγάλη προβολή, αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Αν δεν ήταν φοβεροί μουσικοί, αν δεν έβγαζαν μία σειρά από δισκάρες, αν δεν έκαναν εξαιρετικές ζωντανές εμφανίσεις, δε θα είχαν φτάσει εδώ που είναι τώρα. Εδώ ολόκληρος Rob Caggiano έφυγε από τους Anthrax μετά από δώδεκα χρόνια για χάρη τους.
Συνεχίζοντας λοιπόν τον επιτυχημένο δρόμο τους, τρία χρόνια μετά το “Seal The Deal & Let’s Boogie”, η έβδομη full-length κυκλοφορία τους είναι γεγονός και τα πράγματα είναι όπως τα περίμενα. Όχι κάτι το οποίο θα επαναπροσδιορίσει τη μουσική τους, αλλά μία ακόμα απολαυστική δουλειά. Επίσης, μία πληθώρα από καλεσμένους περνάνε από studio για να βάλουν τη δική τους πινελιά σε κάποια τραγούδια, όπως έγινε και σε κάθε προηγούμενη κυκλοφορία τους (σ.σ.: πέραν του ντεμπούτου).
Το album ξεκινάει με το “Last Day Under The Sun”, ένα κλασσικό Volbeat κομμάτι με κολλητικό refrain και φοβερή μελωδία που ξέρεις ότι θα γίνει εύκολα συναυλιακό αγαπημένο. Το “Pelvis On Fire” με την καθαρά rock ‘n’ roll προσέγγισή του μου θύμισε αρκετά το “Devil Or The Blue Cat’s Song”, ενώ ο Michael Poulsen δίνει ρέστα με τα φωνητικά του. Πολύ ωραία μελωδία στο μελαγχολικό “Rewind The Exit”, ενώ η πρώτη ηχηρή συμμετοχή έρχεται στο “Die T oLive”. Άλλο ένα rock ‘n’ roll κομμάτι με πιάνο, σαξόφωνο και τη συμμετοχή του Neil Fallon (Clutch).
Το album όσο προχωράει συνειδητοποιώ ότι δεν έχει κακές στιγμές. Παράδειγμα, το υπέροχο “When We Were Kids”και το “Cloud 9” με τα φωνητικά της Mia Maja που συμμετέχει για δεύτερη συνεχόμενη κυκλοφορία. Το ίδιο ισχύει και για το “Cheapside Sloggers” με το solo του Gary Holt (Exodus, Slayer), το “Maybe I Believe” και το φανταστικό thrashy “The Everlasting”. Γενικά οι Volbeat, όσο επικεντρώνονται στη heavy metal πλευρά τους έχουν εξαιρετικά riffs και μελωδίες που τους δίνουν την χαρακτηριστική ταυτότητά τους.
Η ηχογράφηση, παραγωγή, μίξη και mastering που μοιράστηκε μεταξύ των Rob Caggiano, Bryan Russell και Jacob Hansen είναι αψεγάδιαστη. Στην περιορισμένη έκδοση, οι οπαδοί της μπάντας θα βρουν ένα δεύτερο CD με άλλα οχτώ κομμάτια. Δύο έξτρα και έξι από τη βασική έκδοση σε demo εκτελέσεις. Οι Δανοί αστέρες συνεχίζουν ακάθεκτοι με αξιοπρόσεκτη συνέπεια και ποιότητα στη δισκογραφία τους.
Το αν το “Rewind, Replay, Rebound” είναι καλύτερο από τα προηγούμενα, αυτό θα το δείξει ο χρόνος και η άποψη κάθε ακροατή. Πάντως εγώ, όταν το ακούω, το “replay” είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου.
8/10
Γιώργος Τερζάκης
geo.terzakis@gmail.com