[Option A]
Οχτώ χρόνια έπειτα από την τελευταία τους δουλειά, ή ακόμα 11 χρόνια μετά την τελευταία καλή τους δουλειά, αν εξαιρέσουμε το απογοητευτικό “Abrahadabra”, οι Dimmu Borgir επιστρέφουν στη δισκογραφία με το “Eonian”. Αυτό που θα πρέπει από την αρχή να τονιστεί είναι πως η συγκεκριμένη κριτική ενέχει αρκετή υποκειμενικότητα, εξαιτίας της αγάπης για το συγκεκριμένο συγκρότημα και της ακόμα μεγαλύτερης προσμονής για μία καινούργια δουλειά από μέρους του όλα αυτά τα χρόνια.
Από τα πρώτα κιόλας δείγματα της μπάντας με τα video για τα ‘Interdimensional Summit’ και ‘Council of Wolves and Snakes’, τα συμπεράσματα που εξήχθησαν ήταν δύο: α) οι Dimmu Borgir είχαν ετοιμάσει κάτι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα albums και β) οι Dimmu Borgir είχαν ετοιμάσει κάτι (και πάλι) απογοητευτικό. Δεν θα μπούμε στη διαδικασία μίας track-by-track ανάλυσης των τραγουδιών, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία στο συγκεκριμένο album, δεδομένου ότι όλες οι συνθέσεις της μπάντας χαρακτηρίζονται από τα ίδια ακριβώς στοιχεία. Ο όρος ‘και πάλι’ όπως δηλώθηκε, δηλαδή εντός παρενθέσεως, σημαίνει πως η ανάλυση του “Eonian” μπορεί να γίνει υπό δύο διαφορετικές οπτικές.
Από την πρώτη οπτική, το συγκεκριμένο album περιέχει κάποια κλασικά στοιχεία της μπάντας, όπως τα χορωδιακά και τα συμφωνικά, αλλά σε υπερβολικό βαθμό. Το όλο album καταλήγει να είναι περισσότερο ένα συμφωνικό / μελωδικό metal παρά ένα συμφωνικό black metal. Υπό το πρίσμα αυτό, μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή αν κάποιος υποστήριζε πως το “Eonian” αποτελεί μία συνέχεια του “Abrahadabra”, με μία κάπως καλύτερη αισθητική και μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Μετά από αρκετά ακούσματα, το album απλά τελειώνει, χωρίς μία στιγμή να εντυπώνεται στο μυαλό, χωρίς να μπορέσουμε να μνημονεύσουμε κάτι, έστω ένα riff, έστω μία μελωδία. Το album είναι απλά επίπεδο, χωρίς να μπορεί να σε συνεπάρει η κλασική black μελωδική μεγαλοπρέπεια των παλιών Dimmu Borgir. Και εδώ μπορεί να εισαχθεί η δεύτερη οπτική: η καινοτομία. Οι Dimmu Borgir αποφάσισαν να αναγάγουν σε ένα ανώτερο επίπεδο τα παραδοσιακά τους στοιχεία, προσφέροντας ένα album το οποίο χαρακτηρίζεται από μία μαγευτική, σκοτεινή (αν και όχι τόσο σκοτεινή όπως σε προηγούμενες κυκλοφορίες) ατμόσφαιρα, η οποία, ωστόσο, δε χρησιμοποιείται για να εμπλουτίσει τις black μελωδίες, αλλά αντίθετα για να καλύψει την απουσία τους.
