AlbumsΚριτικές

Iron Maiden – The Book Of Souls (Parlophone)

OPTION A

Η αλήθεια είναι ότι πίστευα ότι το 15ο άλμπουμ της Σιδηράς Παρθένας  “The Final Frontier” θα ήταν το κύκνειο άσμα τους. Δε λέω ότι δε μου άρεσε αλλά δε θα ήταν και το καλύτερο δυνατό,  δισκογραφικά τουλάχιστον, πόνημά τους. Κυρίες και κύριοι το “The Book Of Souls” είναι σε άλλο επίπεδο, είναι σαν αυτά τα άλμπουμ τους που χαρακτηρίστηκαν classics, αυτό ακριβώς είναι το  “The Book Of Souls” ένα modern classic. Το εναρκτήριο “If Eternity Should Fail” μας βάζει στο κλίμα από το πρώτο δευτερόλεπτο και αμέσως νιώθεις ότι ο Bruce έχει αποφασίσει να καταθέσει τη ψυχή του συνθετικά και ερμηνευτικά. Δε το συζητάω ότι τα   “When The River Runs Deep” και “Shadows Of The Valley” ξεχωρίζουν για την αμεσότητά τους αλλά και για αυτή τη πιασάρικη συνταγή που μόνο οι Maiden μπορούν να καταφέρουν , και θυμίζουν λίγο την εποχή του “Brave New World”. To “The Red And The Black”  είναι ένα κομμάτι έπος 13 λεπτών που έχει τα πάντα από τους Βρετανούς ότι αγαπήσαμε και ότι μισήσαμε. Συγκλονιστικοί και πέρα για πέρα αφοπλιστικοί οι στίχοι του  “Tears Of A Clown” το κομμάτι αφιέρωμα για τον μέγιστο Robin Williams αλλά αυτό που πραγματικά αποτελεί  μνημείο είναι το  “Empire Of The Clouds”, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα αποτελεί σημείο αναφοράς για τα επόμενα 30 και βάλε χρόνια. Δε ξέρω αν η πρόσφατη περιπέτεια υγείας  του Bruce επηρέασε την όλη συνθετική διαδικασία, δεν είμαι σίγουρος αν οι Maiden τα είχαν ξεγράψει όλα και τώρα ένιωσαν σαν το φοίνικα που αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, για ένα είμαι σίγουρος ότι οι Maiden είναι στη καλύτερη φάση τους εδώ και πολλά χρόνια. Εμείς που δε προλάβαμε να ζήσουμε ιστορικές στιγμές των Iron Maiden με άλμπουμ που αποτέλεσαν ολόκληρη την ιστορία του metal , τώρα έχουμε την ευκαιρία να το ζήσουμε, η ιστορία επαναλαμβάνεται και ξαναγράφεται!

9,5/10
Στάθης Αυγέρης
[email protected]

