Συνεντεύξεις

Cyclopean Walls

Τι μπορεί να ενώνει έναν Έλληνα κιθαρίστα, έναν Βραζιλιάνο τραγουδιστή και έναν Γερμανό drummer, όπου όλα έχουν έδρα την Γαλλία; Ο λόγος λοιπόν για τους Cyclopean Walls, οι οποίοι κυκλοφορούν αυτή την περίοδο το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο “Enter The Dreamlands”, για το οποίο κλήθηκε να μας μιλήσει ο Γιάννης Τζιάλλας.

Γεια σου Γιάννη! Σε ευχαριστώ προκαταβολικά για τον χρόνο που μας διαθέτεις για τις παρακάτω ερωτήσεις και σε καλωσορίζω στο περιοδικό μας! Που σε πετυχαίνουμε αυτή την στιγμή; Αν δεν κάνω λάθος, μένεις Γαλλία;

Γεια σου Μιχάλη. Αυτή τη στιγμή με πετυχαίνεις στο σταθμό του προαστιακού τραίνου που με πάει από το ωδείο που διδάσκω στο σπίτι μου. Είναι εννιά το βράδυ και αυτή η κουβέντα είναι η ιδανική συντροφιά αυτή την ώρα στα παγωμένα Παρισινά προάστια…

Πριν μιλήσουμε λίγο για το πρώτο σου άλμπουμ θέλω λίγο να μου πεις το πώς σου ήρθε η ιδέα για τους Cyclopean Walls; Ξέρω πως το συγκρότημα είναι δικό σου πνευματικό παιδί…

Η αγάπη μου για το έργο του H.P. Lovecraft και γενικότερα για την λογοτεχνία φαντασίας και τρόμου πηγαίνει μαζί με την αγάπη μου για το heavy metal. Τα δυο άρχισα να τα ανακαλύπτω σχεδόν ταυτόχρονα από την ηλικία των 11-12 ετών. Ακόμη και σήμερα έχω την ανάμνηση να διαβάζω την “Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ” και να παίζει σε κασέτα το Ancient Dreams των Candlemass ή αργότερα να ακούω Rage και Mekong Delta και από τους στίχους να οδηγούμαι σε λογοτεχνικές αναζητήσεις. Όταν ξεκίνησα να γράφω για τους Cyclopean Walls ήταν επειδή δεν μπορούσα να βρω ακριβώς τη μουσική που ήθελα να ακούσω. Ως φαν οδηγήθηκα στο να γράψω και η αγάπη ενός φαν είναι το συνεκτικό στοιχείο για όλο το υλικό στο πρώτο μας άλμπουμ.

Το σχήμα έχει μια ενδιαφέρουσα σύνθεση από πλευράς μελών. Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να μαζέψεις όλους αυτούς τους μουσικούς;

Ήταν πολύ εύκολο όταν είχα καταλήξει στα άτομα που ήθελα να συμμετέχουν. Επικοινώνησα μαζί τους, ακούσανε τις μακέτες μου, συζητήσαμε την αμοιβή τους και προχωρήσαμε στη συνεργασία. Φυσικά υπήρξαν και μουσικοί που τους προσέγγισα και αρνήθηκαν ή αρχικά δέχθηκαν και μετά εξαφανίστηκαν. Αλλά όλα αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι και στη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων. Στο τέλος είμαι απόλυτα ευτυχής με το team των ανθρώπων που δούλεψαν για το άλμπουμ.

Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στο άλμπουμ ήταν η θεματολογία του. Προφανώς και δεν σε ρωτάω αν είσαι λάτρης τους H. P. Lovecraft αλλά πώς ένοιωσες προσπαθώντας να μελοποιήσεις το έργο του; Έγραψες πρώτα την μουσική ή τους στίχους;

Αυτά τα πράγματα για μένα γίνονται λίγο μαζί. Εννοώ πως αν ξεκινήσω να γράφω τον στίχο, στο μυαλό μου υπάρχει ήδη η μουσική που θα τον ντύσει, όχι τελειωμένη βέβαια, αλλά πιο πολύ ως ύφος, ως αρχική μακέτα. Το ίδιο κι όταν έχω ένα μουσικό θέμα ή ένα riff. Αυτό μου προτείνει την στιχουργική κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσω. Αλλά όπως καταλαβαίνεις όλα αυτά είναι υποκειμενικά και για τον κάθε δημιουργό λειτουργούν διαφορετικά, δεν υπάρχει συνταγή. Τώρα ειδικά σε σχέση με τον Lovecraft και το έργο του, το οποίο μετέφερα σε έμμετρο λόγο, μπορώ να σου πω πως, αν και θα έπρεπε να νιώθω απύθμενο άγχος που τολμώ να αγγίξω το έργο ενός “ιερού τέρατος”, δεν ένιωσα πίεση ή βάρος. Κι αυτό γιατί το προσέγγισα ως φαν όπως σου έγραψα παραπάνω. Ή αν θες όπως το παιδί προσπαθεί να μιμηθεί τον ενήλικα αλλά με δικό του τρόπο. Το έκανα με αγάπη προς έναν δημιουργό που με συντροφεύει από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα.

