Self-financedΚριτικές

Bryan Eckermann – Plague Bringers (Self-Financed)

Θα πω την αλήθεια. Προτού μου ζητηθεί να ακούσω και να πω τη γνώμη μου για το Plague Bringers, τον κύριο Bryan Eckermann δεν τον γνώριζα, παρόλο που το ομώνυμο συγκρότημα, του οποίου ο Eckermann είναι μοναδικό μέλος, υπάρχει από το 2014. Ψάχνοντας για πληροφορίες σχετικά με το συγκεκριμένο συγκρότημα είδα ότι μας έρχεται από το San Antonio του Texas και ανήκει στο χώρο του μελωδικού black και του death metal.

Από το 2014 ο Eckermann έχει κυκλοφορήσει εφτά άλμπουμ (το τελευταίο, με τίτλο “The 7th Sin”, κυκλοφόρησε πέρσι), με το Plague Bringers να αποτελεί το όγδοο ολοκληρωμένο άλμπουμ, ενώ ο ίδιος είναι μέλος και σε άλλες μπάντες, όπως οι Scars Of The Flesh, Winters Plague και Wings Of Abaddon. Για να δούμε τι έχει να μας πει αυτός ο πολυάσχολος και παραγωγικός μουσικός.

Το Plague Bringers είναι ένας δίσκος που καταφέρνει να σε τραβήξει από την αρχή και να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον σχετικά γρήγορα αλλά επίσης καταφέρνει να κάνει τον ακροατή να χάσει το ενδιαφέρον του μέχρι αυτός να φτάσει στο τελευταίο τραγούδι. Ας εμβαθύνω πάνω σε αυτό ώστε να σας δώσω να καταλάβετε καλύτερα τι εννοώ.

Ο Eckermann έχει ενσωματώσει κάποιες ιδέες στο άλμπουμ που και έξυπνες είναι και ωραία εκτελεσμένες είναι και δουλεύουν πολύ όμορφα μεταξύ τους. Έχουμε από τη μία την κλασική φόρμουλα ενός black/death δίσκου που σημαίνει γρήγορα και καταιγιστικά ξεσπάσματα, με παγωμένες μελωδίες και blast beats, όσον αφορά το black κομμάτι, και πιο έντονα μέρη, με βαριές κιθάρες, mid-tempo ταχύτητες και δυναμικά τύμπανα, όσον αφορά το death κομμάτι. Και κάπου εκεί σταματάνε εκείνα τα τυπικά στοιχεία που διαμορφώνουν ένα δίσκο του συγκεκριμένου είδους.

Αυτό, όμως, που κάνει αυτό το άλμπουμ αρκετά ενδιαφέρον είναι ο μελωδικός χαρακτήρας του. Και δεν μιλάω για κάποια μελωδικά riffs της κιθάρας ή κάποια μικρά μελωδικά κοψίματα που σπάνε την ένταση και τις γρήγορες ταχύτητες. Μιλάω για μελωδικά περάσματα με ωραία ενορχήστρωση που αλλάζουν εντελώς την ατμόσφαιρα του άλμπουμ, αφού υπάρχει απουσία extreme μουσικής. Μιλάω για μινιμαλιστικά σημεία, όπου ακούγεται μόνο ακουστική κιθάρα ή πλήκτρα και καμιά φορά καθαρά ψιθυριστά φωνητικά. Μιλάω για ατμοσφαιρικές εισαγωγές στα τραγούδια που πολλές φορές είναι και σκοτεινές και έχουν μια απειλητική υπόνοια που σε κάνουν να αισθάνεσαι άβολα.

