Υπάρχουν φορές που ακούς κάτι δίσκους που ενώ μουσικά είναι άρτιοι, σε αφήνουν με μια αίσθηση πλήρους αδιαφορίας και ψάχνεις να βρεις τι φταίει και συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είναι η υπερπροσφορά και η πολυπληθυσμικότητα της μουσικής σήμερα; Είναι ο υπερκορεσμός του ήχου τον οποίο αντιπροσωπεύει και υπάρχει εδώ και τριάντα χρόνια; Είναι το επίπεδο των συνθέσεων; Είναι η έλλειψη ψυχής; Είναι όλα μαζί;
Στην περίπτωση των Αυστραλών Vixenta πάντως θα έλεγα ότι είναι λίγο απ’ όλα. Το ατμοσφαιρίζων black τους με ambient, depressive και post στοιχεία είναι ήδη κάτι που υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια και έχει αντιγραφτεί κατά κόρον και το μουσικό τους πλαίσιο δε ξεφεύγει από αυτό που γνωρίζουμε ήδη. ΟΚ, αλλά έχουμε ακούσει δισκάρες που δε ξεφεύγουν από ένα συγκεκριμένο σταθερό πλαίσιο αλλά έγραψαν ιστορία λόγω του θεϊκού επιπέδου των συνθέσεών τους. Εδώ λοιπόν, μπαίνει στη μέση το γεγονός ότι παρ’ όλο που υπάρχει η αρτιότητα που προανέφερα, ενώ όλα είναι δομημένα σωστά και νιώθεις ότι δε μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο δομικά, συνθετικά σε αφήνουν με μια αίσθηση αδιαφορίας και ανολοκλήρωτου.
Με συνέπεια κάπου εδώ να μπαίνει και η έλλειψη ψυχής. Όταν παίζεις κάτι που είναι ήδη χιλιοπαιγμένο και χιλιοαντιγραμμένο, αν δε βάλεις τη ψυχή σου μέσα σε αυτό είσαι καταδικασμένος να μη ξεχωρίσεις. Γι’ αυτό και ο συνδυασμός όλων των παραπάνω οδηγεί σε ένα άκουσμα άρτιο και συμπαγές μεν, άψυχο και κούφιο δε, το οποίο αν δεν έχεις ξαναέρθει σε επαφή μαζί του θα σου προκαλέσει εντύπωση, αν όμως είσαι ήδη μυημένος στον ήχο το πιθανότερο είναι να μη κρατήσεις τίποτα.
Οπότε, στην περίπτωση που πέσει αυτός ο δίσκος στα χέρια σας, δεν έχετε επαφή με το δίσκο και εντυπωσιαστείτε, να γνωρίζετε πως υπάρχει άπειρο υλικό εκεί έξω καλύτερο από αυτό. Εγώ πάντως, αν και οπαδός του ήχου, έχω ξεχάσει ήδη το δίσκο, κάτι που για μένα ίσως αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο σε ένα δίσκο, επειδή σκοπός είναι να θες να τον ακούσεις ξανά και ξανά και να σε συντροφεύει.
5/10
Σταύρος Πισσάνος
[email protected]