OPTION B

Το ότι θα γινόταν ο χαμός της αρκούδας με τον καινούργιο δίσκο των Iron Maiden, δεν το περίμενα να πω την αλήθεια. Στο κάτω κάτω οι Βρετανοί θρύλοι του Heavy Metal, έχουν πάνω από 10 χρόνια να κυκλοφορήσουν κάτι σοβαρό και αντάξιο του ονόματός τους. Η τελευταία κυκλοφορία που έμελλε να μείνει μέσα στη δική μου καρδιά τουλάχιστον, ήταν το “Brave New World”. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα ήταν τουλάχιστον μέτρια για τους Maiden και όλη η κατάσταση μάλλον παρέπεμπε στο γεγονός ότι είχαν χάσει πλέον την έμπνευσή τους. Όταν άρχισαν να γράφονται τα πρώτα σχόλια για το “The Book Of Souls”, άρχισα να είμαι πολύ καχύποπτος, ειδικά με τις μεγάλες διάρκειες των κομματιών και με την γενικότερη μεγάλη διάρκεια του δίσκου. Όταν οι πρώτες νότες του “If Eternity Should Fail” χτύπησαν τα ακουστικά μου, μπορώ να πω ότι έπαθα ένα σοκ. Ένας Dickinson με την απόλυτη χροιά του και την θεατρικότητά του να χρωματίζει την εισαγωγή του κομματιού, ενώ στο πίσω μέρος τα πλήκτρα να συνθέτουν μια σχεδόν ψυχεδελική και μελαγχολική ατμόσφαιρα. Όταν δε τα riff και οι μελωδίες μπαίνουν, έρχεται το χαμόγελο στο στόμα μου, κάνοντας την παραδοχή ότι οι Iron Maiden είναι εδώ και πάλι με ένα τουλάχιστον καλό κομμάτι. Οι μελωδικές γραμμές είναι εμπνευσμένες, ενώ μετά το τρίτο άκουσμα του κομματιού, το ρεφρέν απλά μένει στο κεφάλι σου και επαναλαμβάνεται συνεχώς. Παρά την μεγάλη του διάρκεια, το κομμάτι κρατάει το ενδιαφέρον μου και για τα 8 λεπτά του, με ένα γρήγορο instrumental ξέσπασμα, μελωδικότατο και με κιθάρες που απλά σκίζουν. Ενώ έχεις τις κλασσικές Maiden δισολίες, το κομμάτι φαίνεται να έχει σπρώξει τον ήχο της μπάντας λίγο παραπέρα με μια αχνή δόση μοντέρνου power metal. Τρίβουμε τα χέρια μας με ευχαρίστηση και συνεχίζουμε με το “Speed Of Light”, το οποίο λίγο πολύ όλοι το έχετε ακούσει. Ένα κλασσικό Maiden κομμάτι, το οποίο έχει μια μικρή hard rock υφή  στο βασικό του riff. Γενικά το κομμάτι μου άρεσε και από την προ-ακρόαση του video clip και εξάλλου είναι το εμπορικό κομμάτι του “The Book Of Souls”, με ένα πολύ ωραίο ρεφρέν και γενικά μελωδίες που είναι γραμμένες για να μείνουν στο κεφάλι του ακροατή. Η συνέχεια με το “The Great Unknown”, το οποίο έχει μια ala-“The Clansman” εισαγωγή. Το κομμάτι καταλήγει σε ένα mid-tempo, κλασσικό Maidenικό ρυθμό, αλλά εδώ οι μελωδίες δεν μπορώ να πω ότι μου κάνουν κάτι το τρομερό. Επίσης ο Disckinson ανεβαίνει αρκετά ψηλά σε ορισμένες περιπτώσεις και μου ακούγεται αρκετά σφιγμένος και βασικά σαν μια γάτα που νιαουρίζει. Γενικά το κομμάτι δεν έχει και πολλά να πει, και μειώνεται ακόμη περισσότερο η αξία του και από την μεγάλη του διάρκεια. Σαν filler μου κάνει το “The Great Unknown”, αλλά ας συνεχίσουμε. Ακολουθεί το πρώτο κομμάτι το οποίο έχει διάρκεια πάνω από 10 λεπτά και ακούει στο όνομα “The Red And The Black”. Η σπανιόλικη εισαγωγή είναι έκπληξη αλλά το κομμάτι από εκεί και πέρα δεν περιέχει άλλες εκπλήξεις. Κλασσικός Maiden ρυθμός με κιθαριστικές μελωδίες να συνοδεύουν τον