Self-financedΚριτικές

Iscuron – The Pursuit Of Unhappiness (Self-Financed)

Οι Iscuron είναι μία one-man μπάντα που μας έρχεται από τη βόρειο Ιταλία και που ιδρύθηκε το 2020. Αυτή η μία πρόταση συνοψίζει ουσιαστικά όλα όσα γνωρίζουμε για το βιογραφικό της. Όσον αφορά τη δισκογραφική της πορεία, το Γενάρη του 2021 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της, με τίτλο The Nothing Has Defeated Atreyu”, ενώ τώρα επέστρεψε με τη δεύτερη ολοκληρωμένη της δουλειά, ονόματι The Pursuit Of Unhappiness”.

Σύμφωνα με τον ιδρυτή και μοναδικό μέλος του συγκροτήματος, οι Iscuron παίζουν black metal με συμφωνικές και μεσαιωνικές επιρροές με κλασικά, παραδοσιακά και ηλεκτρονικά όργανα. Είναι αλήθεια πως μια τέτοια περιγραφή με ιντρίγκαρε αρκετά και με έκανε να ξεκινήσω την ακρόαση με πολλές προσδοκίες. Εξάλλου, η Ιταλία είναι μία χώρα που έχει παράδοση στη συμφωνική μουσική και στο να συνδυάζει υπέροχα το metal με την κλασική μουσική.

Το τέλος, όμως, της ακρόασης του άλμπουμ με άφησε αρκετά προβληματισμένο και κάπως απογοητευμένο. Ας ξεκινήσω πρώτα με το black metal κομμάτι, που είναι και το βασικό στοιχείο του δίσκου. Εκεί έχει γίνει καλή δουλειά, αν και όχι κάτι το απρόσμενο. Η μουσική κινείται σε κλασικά black μονοπάτια, με καταιγιστικά ξεσπάσματα, blast beats και γρήγορες μελωδικές κιθάρες, ενώ υπάρχει και η ωραία σκοτεινή ατμόσφαιρα που καλύπτει τέτοιου είδους κυκλοφορίες.

Βέβαια τα τύμπανα ακούγονται κάπως ξερά αλλά αυτό δεν συγκαταλέγεται στα αρνητικά στοιχεία του δίσκου. Πάντως, σε αρκετά σημεία η black metal αισθητική χάνεται και τη θέση της παίρνει μια πιο industrial νοοτροπία, εξαιτίας των ηλεκτρονικών ήχων, και ίσως και μια gothic, κυρίως εξαιτίας της σκοτεινής ατμόσφαιρας και της μελωδικής μουσικής. Όταν κοιτάξουμε πέρα από το black στοιχείο, εκεί είναι που αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα σύννεφα.

Ας μιλήσουμε καταρχάς για το συμφωνικό στοιχείο. Υπάρχουν πολύ λίγες στιγμές που έχουμε πραγματικά συμφωνικά περάσματα και όταν αυτά έρχονται, έρχονται και δύο προβλήματα. Το ένα είναι πως τα συμφωνικά μέρη δεν διαρκούν πολύ, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην εισαγωγή του Monastery Of Sorrows” που ξεκινάει με μελωδίες μπαρόκ. Υπήρχε η ευκαιρία να χτιστεί ένα ωραίο μεσαιωνικό πέρασμα με όμορφες κλασικές/μπαρόκ μελωδίες αλλά αντίθετα αυτό κρατάει έντεκα δευτερόλεπτα προτού το γυρίσει σε γρήγορο black metal.

To δεύτερο είναι πως όταν υπάρχουν συμφωνικά στοιχεία στη μουσική, πολλές φορές χάνονται εξαιτίας του θολού ήχου και της όχι τόσο καθαρής παραγωγής. Ακούγεται δηλαδή κάπως συγκεχυμένο το όλο αποτέλεσμα κι έτσι ο ακροατής δεν μπορεί να απολαύσει τη μουσική όπως θα έπρεπε. Και όταν μιλάω για συμφωνικά στοιχεία, αναφέρομαι στις στιγμές που όντως ακούγονται συμφωνικά όργανα και όχι απλά πλήκτρα.