Με τέτοια θεματολογία ήταν αναμενόμενο ότι το υλικό θα είναι σκοτεινό αλλά δεν περίμενα να είναι και τόσο τεχνικό. Παράλληλα μου έδωσε και μια κινηματογραφική αίσθηση. Συμφωνείς με αυτή την περιγραφή; Γενικά μιλώντας πόσο εύκολο ήταν να φέρεις σε μια μουσική μορφή τον κόσμο αυτού του τρομερού συγγραφέα;

Συμφωνώ με την περιγραφή σου. Κοίτα, έχει να κάνει με τις επιρροές του καθενός. Προσωπικά λατρεύω μπάντες όπως οι Paynes Gray, οι Fates Warning, οι Titan Force, οι Warlord, οι Rage, αλλά κι έχω περάσει πολλά χρόνια εξερευνώντας την τζαζ, την παραδοσιακή μουσική και τη μουσική για την εικόνα. Όλα αυτά μαζί είμαι εγώ και είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο μπορώ να κάνω μουσική. Ως εκ τούτου προέκυψε και η συγκεκριμένη “μεταφορά” του έργου του Lovecraft σε μουσική και στίχο. Τώρα, κάποιος που με γνωρίζει μπορεί να πει “Καλά ρε φίλε, εσύ λατρεύεις και το Νορβηγικό black, γιατί δεν έκανες κάτι τέτοιο μουσικά για να ντύσεις το θέμα σου;” Σε τέτοιου τύπου ερωτήσεις δεν έχω απάντηση. Δεν ξέρω. Για κάποιο εσωτερικό λόγο που δεν μπορώ να αποκωδικοποιήσω, είχε νόημα αυτές οι νουβέλες να γίνουν τέτοιοι στίχοι και τέτοια μουσική όπως αυτή που ακούς στο “Enter The Dreamlands”. Σε σχέση με το αν ήταν εύκολο: Δεν ήταν δύσκολο. Η σύνθεση του υλικού πήρε σε καθαρό χρόνο πέντε μήνες. Ήταν ευκολότερο απ’ ότι περίμενα.

Μιλώντας για κινηματογράφο, είναι αλήθεια ότι όποιες προσπάθειες μεταφοράς του έργου του στην μεγάλη οθόνη μάλλον δεν ήταν και οι καλύτερες. Ποια είναι η άποψή σου σε αυτό το θέμα; Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το έργο του είναι πολύ δύσκολο για να μεταφερθεί στο σινεμά…

Ο H.P.Lovecraft είναι ο μαέστρος του ανείπωτου. Οι περιγραφές που αφορούν τις μορφές των “τεράτων” ή γενικότερα των τρόμων του είναι ελάχιστες μέσα στο έργο του. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για τον αναγνώστη καθώς τον τοποθετεί σε μια ιδιαιτέρως ενεργητική θέση, να δημιουργήσει ο ίδιος τις εικόνες, να δώσει μορφή στον τρόμο. Και φυσικά ο καθένας μας έχει πολύ προσωπικό υλικό να επενδύσει σε αυτή τη διαδικασία. Αλλά αυτό που είναι τρομακτικό για μένα, δεν είναι απαραίτητα για σένα. Και πολλές φορές αυτό που κάνει εμένα να νιώθω αδύναμος και ανασφαλής, εσένα μπορεί να μην σε αγγίζει καν. Το σινεμά από την άλλη πρέπει να “δείξει”. Και πρέπει να μαγέψει μαζικά. Κάπως αυτές οι δυο συνθήκες μεταξύ λογοτεχνικού και κινηματογραφικού έργου δεν τα ταιριάξανε καλά. Υπάρχουν όμως και σημαντικότατες εξαιρέσεις όπου η μεγάλη οθόνη έχει δώσει αριστουργήματα εμπνευσμένα από το έργο του Lovecraft, τα In The Mouth Of Madness”, “The Thing”, “The Endless”, “Annihilation”, είναι μερικά που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό. Δεν είμαι κινηματογραφιστής, οπότε δεν ξέρω αν είναι δύσκολο να μεταφερθεί το έργο του Lovecraft στο σινεμά, πιστεύω όμως ακράδαντα ότι τα μεγάλα στούντιο που διαθέτουν και τα μεγάλα κεφάλαια που απαιτούνται για τέτοια εγχειρήματα, διέπονται από μια αισθητική που δεν ταιριάζει με το έργο του και γι’ αυτό ό,τι έχουν δώσει μέχρι σήμερα είτε έχει “γεράσει” άσχημα, είτε φάνταζε από την αρχή “γραφικό”.