Dickinson (το κομμάτι μου θυμίζει σε ρυθμό κάπως το “Alexander The Great” και το “The Rime Of The Ancient Mariner”). Υπάρχει το κλισέ πλέον ‘οοο οοο οοο’ στην γέφυρα ενώ το ρεφρέν, που λόγω των πλήκτρων μου φέρνει κάπως κάποιες ’70s επιρροές πιο μπροστά, κάπως με ξενίζει. Γενικά όμως δεν έχουμε να κάνουμε με filler, οι μελωδίες είναι εμπνευσμένες, τα instrumental μέρη είναι ωραία στο μεγαλύτερο βαθμό, απλά μετά από κάποιο σημείο βρίσκω τον εαυτό μου να βαριέται αρκετά με τα εμφανή πλέον prog σημεία που οι Iron Maiden έχουν υιοθετήσει για τα καλά. Συνέχεια με το hard rocking “When The River Runs Deep”, το οποίο εκτός της ωραίας μελωδικής γέφυρας δεν μου προσφέρει κάτι άλλο συνταρακτικό. Δεν είναι κακό κομμάτι, είναι ένα κλασσικό και πάλι Maiden, απλά δεν στέκεται στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα κομμάτια, αλλά σίγουρα θα ανεβάζει τους ρυθμούς και τους σφυγμούς στις συναυλίες. Το ομώνυμο κομμάτι είναι το δεύτερο που έχει διάρκεια πάνω από 10 λεπτά και απλά από την ήρεμη μελωδική κιθαριστική του εισαγωγή καταλαβαίνεις ότι έχεις να κάνεις με κάτι απίθανο. Όταν το βασικό riff μπαίνει, έχεις καταλάβει ότι οι Iron Maiden πήραν το λεωφορείο του χρόνου και ταξίδεψαν κάπου μεταξύ του “Powerslave” και του “Somewhere In Time”.  Απίστευτα ωραίο riff (με oriental αναφορές) που παραπέμπει σε εκείνη τη περίοδο, επικές καταπληκτικές μελωδικές γραμμές, ένα μελωδικότατο ρεφρέν και ένας συγκλονιστικός Dickinson. Οι Iron Maiden είχαν πάντα την ικανότητα με την μουσική τους να σε ταξιδεύουν είτε στις πυραμίδες, είτε κάπου στο μέλλον, είτε στους πάγους. Το “The Book Of Souls” είναι ένα τέτοιο κομμάτι, το οποίο με ταξίδευσε κάπου εκεί που μπορεί να είχε γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο. Απλά επικό, απλά καταπληκτικό. Δυστυχώς όμως κάπου εδώ θα τελειώσει και η έμπνευση των Iron Maiden. Το επόμενο κομμάτι “Death Or Glory”, αρχίζει και με κουράζει πλέον από πολύ νωρίς αφού πέφτουμε και πάλι στους ίδιους ρυθμούς και στις ίδιες ιδέες, με ένα ρεφρέν εντελώς ανεύμπνευστο. Ναι το ξέρω ότι είναι οι Iron Maiden, αλλά πόσες φορές μπορούν και αυτοί να παίξουν διαφορετικά τα 3 βασικά ακόρντα; Δεν είναι κακό κομμάτι για 2 η 3 ακροάσεις αλλά από εκεί και πέρα δεν έχει τίποτε το ενδιαφέρον να δείξει.  Αδικαιολόγητα και τα 5 λεπτά του, με τα πολλά σόλο του.  Τώρα για το “Shadows Of The Valley” τι ακριβώς πρέπει να πω; Μια εισαγωγή που είναι σχεδόν ίδια με το “Waster Years” και ένα κομμάτι που μου θυμίζει αισχρά το “The Fallen Angel” από το “Brave New World”. Ανέμπνευστο και συνηθισμένο το ρεφρέν ενώ και πάλι γίνεται κουραστικό με την αδικαιολόγητα μεγάλη του διάρκεια και τα πολλά σόλο. Τα “Tears Of The Clown” και “The Man Of Sorrows”, απλά δεν τα καταλαβαίνω. Ενώ το πρώτο είναι μια προσπάθεια να ακουστούν κάπως διαφορετικοί, σε ένα χαλαρό tempo, αυτό απλά δεν τους βγαίνει. Πολύ μέτριο κομμάτι (κρίμα γιατί είναι γραμμένο για τον υπέρτατο Robin Williams) και αρκετά ανέμπνευστο και πάλι. Στην αντίθετη ακτή, το σχεδόν μπαλαντοειδές “The Man Of Sorrows”, κινείται στα επίπεδα του ‘ότι το έχω ακούσει αυτό το κομμάτι από τους Iron Maiden, τουλάχιστον άλλες 10 φορές’. Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου έμενε να είναι το επικότατο “Empire Of The Clouds”. Εντάξει, ότι και να γράψεις για το τραγούδι αυτό μάλλον λίγο είναι. Μια κατεύθυνση που θα μπορούσαν να είχαν υιοθετήσει οι Maiden πολύ καιρό τώρα, θεατρική και soundtrackική. Για τον Dickinson δεν λέω τίποτα, θα πω όμως για τους πειραματισμούς που είναι διάχυτοι σε όλο το κομμάτι, με την χρησιμοποίηση του πιάνου και της ορχήστρας, αλλά και των θεμάτων που χρησιμοποιούν οι Iron Maiden. Οι μελωδίες σε συνεπαίρνουν όντως σε μια αυτοκρατορία στα σύννεφα, ενώ το riff στα 14 λεπτά θα στοιχειώνει πολλούς οπαδούς για πολλά χρόνια. Το “Empire Of The Clouds” θα είναι ένα κομμάτι που θα μείνει κλασσικό στη δισκογραφία των Iron Maiden και θα είναι αυτό που σίγουρα οι οπαδοί θα θέλουν να ακούσουν στα live της μπάντας.
Ο δίσκος είναι πολύ άνισος. Υπάρχουν τρομερές κομματάρες όπως τα “If Eternity should fail”, “The Book Of Souls” και “Empire Of The Clouds”, υπάρχουν τα απλώς καλά κομμάτια “Speed Of Light”, “The Red And The Black” και το “When The River Runs Deep” αλλά δυστυχώς υπάρχουν και αρκετά fillers, που κατά την ταπεινή μου άποψη είναι όλα τα υπόλοιπα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η εκτεταμένη χρησιμοποίηση των πλήκτρων καθόλη τη διάρκεια του δίσκου, αφού αυτά προσδίδουν αρκετή ατμόσφαιρα στα κομμάτια και στα μέρη που υπάρχουν. Αδικαιολόγητα μεγάλα κομμάτια σε αρκετές περιπτώσεις αλλά μια παραγωγή που βγάζει αυτιά. Ούτε κρυστάλλινη, αλλά ούτε και βρώμικη, εκεί που πρέπει για να βγαίνει σωστά και μπροστά είτε η φωνή του Dickinson, είτε οι κιθάρες. Εντύπωση μου έκανε επίσης το γεγονός ότι δεν ακούω τον Steve Harris πλέον τόσο μπροστά, χωρίς βέβαια να είναι θαμμένος. Το θετικό στην όλη ιστορία είναι ότι οι Maiden, ακόμη και τώρα, έχουν δουλέψει πάρα πολύ τις συνθέσεις τους, σε μεγάλη λεπτομέρεια και γενικά δείχνουν ότι το έχουν ακόμη. Τώρα τι άλλο να πούμε, το “The Book Of Souls” είναι σίγουρα καλύτερο από τις τελευταίες κυκλοφορίες των Iron Maiden, αλλά σίγουρα δεν είναι η επιστροφή τους στις κλασσικές δισκάρες τους. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι λίγο χειρότερος από το “Brave New World” σε σύνολο, αλλά κανένα κομμάτι του “Brave New World” δεν μπορεί να συγκριθεί με τα τεράστια “Empire Of The Clouds” και “The Book Of Souls”. Η άποψη μου είναι ότι αν ο δίσκος είχε τη μισή διάρκεια από αυτή που έχει τώρα και τα μισά κομμάτια, τότε θα μιλάγαμε για δίσκο ισάξιο του “Seventh Son” ή του “Powerslave”.  Από εκεί και πέρα, η ακρόαση, ο γούστος και η άποψη, είναι εντελώς δικά σας. Πιστεύω ότι μετά από κάποιο καιρό, όταν θα έχει κατασταλάξει ο ντόρος από την κυκλοφορία και την περιοδεία, το “The Book Of Souls” θα πάρει τη θέση που πραγματικά του αξίζει στη δισκογραφία των Iron Maiden, θέση που σίγουρα δεν είναι δίπλα στα μεγαθήρια της μπάντας.