Ενδεχομένως αρκετοί να βρουν στη νέα αυτή εικόνα των Borgir κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον∙ κάποιοι άλλοι ίσως θεωρήσουν αυτήν την προσπάθεια ως μία αντανάκλαση της εξέλιξη της μπάντας σε μουσικό/συνθετικό επίπεδο∙ κάποιοι ίσως πιστέψουν πως η μπάντα αποφάσισε να γράψει κάτι που ικανοποιεί τα μέλη της. Όλες αυτές οι εικασίες εντάσσονται στο πλαίσιο μίας συζήτησης σχετικά με το κατά πόσο μία μπάντα έχει το δικαίωμα / οφείλει να εξελίσσεται δημιουργώντας κάτι διαφορετικό, ή αντίθετα θα πρέπει να διατηρεί την ταυτότητά της. Προσωπικά, αυτή η ad nauseam χρήση χορωδιακών / συμφωνικών μάλλον σαν filler μοιάζει, παρά σαν μία προσπάθεια της μπάντας να την απογειώσει, μέσα από μεγαλειώδεις συνθέσεις, με δυναμική, με προσωπικότητα, με black χαρακτήρα, με συγκεκριμένη μουσική ταυτότητα, όπως μας έχει συνηθίσει, στοιχεία που λείπουν από τη νέα της δουλειά. Οι Dimmu Borgir είναι ικανοί για κάτι πολύ παραπάνω από το απλό, επίπεδο και soft “Eonian” και το έχουν αποδείξει στο παρελθόν, αλλά και εδώ τίθεται το ερώτημα αν όντως είναι ακόμα ικανοί και αν έχουν τη διάθεση να επιστρέψουν στη δυναμική του παρελθόντος. Ακόμα και με το “Abrahadabra” πιστεύαμε πως ήταν μία ατυχή στιγμή και θα επανακάμψουν. Αυτό θέλουμε να συνεχίσουμε να πιστεύουμε και για το μέλλον, παρά την απογοήτευση που νιώσαμε με την τελευταία τους κυκλοφορία. Ο βαθμός αντανακλά την πιθανότητα η μπάντα συνειδητά να αποφάσισε να ρισκάρει με μία πιο soft συνθετική γραμμή προς αναζήτηση ενός νέου μουσικού προσανατολισμού και ταυτότητας, αλλά και το γεγονός πως δε βαθμολογήθηκε σαν μία συμφωνική black metal μπάντα όπως στο παρελθόν, αλλά απλά σαν μία συμφωνική metal μπάντα. Μετά λύπης, ο βαθμός αυτός είναι και αρκετά επιεικής.
5/10
Αλίκη Μαξούτογλου
[email protected]
—————————————————————————————
[Option B]
Οχτώ χρόνια δισκογραφικής απουσίας ήταν πολλά για τους Dimmu Borgir. Και φαντάζουν ακόμα περισσότερα όταν τελευταίο album ήταν το μέτριο έως κακό “Abrahadabra”, το οποίο μετά και την πρώτη του ακρόαση καταδικάστηκε σε αιώνιο αράχνιασμα στη δισκοθήκη μου. Στο μεγάλο αυτό διάστημα μεσολάβησαν πολλά στο στρατόπεδο της μπάντας. Ανανεώθηκε το σχεδόν λήξαν συμβόλαιο με τη Nuclear Blast, τρία βασικά μέλη έγιναν οικογενειάρχες και οι περιοδείες μειώθηκαν σε ποσοστό που φλέρταρε με τη διάλυση. Το ηθικό αναπτερώθηκε για τους πιστούς fans με την περσινή κυκλοφορία του πρόσφατου (και ομολογουμένως εντυπωσιακού) “Forces Of The Northern Light” DVD, διατηρώντας ζωντανές τις ελπίδες για ένα νέο album. Λίγους μήνες μετά έπεσε η official ανακοίνωση πως η νέα κυκλοφορία θα λέγεται “Eonian“ και αυτό ήταν. Τα μεταλικά media πήραν φωτιά, κάνοντάς το ένα από τα πιο πολυαναμενόμενα albums για το 2018.