Πάμε πίσω στο άλμπουμ. Πόσο καιρό σου πήρε η όλη διαδικασία της ηχογράφησης που γράφθηκε ο δίσκος; Η πανδημία σου δημιούργησε προβλήματα;

Η σύνθεση του υλικού πήρε περίπου πέντε μήνες. Η μίξη και η αναζήτηση των ισορροπιών μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων πήρε περίπου ενάμισι χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς έγινε στο σπίτι μου. Κιθάρες, μπάσα, ορχήστρες, γράφτηκαν και προγραμματίστηκαν από εμένα ενώ όλα τα υπόλοιπα γράφτηκαν από τους συντελεστές του δίσκου σε διαφορετικά στούντιο ανά τον κόσμο. Η πανδημία δεν μπορώ να πω πως με επηρέασε ιδιαίτερα ίσα ίσα που δημιούργησε τον απαιτούμενο ελεύθερο χρόνο για να ολοκληρωθεί το project.

Ποια σχήματα σε επηρέασαν σαν μουσικό; Πιστεύεις ότι το στίγμα τους έχει περάσει στην μουσική σου;

Όπως σου έλεγα αγαπώ ιδιαίτερα το US Power και τη γερμανική σκηνή. Το δεύτερο κύμα του black metal επίσης. Από κει και πέρα εκτός του metal οι επιρροές ξεκινούν από τους κλασικούς συνθέτες της ορχηστρικής μουσικής και φτάνουν μέχρι στους συνθέτες του εικοστού αιώνα περνώντας και από τον σπουδαίο πλούτο της παραδοσιακής μουσικής της μεσογείου και της αμερικάνικης και ευρωπαϊκής jazz. Ναι, το στίγμα όλων αυτών των μουσικών έχει περάσει και με έχει απελευθερώσει ως δημιουργό. Μπορώ να πω πως πια δεν έχω στεγανά και αφήνω ελεύθερη τη φαντασία μου να κινηθεί σε διάφορα μουσικά είδη χωρίς προκαταλήψεις και περιορισμούς.

Τελικά γιατί ο Lovecraft είναι τόσο αγαπητός στους φίλους της σκληρής μουσικής;

Το metal ξεκίνησε ως μια μουσική του περιθωρίου. Το ίδιο ισχύει για την λογοτεχνία φαντασίας και τρόμου: Από την αρχή της παρουσίας της ως γοτθική φαντασία το 1764 με το The Castle of Otranto του Walpole μέχρι και το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα που γνωρίζει και την ακμή της εμπορικής της επιτυχίας ως sci-fi literature, ήταν στο περιθώριο της “σοβαρής” λογοτεχνίας. Ήταν λογοτεχνία για περιοδικά και για ΒΙ.ΠΕΡ. Ωστόσο, αυτές οι δυο τέχνες του περιθωρίου, η λογοτεχνία φαντασίας και αργότερα το heavy metal, έγιναν το όχημα που αντανακλούσε διαυγέστατα τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς του μέσου δυτικού ανθρώπου του εικοστού αιώνα. Το metal γύρισε πίσω και βρήκε τα λογοτεχνικά θέματα, στο προκλητικό του προφίλ στα ‘70s ταίριαζαν πολύ τα τέρατα και κάθε τί το ανοίκειο, που βέβαια είχε ήδη προφτάσει να ενσωματώσει από τη λογοτεχνία τρόμου ήδη από τη δεκαετία του 1950 το σινεμά. Η σύνδεση των δυο στην pop culture ήταν σχεδόν αναμενόμενη. Ωστόσο, θεωρώ πως ειδικά ο Lovecraft γίνεται επίκαιρος ξανά την ύστερη εποχή της εξερεύνησης του διαστήματος. Κάθε φορά που μια νέα κοσμολογική μελέτη επαναφέρει την ασημαντότητα και την ελαχιστότητα της ανθρωπότητας μέσα στην απεραντοσύνη του διαστήματος, ο κοσμικός τρόμος που εισήγαγε στη γραφή του ο Lovecraft βρίσκεται εκεί όταν κλείνουμε τα φώτα. Πιο αληθινός από ποτέ. Δεν είναι τυχαίο που την τελευταία δεκαπενταετία πολλά συγκροτήματα του σκληρού ήχου επανέρχονται στη Lovecraftian θεματολογία.