6,5/10
Δημήτρης Σταύρος
[email protected]

OPTION C

Όταν κυκλοφορούν νέο δίσκο οι Iron Maiden, οφείλουμε να στεκόμαστε προσοχή. Τόσο απλά, τόσο απόλυτα. Και μόνο το γεγονός ότι βγάζει νέο υλικό μία από τις επιδραστικότερες μπάντες του πλανήτη, είναι σημαντικό όχι μόνο για τους φίλους αλλά και για τους εχθρούς των Βρετανών, κάτι που αποδεικνύεται εύκολα από το πλήθος των αναρτήσεων στα social media από τη στιγμή που διέρρευσε ο νέος δίσκος τους “The Book Of Souls”. Σίγουρα υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους Maiden που μεγαλούργησαν από το 1979 έως το 1992 και στους Maiden της τελευταίας εικοσαετίας, διαφορές που τελικά συμπυκνώνονται στην παρουσία και επιρροή του τεράστιου Martin Birch πάνω στον προσανατολισμό και τον ήχο του συγκροτήματος. Η επική διάθεση, τα μεγάλης διάρκειας κομμάτια, τα ατμοσφαιρικά στοιχεία, όλα ήταν πάντα μέσα στο πλάνο, απλά όσο ήταν παραγωγός ο Birch τα κρατούσε αρκετά περιορισμένα.  Από το “X-Factor” και έπειτα όμως, όταν και ο Birch αποχώρησε από το προσκήνιο και ανέλαβε την συμπαραγωγή των δίσκων τους ο Harris, οι δομές των τραγουδιών έγιναν αρκετά πιο δύσπεπτες, όχι μόνο για τον ευκαιριακό οπαδό που ψάχνει για χιτάκια αλλά ορισμένες φορές ακόμα και για τους φανατικούς τους οπαδούς. Σε συνδυασμό και με την, φυσιολογική μετά από τόσα χρόνια, έλλειψη έμπνευσης, είχαμε άλμπουμ όπως το “Virtual XI”, το αμφιλεγόμενο “Dance Of Death” και το πρόσφατο “The Final Frontier” που ξενέρωσε όλους όσους περίμεναν μια συνέχεια αντάξια του “A Matter Of Life And Death” που είχε προηγηθεί. Ο αρχικός ενθουσιασμός που δημιουργήθηκε από την ανακοίνωση της κυκλοφορίας του “The Book Of Souls”, αντικαταστάθηκε από προβληματισμό, όταν ανακοινώθηκαν ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τις διάρκειες των τραγουδιών, με τους πιο απαισιόδοξους να περιμένουν μια επανάληψη του άνευρου “The Final Frontier”. Ειδικά δε, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο single “Speed Of Light”, ένα απλά καλό τραγουδάκι που δεν μπαίνει ούτε στο Top 50 των κομματιών τους, περιμέναμε τον δίσκο όπως ο μελλοθάνατος τη μέρα της εκτέλεσης. Ε λοιπόν, ακόμα και με τις πρώτες νότες του δίσκου, η καρδιά μου μπήκε στη θέση της και ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από μέσα μου. Ο δίσκος είναι στημένος με τέτοιον τρόπο που ακόμα και το “Speed Of Light” δικαιολογεί την ύπαρξή του και σε κάνει να το βλέπεις με άλλο μάτι, ενώ οι διάρκειες των τραγουδιών πολύ απλά δεν φαίνονται στη ροή (άντε με 1-2 εξαιρέσεις), αφού είναι τέτοια η ποιότητα των συνθέσεων που ούτε καταλαβαίνει το πότε πέρασαν τα λεπτά. Τέτοιο πράγμα είχα να ζήσω από την ακρόαση του “Scenes From A Memory:Metropolis pt2” των Dream Theater, για τέτοια περίπτωση μιλάμε. Το εναρκτήριο “If Eternity Should Fail” είναι μια σύνθεση Dickinson και ήταν προορισμένη να μπει στο επόμενο solo δίσκο του αλλά ο Harris είχε άλλα σχέδια και δικαιώθηκε πανηγυρικά. Ατμοσφαιρική εισαγωγή με τη φωνή του Dickinson και πλήκτρα και ξέσπασμα με κλασσικό Maiden καλπασμό στον κορμό, πιασάρικο ρεφρέν, δισολίες, όλα τα καλούδια μέσα και κλείσιμο πάλι με μια απαγγελία και μάλιστα με εφεδάκια στη φωνή, και ουσιαστικά το πάρτι έχει ξεκινήσει. Ιδανικό opener για τις συναυλίες