Και αναφέρω τα πλήκτρα γιατί για μένα αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα αρνητικά στοιχεία του δίσκου. Και θα σας εξηγήσω για ποιο λόγο το λέω αυτό. Όπως ανέφερα πιο πάνω και όπως αναφέρει και το Δελτίο Τύπου, ο δίσκος έχει ηλεκτρονικά στοιχεία. Το πρόβλημα είναι πως αυτά τα ηλεκτρονικά στοιχεία, που προέρχονται κυρίως από τα πλήκτρα και το synthesizer, δεν ταιριάζουν πάντα με τη μουσική, πολλές φορές οι μελωδίες είναι εντελώς στοιχειώδεις και αδιάφορες, ενώ σε άλλες φάσεις έχουμε 8-bit μελωδίες.

Ναι καλά διαβάσατε. 8-bit. Ήχους που θυμίζουν παιχνίδια των 80s, που μπορεί μόνοι τους να σου βγάζουν ένα ρετρό συναίσθημα και μια νοσταλγία, όμως σε έναν ατμοσφαιρικό black metal δίσκο ακουγόταν…παράταιρο, για να μην πω γελοίο. Το μόνο τραγούδι καταφέρνει να κλέψει την παράσταση είναι το The North Star No Longer Shines”, με το οποίο κλείνει ο δίσκος.

Πρόκειται για μια up-tempo σύνθεση, που ξεκινάει με ως κλασική σύνθεση, με πραγματικά πολύ ωραίες μελωδίες, που όσο περνάει η ώρα αρχίζει και μεταμορφώνεται σε ένα up-tempo metal κομμάτι. Το συμφωνικό στοιχείο αρχίζει και αντικαθίσταται από μελωδίες στα πλήκτρα και σιγά σιγά αρχίζει και παίρνει μια πιο gothic/industrial μορφή. Αλλά το ωραίο είναι πως η όλη μεταμόρφωση γίνεται σιγά σιγά, έχοντας μια ωραία ροή. Αυτό στον υπόλοιπο δίσκο δεν υπάρχει.

Αντιθέτως, πολλές φορές υπάρχει έλλειψη συνοχής αφού η μουσική πηδάει από το ένα είδος στο άλλο ή μπαίνουν στοιχεία ενός είδους μέσα σε ένα άλλο, χωρίς να απαραίτητα να ακούγονται εναρμονισμένα, κάτι μπορεί να οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό του ακροατή. Δυστυχώς, το The Pursuit Of Unhappiness” είναι ένας δίσκος που ενώ είχε τα φόντα ώστε να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, καταλήγει να είναι ένα συνονθύλευμα ιδεών που δεν έχουν δέσει με όμορφο τρόπο.

Αν η μουσική είχε μείνει μονάχα στο κομμάτι του ατμοσφαιρικού black metal ή αν είχε δοθεί πολύ παραπάνω χώρος στο συμφωνικό κομμάτι, που ξέρουμε ότι ταιριάζει με το black metal, τότε θα μιλούσαμε για έναν σαφώς ανώτερο δίσκο. Αλλά να πρόκειται για μια κανονική συμφωνική ενορχήστρωση με κανονική κλασική μουσική και όχι να χρησιμοποιείται στο μεγαλύτερο μέρος πλήκτρα ή synthesizer. Αυτό δεν είναι αρκετό για να χαρακτηρίσεις ολόκληρο το άλμπουμ ως συμφωνικό ή μεσαιωνικό. Κρίμα, γιατί, όπως είπα, με την κατάλληλη φροντίδα θα μπορούσε να ήταν ένας πολύ καλός δίσκος.

5/10
Μίνως Ντοκόπουλος
[email protected]

nano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X