Η ώρα της ακρόασης λοιπόν ήρθε. Ξεκινάμε από τα βασικά. Το “Eonian“ και γενικότερα οι Dimmu Borgir δε θα ‘πρεπε πλέον να θεωρούνται black metal, καθώς black στοιχεία έχουμε να ακούσουμε από εποχές “Puritanical Euphoric Misanthropia“. Εδώ το 99% του δίσκου είναι δομημένο πάνω σε συμφωνικές ενορχηστρώσεις. Αυτό πάει να πει πλήκτρα με υπερβολική χρήση, χορωδίες επί χορωδιών προσπαθώντας ακόμα μία φορά να καλυφθεί αποτυχημένα το κενό στα trademark φωνητικά του ICS Vortex κάνοντας το όλο εγχείρημα να μοιάζει με ορχηστρικό οργασμό. Φυσικά όταν κάτι τέτοιο είχε ξαναγίνει πριν 15 χρόνια στο “Death Cult Armageddon” οι Dimmu Borgir έντυσαν μουσικά με άψογο τρόπο το όλο concept γύρω από οράματα σχετικά με την Αποκάλυψη δημιουργώντας ατμόσφαιρα για σεμινάριο. Εδώ απλά χρησιμοποιούν ακριβώς το ίδιο μοτίβο χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Στα λίγο πιο θετικά τώρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη είναι κλάσεις ανώτερο από τον προκάτοχό του για ένα και βασικό λόγο. Όσο κι αν δε θέλουν αρκετοί να το πιστέψουν, το “Eonian“ περιέχει αρκετά κομμάτια που σου μένουν. Από το εμπορικότατο μήλον της έριδος “Interdimensional Summit“ και το “Aetheric“ (με την υπέροχη μελωδία λίγο πριν το φινάλε), μέχρι το “Lightbringer“ που μου ξύπνησε παροδικές μνήμες από τα χρυσά τους 90’s και το βασικό σκελετό του “Alpha Aeon Omega“. Τα φωνητικά του Shagrath αυτή τη φορά δεν ξέρω πως να τα αντιμετωπίσω. Από τη μία έχει κλασικές early-00′s Borgir ερμηνείες, αλλά από την άλλη υπάρχουν whispering vocals στιγμές που νιώθω ότι κοπιάρει ξεδιάντροπα Dani Filth. Ναι παίδες, τέτοια περιστατικά θα συναντήσετε αρκετά.
Τέλος όσον αφορά τις επιλογές τους session μουσικούς, ένα μπράβο αξίζει στο τίμιο θηρίο Dariusz “Daray” Brzozowski πίσω από τα drums μιας και η πλούσια θητεία του σε μπάντες όπως Vader και Imperial Age μόνο καλό κάνει στο δίσκο. Από την άλλη, η επιλογή του Gerlioz για πληκτρά δεν ήταν και η σοφότερη, ακόμα και από τις “Abrahadabra” ημέρες και αυτό θα το καταλάβεις στο κυρίως keyboard theme “Archaic Correspondence“, το οποίο μάλλον είναι και το πιο αδύναμο κομμάτι του album. Η αυλαία πέφτει με ένα ανέλπιστα ωραίο instrumental με τίτλο “Rite Of Passage” προσφέροντάς μας έναν φλώρικο μεν, πρωτότυπο δε για τα Dimmu Borgir δεδομένα θέτοντάς μου το σοβαρό δίλημμα. Είναι τελικά το “Eonian“ καλό ή όχι; Η απάντησή μου είναι μάλλον ναι. Η στροφή που έχει επιλέξει η μπάντα να ακολουθήσει, τουλάχιστον έχει γίνει ομαλά και καλογυαλισμένα δίχως προχειρότητες. Και το σημαντικότερο, σε βάζει στο τριπάκι να το ξανακούσεις.
Αν θες λοιπόν να αγοράσεις και να ακούσεις το “Eonian” περιμένοντας θριαμβευτικές επιστροφές σε “Spiritual Black Dimensions“ περιόδους (για “Enthrone Darkness Triumphant“ ούτε λόγος!) τότε μάλλον ονειρεύεσαι. Ο δίσκος απευθύνεται πρώτον σε νεαρότερο κοινό, δεύτερον – και κατά βάση – σε πιο mainstream κοινό και τρίτον, σε κοινό που αρέσκεται σε πρώτα ονόματα του φλωροποιημένου πια roster της Nuclear Blast τύπου Epica, Nightwish, Cradle Of Filth. Και αυτό το τελευταίο είναι κάτι που ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα ‘λεγα για τους Dimmu Borgir.
7/10
Χάρης Μπελαδάκης
[email protected]