αν συνυπολογίσεις ότι πάντα στα live παίζουν τα κομμάτια τους ένα κλικ πιο γρήγορα. Ακολουθεί το “Speed Of Light”, το οποίο το έχει ακούσει και η κουτσή Μαρία, μια σύνθεση αρκετά κοντά στο hard rock που μου έφερε στο μυαλό το στυλάκι του “From Here To Eternity”, ένα απλό τραγούδι για να καθαρίσει η ακουστική «παλέτα» του ακροατή και να μπει το “The Great Unknown”,  με την ηρεμία της αρχής να ανεβάζει κλιμακωτά ένταση μέχρι να μπει στο κυρίως κομμάτι με ένα κλασσικό Maiden ξέσπασμα. Πολύ καλή δουλειά στα solos, φωνητικές ερμηνείες στο κόκκινο και κολλητικό ρεφρέν, ένα τραγούδι που φέρνει στην επιφάνεια ευχάριστες μνήμες από το “A Matter Of Life And Death”. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο πρώτο μεγάλο κομμάτι του δίσκου, το “The Red And The Black”. Αρκετά καλό κομμάτι, με πολλές ωραίες ιδέες, όπως η flamenco εισαγωγή που παίζει το μπάσο, το πρώτο κομμάτι του άλμπουμ που κάνουν την εμφάνισή τους τα κλασσικά χορωδιακά «ω-ω-ω» μαρτυρώντας τον άκρως συναυλιακό χαρακτήρα της σύνθεσης. Ίσως θα μπορούσε να είναι μικρότερο αν έκοβαν μερικές επαναλήψεις, αλλά και έτσι καλό είναι. Το “When The River Runs Deep” έχει την ίδια λογική και την ίδια λειτουργία με το “Speed Of Light”, απλά είναι πολύ καλύτερο. Ήμουν βέβαιος ότι σ’αυτή την σύνθεση έχει βάλει το χεράκι του ο Gers μιας και το βασικό riff μου θύμισε “X-Factor”, άρα μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα πως πρόκειται για τραγούδι που έγραψε ο Smith με τον Harris! Χωρίς να το καταλάβω, έφτασα και στο τελευταίο τραγούδι του πρώτου δίσκου, το ομώνυμο “The Book Of Souls”, ένα ανατολίτικο αριστούργημα που βαδίζει αργά και μεγαλοπρέπα εώς τη μέση όπου και μετατρέπεται σε φουσκωμένο χείμαρρο που παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Εξαιρετική δουλειά στις τρισολίες και έξυπνες ιδέες από τον McBrain χρίζουν το δεύτερο μεγάλο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου ως ένα από τα καλύτερά του. Το δεύτερο δισκάκι αρχίζει πολύ δυναμικά με το “Death Or Glory”, μια συνθετική συνεργασία Dickinson/Smith που πιστεύω ότι είναι και το καλύτερο από τα uptempo κομμάτια του άλμπουμ, δυναμικό σε όλη του τη διάρκεια, με μελωδίες που κολλάνε στο μυαλό. Το “Shadows Of The Valley” μπαίνει με το αρχικό riff του “Wasted Years” και συνεχίζει στο βασικό verse παρμένο από το ρεφρέν του “The Fallen Angel” (επίσης μια σύνθεση Smith/Harris), έχει μια τυπική Maiden ανάπτυξη, είναι όμως ένα κλικ πιο κάτω από τα υπόλοιπα «μεγάλα» τραγούδια του δίσκου, χωρίς να είναι κακό. Με εντυπωσίασε το “Tears Of A Clown” γιατί ξεφεύγει από το γενικότερο μοτίβο που καλύπτει τον υπόλοιπο δίσκο, με  συνθεσάιζερ και συγχορδίες που σε παραπέμπουν στην αισθητική του άλμπουμ “Somewhere In Time”, τα σόλο είναι γαμηστερά και δεν βαριέσαι να το ακούς μιας και είναι και το μικρότερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου. Όταν βλέπω στα credits κάποιου τραγουδιού το όνομα του Murray, ξέρω ότι πρόκειται για κάτι το ξεχωριστό, και το “The Man Of Sorrows” δεν ξεφεύγει από τον άτυπο αυτό κανόνα. Ξεκινάει αρκετά γλυκά και ήρεμα, με ακουστική κιθάρα και ένα όμορφο σολάκι στην αρχή, συνεχίζει σαν μια τυπική μπαλάντα αλλά αλλάζει δυναμική μετά από λίγο, ένα αλλόκοτο riff του Murray