Συνεντεύξεις

Pombagira

Έπειτα από την πρόσφατη κυκλοφορία του καινούργιου τους δίσκου, οι “Pombagira” αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον συγκρότημα που αξίζει την προσοχή μας. Τις ερωτήσεις απαντά ο Pete Giles, καθώς και μας αναλύει τους λόγους που κάνουν την μπάντα του να ξεχωρίζει από την μάζα.

Πρώτα απ όλα καλησπέρα και συγχαρητήρια για την πέμπτη ολοκληρωμένη σας δουλειά. Πραγματικά ευχαριστήθηκα την ατμόσφαιρα που προσφέρει. Όλα πάνε σύμφωνα με το πρόγραμμα όσο αφορά το “Maleficia Lamiah” ;

Θέλω να σε ευχαριστήσω αρχικά, γιατί σημαίνει πολλά για εμάς να βλέπουμε κόσμο που κατανοεί αυτό που κάνουμε. Ιδιαίτερα γιατί έχουμε μία μικρή προϊστορία με τον τύπο, μιας και συγκρινόμαστε πολλές φορές με μπάντες όπως τους “Electric Wizard” και τους “Sleep” και παρότι δεν έχω κανένα θέμα με την σύγκριση που γίνεται με τους “Sleep”, νομίζω ότι με το πέρας του χρόνου απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από τα κοινά χαρακτηριστικά. Αλλά μέχρι τώρα είμαστε αρκετά χαρούμενοι με το πως έχει δεχθεί ο κόσμος το “Maleficia Lamiah”. Θα ευχόμουν από την άλλη να υπήρχαν περισσότερα περιοδικά που να ενδιαφερόντουσαν να καλύψουν το άλμπουμ χωρίς πρώτα να άπλωναν το χέρι για τα λεφτά της διαφήμισης. Αλλά ξέρεις, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά γι’ αυτό. Είμαστε ουσιαστικά μία DIY (Do it yourself) μπάντα, πληρώνοντας τα πάντα από την τσέπη μας, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων για την διανομή και την κυκλοφορία του δίσκου και έτσι δεν μας μένουν πολλά στην άκρη για διαφήμιση.

Ας αρχίσουμε λοιπόν από τα βασικά. Τι σε ώθησε να διαλέξεις το συγκεκριμένο στυλ μουσικής, για να εκφράσεις το πάθος σου;

Πάντα με γοήτευε η ακραία μουσική. Κάνοντας μία αναδρομή στο παρελθόν από τα 80s έπαιζα σε αρκετές grindcore μπάντες όπως τους “Unseen Terror”, τους “Azag – Thoth” και πιο πρόσφατα τους “”Scalplock”, έπειτα προχώρησα σε hardcore μπάντες όπως τους “Harmony as One”, με τέλος την συμμετοχή μου σε crust punk σχήματα, αναφέροντας για παράδειγμα τους “Flyblown”. Κατάλαβα κάποια στιγμή ότι αυτό το πράγμα ικανοποιούσε ένα κομμάτι μου. Στην πραγματικότητα θα πάω ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας ότι ήταν καθαρτικοί παράγοντες για εμένα, μιας και μου επέτρεπαν να διοχετεύω την οργή μου σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον αντί να βγαίνω έξω και να σπάω κεφάλια. Μέσα σε όλη αυτή την τρέλα από τότε που ήμουν έφηβος στα 80s, με γοήτευε το rock από τα σχήματα του 60 και του 70. Στην ηλικία των επτά χρόνων όπου και αγόρασα το “Electric Warrior” των T. Rex, κατάλαβα ότι πάντα υπήρχε τρόπος να εκφράσεις κάθε τι ακραίο. Έτσι όταν καταστάλαξαν οι ιδέες και οι εμπειρίες μέσα στο μυαλό μου το σημερινό αποτέλεσμα ήρθε φυσικά. Όσο αφορά το “Maleficia Lamiah” έχουμε ξαναλλάξει πορεία, μιας και πλέον ο ήχος της κιθάρας έχει αλλάξει από τους τυπικούς doom δίσκους μας. Είναι πιο ανοιχτός και ίσως ακούγεται περισσότερο σαν “Byrds-esque” στυλ, κάνοντας το υλικό μας αρκετά πιο θορυβώδες απ ότι παλιά. Δίνοντας του θέση ανάμεσα στις πιο heavy και ψυχεδελικές κατηγορίες, ταξιδεύοντας τον ακροατή για εικοσάλεπτα, εξερευνώντας με αυτόν τον τρόπο πολλά θέματα με οδηγό την μουσική μας.

