Δύσκολη υπόθεση οι Sadness. Πολύ δύσκολη. Ο λόγος; Το ύφος στο οποίο κινούνται. Το depressive black metal πιστεύω ότι είναι μακράν το πιο ιδιαίτερο άκουσμα στον ευρύτερο χώρο της σκληρής μουσικής και αυτό το οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να ακολουθήσω και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω κάποτε.
Αλλά ας δούμε λίγο τι εστί Sadness. Ουσιαστικά είναι ένα one-man band από τον υπερβολικά πολυάσχολο Damian Anton Ojeda. Γεννημένος στο Μεξικό το 1997, πλέον ζει στην Αμερική, ξεκίνησε το συγκεκριμένο συγκρότημα το 2014 και έκτοτε δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κυκλοφορεί μουσική. Μιλάμε για δεκατρία (!!) albums μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια, ενώ μαζί με τα υπόλοιπα παρεμφερή (demos, EPs, splits) ο αριθμός ανεβαίνει στα είκοσι τέσσερα. Και σα να μην έφτανε μόνο αυτό, έχει ενεργά άλλα εφτά σχήματα, τα έξι από τα οποία είναι one-man bands! Εντυπωσιακό μεν, αλλά δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο όλες αυτές οι δουλειές μπορούν να διατηρούν μία καλή ποιότητα. Το να τις ακούσω όλες για να το διαπιστώσω είναι αδύνατο, εδώ με το ζόρι κατάφερα να βγάλω την ακρόαση του “Leave”.
Το depressive black metal λοιπόν (θα το δεις και σαν suicidal black metal ή depressive suicidal black metal, το ίδιο πράγμα είναι) έχει ένα συγκεκριμένο ύφος. Μονότονοι και αργοί ρυθμοί, επαναλαμβανόμενες κιθάρες, φωνητικά σαν ουρλιαχτά, πλήκτρα και μερικά ambient σημεία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Τα φωνητικά είναι συνήθως αρκετά χαμηλά στη μίξη, ώστε να ακούγονται πίσω από τα όργανασα να τραγουδάει κάποιος από ένα πηγάδι και να σου βγάζει την αίσθηση ότι ψυχορραγεί. Αυτό που θέλει να περάσει στον ακροατή είναι μία καταθλιπτική και πνιγηρή ατμόσφαιρα τόσο μέσα από τη μουσική όσο και από τους στίχους. Συνήθως είναι και one-man bands.
Πιστός λοιπόν στα βασικά συστατικά του ήχου, ο Ojeda (εδώ με το nickname Elisa) κυκλοφορεί πέρυσι το δωδέκατο full-length ανεξάρτητα, μέχρι που έρχεται φέτος η νεοσύστατη Flowing Downward (ούτε χρόνο δεν έχει κλείσει) να το βγάλει υπό την σκεπή της. Πέντε κομμάτια με συνολική διάρκεια σχεδόν μία ώρα, με όλα τα χαρακτηριστικά που περιέγραψα πιο πριν. Η μόνη διαφοροποίηση είναι σε σημεία των“Te Ame”και “Encontrarnos” όπου ανεβαίνουν οι ρυθμοί σε γρήγορα black μονοπάτια, αν και είναι το μόνο που αλλάζει αφού τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ίδια.
Όπως έγραψα και στην αρχή, ένα πολύ δύσκολο και ιδιαίτερο άκουσμα το οποίο αν δεν είσαι οπαδός του συγκεκριμένου ήχου δε νομίζω να καταφέρει να σε κερδίσει. Γιατί έχει και ενδιαφέρονται σημεία, όπως κάποια πλήκτρα και μερικές τρομερές μελωδίες στις κιθάρες, αλλά χάνονται στο γενικό σύνολο.
5/10
Γιώργος Τερζάκης
geo.terzakis@gmail.com