Μου έχουν πέσει τα σαγόνια στο πάτωμα χωρίς υπερβολή. Πραγματικά αυτοί οι απίθανοι τύποι από το Las Vegas μου προσφέρουν αυτό το είδος της μουσικής που δεν μπορώ με τίποτα να απορρίψω και χωρίς να φτάνει αυτό, η μουσική τους είναι τόσο διαολεμένα καλοπαιγμένη και οι ιδέες τους φαίνεται να κατεβαίνουν μάλλον από τον ουρανό. Εδώ έχουμε ένα instrumental album τόσο τέλειο που πραγματικά δεν ξέρω τι λέξεις να χρησιμοποιήσω για να σας δώσω να καταλάβετε, χωρίς να αποδειχτούν οι λέξεις μου αυτές λίγες για την τελειότητα που μας προσφέρεται στο πιάτο. Κοίτα να δεις πάλι τελειότητα. Λοιπόν πάμε στα σοβαρότερα τώρα. Αυτή η μπάντα διαθέτει δύο τρομακτικούς κιθαρισταράδες που πραγματικά ο καθένας τους θα μπορούσε να σταθεί μόνος του σαν σόλο καλλίτεχνης και να τον θυμόμαστε για χρόνια. Το εκπληκτικό είναι το πόσο πολύ έχουν δέσει μεταξύ τους που ακούγονται σαν ένας! Είμαι σίγουρός ότι έχουν φάει την ζωή τους στην μελέτη μιας και το παίξιμό τους μπορεί να συγκριθεί με την ιδιαιτερότητα και την τεχνική των κορυφαίων κιθάριστών που έχει βγάλει η μουσική γενικότερα. Να σας εξηγήσω… Στο εκπληκτικό ομότιτλο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο ακούω ένα ηλεκτρικό μεν παίξιμο που κουβαλάει μέσα του το ταμπεραμέντο και την τσαχπινιά όμως του τεράστιου Al Di Meola αλλά και ενός εκ των κορυφαίων μουσικών της εποχής μας, του προσφάτως αποθανόντα Paco De Lucia. Συνεχίζοντας ακούς αυτούς τους δύο παιχταράδες να κεντάνε πάνω σε neoclasical θέματα θυμίζοντας τον «larger than life» Yngwie J. Malmsteen. Παρακάτω τους ακούς να προσεγγίζουν σαν να ήταν δικό τους το rock παίξιμο και φιλοσοφία του Paul Gilbert ενώ στο υπέρτατο “Winterfell” ακουμπούν πραγματικά το Θείο μέσα από τις ουρανομήκεις μελωδίες του Kiko Loureiro. Το επίσης αξιομνημόνευτο σε όλα αυτά είναι ότι προσεγγίζουν όλα τα παραπάνω με αυτή την μελωδική αμεσότητα και απλότητα που είχαμε όλοι γνωρίσει από τους πρώτους δίσκους των Iron Maiden και πους μας είναι τόσο οικεία. Ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να μεταπηδήσουν από κάτι απαλό και jazzy σε κάτι κινηματογραφικό με western αισθητική και από κει να σε τρελάνουν και να σε κάνουν να χειροκροτείς σαν το χαζό (να, δείτε έμενα!) περνώντας την κεντρική μελωδία και το solo του “The Trooper” για να επιβεβαιώσουν πανηγυρικά τα λεγόμενα μου παραπάνω είναι μνημειώδης και προσιδιάζει σε αντίληψη μουσικών παγκοσμίας κλάσεως. Κάντε την χάρη στους εαυτούς σας και ακούστε τα δύο κομμάτια που κλείνουν τον δίσκο και αν μείνετε ασυγκίνητοι ,τότε μπράβο σας! (εντελώς τυχαία το τελευταίο κομμάτι λέγεται “Ghost Troopers In The Sky”). Μέχρι εδώ έγινε λόγος μόνο για τους κιθαρίστες. Τι γίνεται με το rhythm section; Αυτό και αν δεν σκοτώνει φίλοι μου. Αν οι κιθαρίστες είναι μια φορά καλοί οι άλλοι δύο που κρατάνε τα ρυθμικά χαλινάρια αυτής της δισκάρας είναι που παραδίδουν μαθήματα σταθερότητας από την μία μεριά όμως. Από την άλλη δημιουργούν και αυτοί τα δικά τους θέματα, άλλες φορές ακολουθούν τους κιθαρίστες σιγοντάροντας τους με πολύ εύστοχα μελωδικά γεμίσματα και άλλες φορές απλά δρουν ελεγχόμενα ξαμολημένοι και εκεί πραγματικά είναι που απορείς, βλέποντας και τις φάτσες τους, πως είναι δυνατόν αυτοί (που φαίνονται συνηθισμένοι άνθρωποι) να έχουν γράψει τέτοιο πράγμα. Αδυνατώ πραγματικά να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που παρακαλούσα δίσκος να μην τελειώσει. Η λήξη της ακρόασης με αφήνει με ένα χαμόγελο και μια απίστευτη ικανοποίηση που είχα να νιώσω καιρό. Παρά την ιδιαίτερη φύση του δίσκου ,σας το προτείνω ανεπιφύλακτα και, πιστέψτε με, θα κερδίσετε πολλά από αυτή την κιθαρίστικη αλλά και γενικότερα μουσική γιορτή που εγώ μόλις άκουσα. Υποβάλλω ταπεινά τα σέβη μου.
9.5/10
Τάσος Δεληγιάννης