Κατά πόσο έχεις την εντύπωση ότι μπορεί ο κοινός ακροατής να δεχθεί και να ακολουθήσει τον ήχο σας;

Δεν ξέρω αν είναι εύκολο, νομίζω όμως ότι εσκεμμένα δεν θέλουμε να είναι εύκολος ο ήχος μας. Όσο για το αν θα καταλάβει ο κόσμος τον ήχο του album, ούτε αυτό το ξέρω. Επίσης περιμένω να ακούσω την γνώμη του κόσμου για το υλικό που έχουμε παράγει τον τελευταίο καιρό πριν βγάλω πόρισμα. Αν όμως έπρεπε να γίνει κάποια σύγκριση θα έλεγα ότι ο ήχος των κιθάρων μας παραπέμπει στους “My Bloody Valentine”, περισσότερο από κάθε άλλη doom μπάντα. Αλλά άμα οι “αξίες” που προσφέρει ο δίσκος περάσουν στο κοινό, θα καταλάβουν ότι ο ήχος μας είναι μοναδικός. Όσο για τις ζωντανές εμφανίσεις μας ότι και να παίζουμε έχουμε πάντα σκοπό να ευχαριστήσουμε το κοινό.

Οι Pombagira βασίζονται πάνω σε κάποια ιδεολογία ή κάποιο ιδιαίτερο θέμα;

Η μπάντα έχει σαν υπόβαθρο τις διαφορετικές πρακτικές της μαγείας, με κύριες επιρροές την άσκηση της “δρακονικής” μαγείας από το ομώνυμο βιβλίο του Essex και των βουντού από την περιοχή της Αϊτής, από τα οποία έχω από πρώτο χέρι γνώσεις. Το λέω αυτό για να αποφευχθούν τυχών παρομοιώσεις με την “μυστικιστική” ροκ σκηνή. Επειδή πλέον πάρα πολλές μπάντες χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο υπόβαθρο στην προσπάθεια να δώσουν μία τέτοια αίσθηση, χωρίς να έχουν καμία γνώση πάνω σε αυτόν τον τομέα. Μιας και αυτόν τον καιρό δουλεύω πάνω σε δύο βιβλία του είδους με αναγνωρισμένο εκδότη στην Αμερική, πιστεύω είμαι σε πολύ καλή θέση να κρίνω ποιος γνωρίζει και ποιος όχι. Δυστυχώς δεν μου έρχεται καμία άλλη μπάντα στο μυαλό που να μπορεί να παρουσιάσει το πραγματικό νόημα του μυστικισμού, με τους περισσότερους να παίρνουν τις ιδέες τους από ταινίες θρίλερ του 70 και από μυθιστορήματα του Dennis Wheattley.

Πίσω στο “Maleficia Lamiah”. Πες μας μερικά λόγια για τον νέο δίσκο. Υπάρχει καμία εμφανής αλλαγή στην πορεία της μπάντας με το πέρας του χρόνου;

