Στην πολωνική μυθολογία υπάρχει ένας δαίμονας του δάσους με το όνομα «Boruta», ο οποίος εμφανιζόταν στο δάσος και αν του συμπεριφερόσουν με σεβασμό, σε οδηγούσε με ασφάλεια έξω από το δάσος. Αν όμως του συμπεριφερόσουν άσχημα, σε έκανε να χάσεις το δρόμο σου. Φυσικά, με τον ερχομό του Χριστιανισμού ο δαίμονας αυτός μεταμορφώθηκε σε κανονικό κακό διάβολο με τη χριστιανική έννοια, κοινώς με ουρά, κέρατα και οπλές. Πρωτότυπο.
Από αυτόν το δαίμονα εμπνεύστηκε το όνομα η πολωνική folk metal μπάντα Diabol Boruta, η οποία σχηματίστηκε το 2010 στην πόλη Rzeszów από τον Pawel Leniart. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια ώσπου να κυκλοφορήσει ο πρώτος τους δίσκος, “Stare Ględźby”, όμως μετά πήραν τα πάνω τους με τα επόμενα album να βγαίνουν το 2016 και το 2019, ενώ φέτος επέστρεψαν με τον τέταρτο ολοκληρωμένο τους δίσκο, με τίτλο “Żywioły”.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ξανακούσει κάποια κυκλοφορία των Πολωνών, οπότε η πρώτη επαφή ήταν κάπως…σαρωτική θα έλεγα. Και αυτό γιατί παρόλο που χαρακτηρίζονται ως folk metal μπάντα, υπάρχουν στοιχεία στη μουσική τους από διάφορα άλλα παρακλάδια του metal, τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους συνεχώς, ενώ συχνές είναι και οι εναλλαγές των ταχυτήτων και αυτό πολλές φορές καθιστούσε την εμπειρία χαοτική. Επίσης, τραγουδάνε στα πολωνικά, κάτι που δεν το συναντάς συχνά και ίσως ξενίζει λίγο.
Η αρχή θα έλεγα πως ήταν κάπως απογοητευτική, καθώς το “Pielgrzym” είναι ένα μελωδικό κομμάτι με αρκετή δόση πλήκτρων και καθαρά φωνητικά (με εμπορική χροιά), με μία πιο gothic αισθητική. Σαν σύνθεση δεν προσφέρει κάτι και μοιάζει σαν να έβαλαν ένα από τα filler κομμάτια τους στην αρχή, ώστε να ξεμπερδεύουν με αυτό.
Στο επόμενο κομμάτι, το “Prawdziwa Historya o Wiedzmaku” τα πράγματα αλλάζουν εντελώς, αφού μετά από ένα μελωδικό ξεκίνημα οι ταχύτητες ανεβαίνουν σε up-tempo ρυθμούς, με πιο βαριές κιθάρες και πιο δυνατά τύμπανα και με μια εντελώς ανεβαστική διάθεση που θυμίζει το κέφι που έχουν οι συνθέσεις συγκροτημάτων, όπως οι Alestorm, που μοιάζει σαν να είσαι σε ένα καταγώγι και να τραγουδάνε όλοι μαζί με μια μπύρα στο χέρι.
Και κάπως έτσι συνεχίζουν οι αλλαγές μέσα στα κομμάτια του δίσκου. Μπορεί να ακούς μελωδίες που φέρνουν σε πιο καθαρό folk ή και σε κλασσικό heavy metal και ξαφνικά να σκάνε γρήγορα black metal ξεσπάσματα με blast beats και καπάκι να το γυρίζει σε γρήγορο folk / power, που φέρνει στους Skyclad. Ή να υπάρχει ένα μελωδικό mid-tempo σημείο, με χαλαρά καθαρά φωνητικά, και ξαφνικά από το πουθενά να σκάνε βαριά riffs και καταιγιστικά τύμπανα, με βαθιά και φωναχτά φωνητικά, σε μια πιο thrash ή death προσέγγιση.
Και, επίσης, υπάρχουν και τέσσερις μικρές ορχηστρικές συνθέσεις, από τις οποίες οι δύο έχουν μια αισθητική που φέρνει σε κλασσική μουσική, ενώ οι άλλες κινούνται ξεκάθαρα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής, με μελωδίες και όργανα που σε κάνουν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι ανάμεσα σε μέλη μιας νοτιοαμερικάνικης φυλής, γύρω από μια φωτιά, παρακολουθώντας μια τελετή ή ένα χορό.
Και αυτή η νοοτροπία με τις εναλλαγές ανάμεσα στα διάφορα είδη επεκτείνεται και στο tempo της μουσικής, όπως ανέφερα και στην αρχή. Μάλιστα, πολλές φορές αυτές οι εναλλαγές συμβαίνουν η μία πίσω από την άλλη, χωρίς να διαρκούν πολύ. Για παράδειγμα, από καταιγιστικό και βαρύ ξέσπασμα πέφτουμε σε μελωδικό mid-tempo, ανεβαίνει σχεδόν αμέσως σε power metal up-tempo, με γρήγορο σόλο κιθάρας, συνεχίζει με black metal χώσιμο και ξαναπέφτει σε μελωδικό mid-tempo.
Είναι μια προσέγγιση που σίγουρα διώχνει μακριά την αίσθηση της επανάληψης και του μονότονου, αλλά φλερτάρει έντονα με τον κίνδυνο του χάους και της δυσκολίας του να παραμείνεις συγκεντρωμένος σε αυτό που ακούς, χωρίς να χαθείς. Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα συγκρότημα που ξέρει να γράφει καλή μουσική και με πέντε μουσικούς που ξέρουν να παίζουν. Βέβαια, ακόμα και αν βάλουμε το χάος των εναλλαγών στην άκρη, πάλι υπάρχουν κάποιες συνθέσεις που είναι πιο αδιάφορες και έχουν έντονο το χαρακτήρα ενός filler τραγουδιού.
Αλλά στο σύνολό της πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα κυκλοφορία που αν δεν ενοχληθείς και αν δεν δυσκολευτείς από αυτές τις αλλαγές σε ύφος και ταχύτητα, σίγουρα θα ανακαλύψεις πολλά ωραία πράγματα και σίγουρα θα περάσεις καλά. Και φυσικά είναι ένας δίσκος που θέλει πολλαπλές ακροάσεις, καθώς έχει πολλά επίπεδα. Αν σας κίνησα έστω και λίγο το ενδιαφέρον, ρίξτε του μια «αυτιά». Το αξίζει.
7/10
Μίνως Ντοκόπουλος
[email protected]