Οι Φινλανδοί παραμένουν ακόμα και μετά από τόσα χρόνια μια δυνατή και αξιόπιστη επιλογή στο χώρο του μελωδικού doom/death. Σύμφωνοι, εδώ και λίγο καιρό δεν επεκτείνουν πια τον ήχο τους και δεν πειραματίζονται, κι όμως, συνεχίζουν ακόμα κι έτσι να παραμένουν άκρως εθιστικοί, παρ’ όλο που βαθιά μέσα σου γνωρίζεις ότι χρησιμοποιούν τις ίδιες συνθετικές φόρμες. Εδώ που τα λέμε πάντως, ευθύνονται και οι οπαδοί λίγο, καθώς όταν πήγαν να πειραματιστούν το 2018 με το ΕΡ “Lumina Aurea” έφαγαν σχετικό κράξιμο από αυτούς (τελείως αδικαιολόγητα κατά τη γνώμη μου), κάτι που μάλλον τους έκοψε λίγο και τα φτερά, και ίσως δεν είναι τυχαίο που μετά από αυτό όποιες διαφορετικές εκφράσεις βλέπουμε από τα μέλη του συγκροτήματος γίνεται μέσω διαφόρων projects.
Και όπως προαναφέραμε, οι συνθετικές φόρμες δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρίσκουμε σε σχέση με το προηγούμενο album, “When A Shadow Is Forced Into The Light”, είναι ότι το νέο album είναι σχετικά πιο βατό και προσβάσιμο, μιας και είναι ελαφρώς λιγότερο πομπώδες και μεγαλοπρεπές σα σύνολο, συνθετικά πάντα. Αυτό έχει σα συνέπεια οι συνθέσεις να σου κολλάνε στο μυαλό πιο εύκολα και πιο γρήγορα σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά τους. Και παράλληλα, σε συνδυασμό με τη στιχουργική και θεματική δουλειά του δίσκου, σε κάνει να νιώθεις ακόμα περισσότερο ευάλωτος κατά την ακρόασή του, κάτι που μπορεί να φέρει τον ακροατή σε σημείο να νιώσει άβολα, μιας και τα συναισθήματα που πηγάζουν από το δίσκο είναι πάρα πολύ έντονα.
Γι’ αυτό και, ενώ καταλαβαίνεις ότι αυτό που παίζουν δεν έχει καθόλου επεκτατικές τάσεις μουσικά, συνεχίζεις να το νιώθεις και να το αισθάνεσαι με όλη σου τη ψυχή, καθώς το συγκρότημα δίνει τη ψυχή του και παίζει με τα συναισθήματα του ακροατή, ωθώντας τον στα όριά του. Αυτό είναι ένα χάρισμα που πολύ λίγοι διαθέτουν και είναι μεγάλη ευλογία να το έχεις. Ίσως βοηθάει σε αυτό και η μεγάλη πια εμπειρία τους. Μετά από τόσα χρόνια, αν δεν έχεις διάθεση να πειραματιστείς αλλά μπορείς και αγγίζεις τον ακροατή με τέτοιο τρόπο, τότε σίγουρα κάτι κάνεις σωστά. Κάθε σημείο στο δίσκο είναι στημένο μαεστρικά, οι μελωδίες είναι πιο μελαγχολικές από ποτέ, η μαυρίλα κυριαρχεί απόλυτα στο δικό τους ορίζοντα ακόμα και στις (πολλές) ήρεμες στιγμές αλλά όλα αυτά δε θα συνέβαιναν αν οι οργανοπαίκτες και τα φωνητικά δεν ήταν στην καλύτερη και πιο ώριμη φάση που έχουν υπάρξει, συμβάλλοντας 100% στο να υπάρχει ποιότητα σε κάθε σπιθαμή του δίσκου.
Γι’ αυτό λοιπόν οφείλουμε να παρακολουθούμε συνεχώς συγκροτήματα που δίνουν τη ψυχή τους σε κάθε δισκογραφική δουλειά και μπορούν να μας δημιουργούν πληθώρα συναισθημάτων, ακόμα κι αν γνωρίζουμε από πριν στο περίπου πάνω κάτω τι θα ακούσουμε. Κι αυτό γιατί αν ξέρεις ότι αυτό που θα ακούσεις θα σε ταξιδέψει και θα σε ανυψώσει, δε θα δώσεις απολύτως καμία σημασία στην επαναληψιμότητα. Η συμμετοχή της Cammie Gilbert (Oceans Of Slumber) στο “All Hallow’s Grieve” δίνει έξτρα πόντους στη σύνθεση και στο δίσκο.
9/10
Σταύρος Πισσάνος
[email protected]