Το “Maleficia Lamiah” είναι η πιο νέα “έκδοση” της μπάντας, όπου και επεξεργαζόμαστε την μαγεία στην νεότερη εποχή της Ευρώπης. Μου φαίνεται ότι έχουμε ωριμάσει σε πολλούς τομείς. Έχουμε αντικαταστήσει τις κραυγές και τα metal φωνητικά, με καθαρά, πράγμα που σημαίνει ότι τώρα τραγουδάω. Ο λόγος της αλλαγής δεν ήταν άλλος από το πόσο “γελοίος” ακουγόμουν με τα προηγούμενα φωνητικά πάνω σε αυτό το υλικό. Σκεφτήκαμε ότι μετά την αλλαγή του ήχου μας τα φωνητικά έπρεπε να ακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα όλου αυτού είναι ένας δίσκος που σου διευρύνει τους ορίζοντες, χωρίς να χάνει την δυνατότητα να κυμαίνεται από τα πιο βαριά riffs που έχουμε γράψει, στους πιο κατευναστικούς ήχους. Όσο αφορά την εξέλιξη της μπάντας, νομίζω είναι αρκετά εύκολο κάθε ακροατής να διακρίνει τις διαφορές από τις πρώτες στιγμές της μπάντας με τον πρώτο δίσκο “The Crooked Path”, μέχρι και σήμερα. Στον προηγούμενο μας δίσκο “Iconoclast Dream”, είχαμε επικεντρώσει το ενδιαφέρον μας σε μακρόσυρτα κομμάτια με εμφανή την χρήση του reverb και του delay. Ποτέ δεν σταματάμε να εξελισσόμαστε. Σε αυτόν τον δίσκο τώρα, πιστεύω ότι ανοιγόμαστε περισσότερο στο κοινό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γυρνάμε στα παλιά παίζοντας πάλι doom, αλλά τραβάμε έναν νέο μοναδικό δρόμο, που μέχρι τώρα επιβεβαιώνεται από κάθε κριτική.

Πόσο περίπου χρόνο σας πήρε ο δίσκος; Το υλικό προέρχεται και από ιδέες του παρελθόντος ή είναι ολοκαίνουργιο;

Μας πήρε λίγο παραπάνω από χρόνο για να γίνει όπως το θέλαμε. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε κάποια κομμάτια που παίζαμε στις ζωντανές εμφανίσεις, αλλά τελικά καταλάβαμε ότι δεν κόλλαγαν με αυτό που θέλαμε να δείξουμε. Πτυχές από παλιά κομμάτια αναπόφευκτα θα επανενταχθούν σε δίσκους στο μέλλον, αλλά για την ώρα το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να καινοτομούμε.

Προσωπικά εγώ δεν έχω ακούσει την “LTD” έκδοση. Οπότε αναρωτιέμαι αν και τα άλλα τρία κομμάτια ακολουθούν το ίδιο μουσικό μονοπάτι.

Τα τρία έξτρα κομμάτια που κυκλοφορούν με την έκδοση του βινυλίου διαφέρουν κάπως το ένα με το άλλο. Στην πλευρά “C” του βινυλίου είναι το κομμάτι “Gift to Transgress” που στα είκοσι λεπτά διάρκειας ακολουθεί αρκετά τα δύο πρώτα κομμάτια του κανονικού δίσκου. Παρόλα αυτά στην πλευρά “D” αλλάξαμε την ταχύτητα στα 45 rpm και έτσι ακούμε δύο τρίλεπτα κομμάτια. Συναντούμε πιο χαρούμενους ρυθμούς, υπό την συνοδεία πνευστών, με τα ονόματα αυτών να είναι “Black Sun White Light” και μία επανεκτέλεση από τους Νορβηγούς The Longboatmen με τον όχι και τόσο ακουστικά σωστό τίτλο “Take Her Any Time”.

Τι σας ενέπνευσε στην επιλογή του τίτλου;

Δουλεύοντας πάνω σε αυτά τα θέματα και έχοντας είδη στο μυαλό μου την εικόνα όλης αυτής της κίνησης από την πρώιμη περίοδο της Ευρώπης, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Παρόλα αυτά αρχικά το κομμάτι “Maleficia Lamiah” προοριζόταν ως τρίτο στον δίσκο και έτσι το άλμπουμ θα έπαιρνε το όνομα “Five” χρησιμοποιώντας το λατινικό “V”. Προσωπικά ήθελα να τον ονομάσω “High V” αλλά η “Carolyn” δεν ήταν σύμφωνη με αυτό. Η άποψή μας άλλαξε όταν μιλήσαμε με τον Steve από τους The Wounded Kings όπου και πρότεινε το “Maleficia Lamiah” να γίνει το πρώτο κομμάτι του δίσκου. Μετά όλα ήρθαν φυσικά, καθώς και ο τίτλος.