Ποιος είναι υπεύθυνος για το εικαστικό κομμάτι του άλμπουμ;

Υπεύθυνη είναι η κυρία Σέβη Σπανού (Sevi Spanou Artworks). Συνεργαστήκαμε άψογα, είναι εκείνη που έχει αναλάβει κάθε τι σχετικά με το art των Cyclopean Walls και νομίζω πως είναι μια συνεργασία που θα συνεχίσει και στο μέλλον. Προσωπικά, είμαι πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα.

Το άλμπουμ κυκλοφορεί από την Steel Gallery. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; Είχες προτάσεις και από άλλες εταιρίες;

Η Steel Gallery ήταν η πρώτη εταιρεία που εκδήλωσε ενδιαφέρον να κυκλοφορήσει ένα full length από τη χρονιά κυκλοφορίας του EP κιόλας. Ο Hagen Schmidt, τραγουδιστής των Γερμανών progsters Paynes Gray μετέφερε το υλικό μας στον Κώστα Αθανασόγλου από την Steel Gallery Records. Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης που είχαμε με τον πρώτο, με είχε ρωτήσει αν είχα σκοπό να κάνω κάποιο full length και του είχα πει μόνο αν εκδήλωνε ενδιαφέρον ένα σοβαρό label. Τελικά ήρθαμε σε επαφή με την εταιρεία και συμφωνήσαμε για την κυκλοφορία. Δεν είχα καμία άλλη πρόταση, αλλά δεν έκανα και καμία προσπάθεια να έχω. Ήμουν εξαρχής ικανοποιημένος από τη στάση της Steel Gallery απέναντί μου.

Πού και πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει το άλμπουμ σας;

Από την Steel Gallery Records (www.steelgallery.com) και από τη σελίδα μας στο Bandcamp (https://cyclopeanwalls.fr/) όπου θα μπορεί να βρει και κάθε είδους καλούδια που διατίθενται αποκλειστικά και μόνο από την μπάντα προς τους οπαδούς.

Σκεπτόμενος το γεγονός του ότι η σύνθεση του συγκροτήματος είναι πολυεθνική υπάρχουν πλάνα για κάποιες ζωντανές εμφανίσεις; Είναι στα θέλω σου ή προς το παρόν το σχήμα είναι αμιγώς studio; Ποιες είναι οι επόμενες κινήσεις σας;

Το “Enter The Dreamlands” ήταν ένα αμιγώς studio project. Αν και οι βασικοί μου συνεργάτες στο άλμπουμ Raphael Gazal και Jonas Schütz έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους να βρεθούμε στη σκηνή για να παρουσιάσουμε το άλμπουμ, τα κόστη μετακίνησης θεωρώ πως καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Προσωπικά, δουλεύω ήδη πάνω σε καινούριο υλικό και η επιθυμία μου είναι να οργανωθεί ένα σχήμα που θα έχει τη βάση του στην Ευρώπη και θα μπορεί συχνά να παίζει live. Πρέπει οι μουσικοί να έχουν την ικανότητα να ερμηνεύσουν το υλικό που ήδη υπάρχει, αλλά και να ταιριάξουμε στη δημιουργία του νέου υλικού. Νομίζω ότι είμαι πολύ κοντά στο να έχω τους Cyclopean Walls με τη μορφή συγκροτήματος κι όχι προσωπικού studio project… ίδωμεν.

Σε ευχαριστώ και πάλι για τον χρόνο σου! Κλείσε αυτή την συνέντευξη με ένα μήνυμα στους αναγνώστες μας!

Θέλω να ευχαριστήσω τους πάντες για την ένθερμη υποστήριξη. Ειδικά η Ελληνική σκηνή περνάει καλλιτεχνικά μια περίοδο μεγάλης άνθισης και σε είδη πέραν του ακραίου ήχου στον οποίο είχε “παράδοση” από τα ‘90s. Θα ήθελα να προσκαλέσω τον κόσμο να ψάξει, να ακούσει και να ενισχύσει αυτές τις προσπάθειες όχι μόνο υλικά αλλά και ηθικά. Ένα follow στο Bandcamp και ένα ενθαρρυντικό μήνυμα δίνει πολλά στους δημιουργούς σε μια εποχή που επικρατεί ο θάνατος της δισκογραφίας, ο περιορισμός των δυνατοτήτων για περιοδείες λόγω της πανδημίας και μια γενικότερη κατήφεια. Βρίσκω πως θα είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξαναστήσουμε γερές και άμεσες σχέσεις ανάμεσα στους δημιουργούς και το κοινό.

Συνέντευξη: Μιχάλης Νταλάκος

Official Website
Facebook
Instagram
Twitter

Band Members
Raphael Gazal – Φωνητικά
Γιάννης Τζιάλλας – Κιθάρες, Μπάσο
Jonas Schultz – Τύμπανα

Discography
Enter The Dreamlands, 2021

whale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothRodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X