αλλάζει τον χρωματισμό του τραγουδιού, δημιουργώντας ένα ακόμα ιδιέταιρα συναισθηματικό σύνολο. Το “Empire Of The Clouds” που κλείνει το άλμπουμ είναι το πιο μακροσκελές και το πιο φιλόδοξο από όλα τα τραγούδια του δίσκου. Με διάρκεια δεκαοκτώ λεπτά, αυτή η σύνθεση του Dickinson περιλαμβάνει βιολί, τσέλο και πιάνο, το οποίο μάλιστα παίζει ο ίδιος ο Dickinson. Η δομή του τραγουδιού ακολουθεί τα πρότυπα μιας rock όπερας, και περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της πτώσης του Βρετανικού αερόπλοιου R101, το οποίο έπεσε στο Cardington στις 4 Οκτωβρίου 1930. Τα μουσικά μέρη πιάνουν το πνεύμα το κομματιού της ιστορίας στο οποίο αντιστοιχούν, με κυρίαρχο συναίσθημα την μελαγχολία και την απώλεια, χωρίς να λείπουν τα δυναμικά μέρη, με σαφώς μικρότερη παρουσία. Δεν ξέρω αν πρόκειται για το καλύτερο κομμάτι που έχει γράψει η μπάντα στην ιστορία της, έχω περάσει πάρα πολύ καιρό αγκαλιά με το “Rime Of The Ancient Mariner” και το “Seventh Son Of A Seventh Son” για να μπορέσω να τα συγκρίνω χωρίς συναισθηματισμούς, πιστεύω ότι σίγουρα βρίσκεται ανάμεσα στα 20 καλύτερα τραγούδια τους και το πέρασμα του χρόνου ίσως το ανεβάσει πολλά σκαλιά στην εκτίμησή μου αφού έχει τις προδιαγραφές για κάτι τέτοιο. Έτσι λοιπόν κλείνει το άλμπουμ και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι έχει περάσει μιάμιση ώρα αλλά εσένα σου φάνηκε λες και πέρασε κάνα σαραντάλεπτο. Αυτή είναι η μαγκιά του δίσκου, αυτή είναι η μαγκιά των Maiden. Ίσως αυτό να οφείλετε στη μέθοδο που χρησιμοποίησαν για τη σύνθεση και την ηχογράφηση, διαδικασίες που έγιναν ταυτόχρονα, αφού κάθε μέλος ηχογραφούσε τα μέρη του έχοντας μόνο τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του κάθε τραγουδιού, με την πίεση αυτή να επιδρά θετικά στην δημιουργικότητά τους. Είναι μαγκιά επίσης το γεγονός πως θέλησαν να συμπεριλάβουν στο άλμπουμ όλα τα τραγούδια που δημιούργησαν, καθώς αποτελούν όλα αναπόσπαστα κομμάτια του συνολικού οράματός τους. Η φωνή του Dickinson βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα και ο ίδιος ακούγεται αρκετά χαλαρός και ορεξάτος, αποφεύγοντας να τραγουδά συνέχεια στα ύψη και να ακούγεται ζορισμένος και προτιμώντας να δίνει ένταση όπου ακριβώς χρειάζεται. Το κιθαριστικό τρίδυμο Murray/Gers/Smith, είναι συντονισμένο στο ίδιο μήκος κύματος και λειτουργούν σαν μία οντότητα, ο Harris, παρά τις δύσκολες στιγμές που πέρασε με τις απώλειες δικών του ανθρώπων και το συναισθηματικό βάρος που του στέρησε τη δυνατότητα να συγκεντρωθεί και να συμμετάσχει πιο ενεργά στον δίσκο, κάνει το καθήκον του με το παραπάνω ενώ ο τρελάρας McBrain παίζει τόσο τεχνικά και έξυπνα που ενώ νομίζεις ότι τα θέματά του είναι απλά, μετά από μερικές ακροάσεις νιώθεις ότι μάλλον ισχύει το αντίθετο. Το “The Book Of Souls”, σίγουρα  δεν ανακαλύπτει τον τροχό, συμπυκνώνει όμως όλη την ουσία της καριέρας των Iron Maiden σε ενενήντα λεπτά, και δείχνει πως η μπάντα παρά την επιτυχία και τα χρόνια που κουβαλά στην πλάτη της, αρνείται να παραδώσει τα όπλα και συνεχίζει να ψάχνετε σε νέους δρόμους και με το βλέμμα μπροστά. Ο Dickinson δήλωσε ότι ελπίζει, το “The Book Of Souls” να μην είναι το τελευταίο άλμπουμ των Iron Maiden, και αυτό ευχόμαστε και εμείς με όλη μας την καρδιά.