Νομίζεις ότι η μουσική σας είναι φτιαγμένη για lives. Χρειάζεστε τίποτα ιδιαίτερο πάνω στην σκηνή για το επιθυμητό αποτέλεσμα;

Ναι το πιστεύω ακράδαντα! Αν και το πρόβλημα είναι ότι δεν μας προσφέρεται συχνά η ευκαιρία για να συμμετάσχουμε. Δεν έχουμε καμία πρόθεση όμως να συμβιβάσουμε τον ήχο μας γιαυτό και ο εξοπλισμός μας είναι παρόμοιος με τους SunnO)). Οπότε καταλαβαίνεις ότι για μία μπάντα που δεν είναι και τόσο γνωστή, είναι δύσκολο να σε καλούν για live και να έχεις και τον εξοπλισμό όπως τον θες. Στο παρελθόν ήμασταν λιγότερο επιλεκτικοί ως προς τα μέρη όπου γινόντουσαν οι ζωντανές μας εμφανίσεις, με αποτέλεσμα αυτό να έχει κακό αντίκτυπο στην μουσική μας. Πλέον το έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό και δεν δεχόμαστε εύκολα προτάσεις αν πιστεύουμε ότι δεν μας κάνουν. Έτσι έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα μέχρι και του να μην ξαναεμφανιστούμε ζωντανά.

Έχουν οι Pombagira πετύχει τους στόχους τους μέχρι τώρα;

Όχι δεν τους έχουμε πετύχει ακόμα. Πραγματικά θέλουμε να κάνουμε support σε αξιόλογες μπάντες και να λάβουμε μέρος σε περιοδείες. Όπως και μεγάλο μας όνειρο είναι να παίξουμε στην Βραζιλία όπου και έχουμε “ρίζες” ιδεολογικά. Άρα θέλουμε δουλειά ακόμα. Όσο για την παγκόσμια κυριαρχία, θα πρέπει να μπει στην λίστα μας.

Πως ήταν η συνεργασία με τον Vic Singh; Αυτός ήταν μου σας προσέγγισε;

Ήταν κυριολεκτικά υπέροχη! Εκείνος μας προσέγγισε, αλλά είχε προηγηθεί μία αγγελία από εμάς όπου ζητάγαμε φωτογράφο. Δεν μπορούσαμε ούτε καν να φανταστούμε την ανταπόκριση που θα είχε. Επικοινώνησαν μαζί μας φωτογράφοι του Ινδικού Vogue, του Harpers Bizzare, ακόμα και ο φωτογράφος του pop/rock συγκροτήματος McFly, αλλά ανάμεσα σε όλες αυτές τις προτάσεις αυτή του Vic ξεχώριζε. Μόλις συνειδητοποιήσαμε την δουλειά που είχε κάνει στα 60s με τους Beatles και τους Pink Floyd ήταν τελειωμένη υπόθεση για εμάς και περιττό να σου πω ότι οι φωτογραφίες βγήκαν καταπληκτικές.

Τι θα πρέπει να περιμένουμε στο μέλλον από τους Pombagira;

Ακόμα περισσότερα άλμπουμ. Έχω είδη αρχίσει να γράφω νέο υλικό, το οποίο δρομολογώ να ηχογραφήσουμε τον επόμενο χρόνο. Εξαρτάται από το πόσο καλά θα τα πάει το “Maleficia Lamiah”. Αν μπορέσουμε και φέρουμε στα ίσια τα έξοδα τότε θα βρισκόμαστε σε θέση να κάνουμε όλη αυτή την δουλειά του χρόνου, αλλιώς ποιος ξέρει τι θα γίνει. Επί της ευκαιρίας επισκεφτείτε το site μας για την αγορά του δίσκου ή του βινυλίου, επίσης θα χαιρόμασταν αν μπαίνατε και στην σελίδα μας στο Facebook. Σε ευχαριστώ και πάλι για την συνέντευξη, ήταν χαρά μου.

Αλέξανδρος Κωνσταντουράκης

www.blackaxisrec.co.uk

http://www.facebook.com/pombagiradoom

Band Members:

Carolyn Hamilton – Giles – τύμπανα

Peter Giles – φωνή, κιθάρα

Discography:

The Crooked Path, 2008

Black Axis Abraxas, 2009

Baron Citadel, 2010

Pombagira / Eagle Twin Split, 2010

Iconoclast Dream, 2011

Maleficia Lamiah, 2013

Tatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X