Και τέλος, μιλάω και για μελωδικές κιθάρες και σόλο ή πλήκτρα που συνοδεύουν τα πιο έντονα mid-tempo σημεία, αν και αυτό είναι κάτι που λίγο ή πολύ ακούγεται συχνά στους extreme δίσκους. Επίσης, υπάρχουν και κάποια πιο doom περάσματα με αρκετά σκοτεινό αλλά και λυρικό ήχο, όπου τα αργά και στενάχωρα φωνητικά αλλά και κάποιες απεγνωσμένες κραυγές που ακούγονται στο βάθος, δημιουργούν ένα όμορφο αν και κάπως ανατριχιαστικό αποτέλεσμα.

Τα λέω όλα αυτά, επειδή θέλω να δώσω έμφαση στο γεγονός πως ο Αμερικάνος έχει κάνει πολύ ωραία δουλειά στα αργά και μελωδικά σημεία του δίσκου, τα οποία παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με το πιο βαρύ και extreme κομμάτι του άλμπουμ. Και δεν είναι σημεία που ακούγονται στην αρχή ή στο τέλος των τραγουδιών αλλά υπάρχει συνεχής εναλλαγή ανάμεσα σε μελωδία και σε βαρύτητα, με τα ατμοσφαιρικά και μινιμαλιστικά μέρη να κόβουν απότομα τα βαριά riffs και τα δυναμικά τύμπανα και τα γρήγορα black ξεσπάσματα να διακόπτουν ξαφνικά μια όμορφη μελωδική στιγμή.

Όμως (γιατί δυστυχώς υπάρχει και ένα «όμως»), όλο αυτό, ενώ ακούγεται ωραίο και ενδιαφέρον, ταυτόχρονα αποτελεί και την αδύναμη πλευρά του δίσκου. Και σε αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο βαθμό η συνολική διάρκεια του δίσκου, που φτάνει τα 67 λεπτά. Το ξέρω πως έχω ξαναμιλήσει για αυτό και σε άλλα κείμενά μου αλλά δυστυχώς η μεγάλη διάρκεια μπορεί να αποδειχτεί κακός σύμμαχος, ιδιαίτερα όταν ακολουθείται από την αίσθηση της επανάληψης. Θα μου πείτε τώρα «ρε μεγάλε ποια επανάληψη, αφού μας μίλαγες τόση ώρα για συνεχείς αλλαγές;».

Ναι, όντως, υπάρχουν συνεχείς αλλαγές σε όλα τα κομμάτια. Όμως, αυτές οι αλλαγές έχουν μια συγκεκριμένη μανιέρα που όσο το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, αρχίζεις και την αντιλαμβάνεσαι και σιγά σιγά ξέρεις τι πρόκειται να ακολουθήσει. Ξέρεις ότι μετά από αυτό το ξέσπασμα θα ακολουθήσει ένα μελωδικό κόψιμο που θα ακούγεται έτσι και μετά θα ανεβάσει πάλι ένταση και μετά θα υπάρξει ένα ατμοσφαιρικό πέρασμα πριν χώσει ξανά. Στα 40-45 λεπτά αυτό δεν θα έκανε τόση εντύπωση. Στα 67, όμως, κάνει και μάλιστα πολύ. Και αυτό είναι υπεραρκετό για να σε κάνει να χάσεις όλο εκείνο το ενδιαφέρον που είχες στρέψει στα πρώτα κομμάτια του δίσκου.

Αλλά ακόμα και με αυτό το σημαντικό αρνητικό στοιχείο, το Plague Bringers είναι ένας δίσκος που αξίζει να ακούσει κανείς, καθώς όπως είπα ο Eckermann έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στο μελωδικό κομμάτι του δίσκου και το έχει παντρέψει όντως με ωραίο τρόπο με την extreme πλευρά του. Ακόμα και με το αίσθημα της επανάληψης που υπάρχει, η μουσική είναι όμορφη, λυρική, στενάχωρη, σκοτεινή αλλά και ταξιδιάρικη. Και αυτό είναι κάτι που οι φίλοι της μελωδίας πρέπει να τσεκάρουν.

6,5/10
Μίνως Ντοκόπουλος
[email protected]

whale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothRodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X