8,5/10
Νίκος Κεφαλίδης
[email protected]

OPTION D

Πρώτη ημέρα, του Ένατου μήνα, του Σωτήριου Έτους 2015, μέσα σε ένα αεροδρόμιο, γυρνώντας από διακοπές στην σκληρή, πλέον, καθημερινότητα και ζω ένα κατά κάποιον τρόπο όνειρο. Στα ακουστικά μου παίζει το νέο άλμπουμ των μόνιμων θεών του Μetal, Iron Maiden, τρεις μέρες πριν την επίσημη κυκλοφορία του και πέντε χρόνια μετά την απογοητευτική κυκλοφορία του “The Final Frontier” το οποίο έφτασε να πουλιέται στα περίπτερα μαζί με τον Ρουβά και τον Ρέμο. Οι προσδοκίες λίγες, αν και οι φήμες οργίαζαν για την μεγάλη επιστροφή των θεών στην κορυφή. Λίγες προσδοκίες, ιδιαίτερα δε, μετά την κυκλοφορία του πρώτου single με τίτλο “Speed of Light” το οποίο δεν άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις στην πλειοψηφία του κόσμου. Alas you sinners!!! Οι δαίμονες του βρετανικού Heavy Metal απλά έπαιζαν με το μυαλό μας γιατί αυτό που ξεχύνεται από τα ακουστικά και ποτίζει το μυαλό με βαρύ μέταλλο είναι πολύ απλά η καλύτερη στιγμή των θεών μετά το “Fear of the Dark”. Ένας δίσκος που, αν εξαιρέσει κάποιος το “Speed of Light” που είναι και η πιο αδύναμη στιγμή του δίσκου, όλα τα υπόλοιπα κομμάτια θα μπορούσε κάποιος να τα συγκρίνει μόνο με οργασμό για τα αυτιά και να τοποθετήσει με περηφάνια το νέο άλμπουμ δίπλα στην κλασσική δισκογραφία της μπάντας. Η καλύτερη εισαγωγή μακράν μετά το “ Moonchild” ανοίγει το άλμπουμ με το κομμάτι “If eternity should fail” και αυτόματα καταδικάζει το άλμπουμ να γίνει κλασσικό. Ο Bruce Dickinson ξελαρυγγιάζεται σε κάθε ρεφρέν και αποδεικνύει στους “γνώστες” μεταλλοπατέρες που τον καταδίκαζαν, ότι πάρα την ηλικία του και παρά την παλιό-αρρώστια, που δεν του ήταν γνωστή τότε, βαστιέται ακόμα και δεν υπάρχουν πολλές φωνές σαν αυτόν στον χώρο. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ παραπάνω και να εξηγήσω ένα προς ένα τα κομμάτια του άλμπουμ. Ποτέ δεν μου άρεσε να το κάνω αυτό. Θα σταθώ μόνο στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου με τίτλο “Empire of the Clouds”. Το μεγαλύτερο χρονικά κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ οι Maiden το οποίο εκτείνεται στα 18. Το κομμάτι ανοίγει και κλείνει με τον Bruce Dickinson σε μια σχεδόν μοναχική προσέγγιση με το πιάνο παρέα ενώ η πιο progressive πλευρά των Maiden παίρνει σάρκα και οστά στο μέσον του κομματιού με τις επιρροές των θεών ( Ναι, ακόμη και αυτοί έχουν επιρροές) να αποκαλύπτονται και να ανακατεύονται με το δικό τους ηχόχρωμα. Crimson, Yes, Queen και Maiden σε ένα συνονθύλευμα ήχων και χρωμάτων σε ένα κομμάτι που χωρίζει νοητά σε τρία μέρη και κλείνει το άλμπουμ όπως ακριβώς πρέπει. Επικά! Όταν ο ίδιος ο Harris αποθεώνει τον Dickinson για την συνθετική του ικανότητα και δηλώνει απρόκλητα ότι αυτή την φορά τον ξεπέρασε, όταν όλοι δουλεύουν σαν ομάδα, όταν ένα άλμπουμ 92 λεπτών δεν το βαριέσαι, τότε το μόνο που απομένει να προσθέσεις είναι: Οι Maiden ξεπέρασαν τον κακό εαυτό τους. Με το “The Book of Souls” μοιάζουν πραγματικά πιο φρέσκοι από ποτέ και σίγουρα θα φέρουν νέους οπαδούς στις τάξεις τους. Ήδη φαντάζομαι ένα 14-χρόνο παιδί να ακούει το άλμπουμ… να ακούει για πρώτη φορά Maiden από το “The Book of Souls” και μετά να τρέχει στο “δισκοπωλείο” της αρεσκείας του για να αγοράσει τα υπόλοιπα άλμπουμ. Όπως κάποτε κάναμε και εμείς… με άλλα άλμπουμ των θεών… για φαντάσου…

9.5/10
Κωνσταντίνος Καραγεώργος
[email protected]

Greekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothRodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

  • Στάθης Αυγέρης
  • Δημήτρης Σταύρος
  • Νίκος Κεφαλίδης
  • Κωνσταντίνος Καραγεώργος

X