Εδώ και μια δεκαετία από την επιστροφή του D.C. Cooper στις τάξεις τους και την κυκλοφορία του απίστευτου “Show Me How To Live”, οι Royal Hunt περνάνε δεύτερη δημιουργική περίοδο και χαρίζουν στους οπαδούς τους εξαιρετικούς δίσκους. Όπως έγινε και με τον προηγούμενο, επίσης εξαιρετικό, “Cast In Stone” (2018), το ίδιο έρχονται να κάνουν με το “Dystopia”, έναν δίσκο στον οποίο παρελαύνουν εξαίρετοι session μουσικοί τον κάνουν ακόμα πιο ιδιαίτερο.
Ο δέκατος πέμπτος λοιπόν δίσκος των Δανό-Αμερικανό-Σουηδών prog/power metallers ξεκινά με το “Inception F451”, μια εξαιρετική εισαγωγή που σε βάζει στο κλίμα για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, λίγο πριν το “Burn”, μια κλασικής κοπής Royal Hunt σύνθεση, με τα μεγαλοπρεπή πλήκτρα και τις εξαιρετικές φωνητικές γραμμές από τον D.C. Cooper να δίνουν και να παίρνουν. Το “The Art Of Dying” αποτελεί την πρώτη εμφάνιση για τον Mats Levén (ex-Yngwie Malmsteen, ex-Krux, ex-At Vance) στο δίσκο, ο οποίος ηχεί φανταστικός. Συμμετοχών συνέχεια έρχεται το “I Used to Walk Alone”. Η Alexandra Andersen ξεκινά την μπαλάντα αυτή με τον Mark Boals (κυκλοφόρησε με την μπάντα τα “Paradox II: Collision Course” του 2008 και “X” του 2010) να την ακολουθεί και το αποτέλεσμα είναι μια από τις καλύτερες μπαλάντες που μας έχει χαρίσει ποτέ το σχήμα.
Στο “The Eye Of Oblivion” έχουμε την επιστροφή στο μικρόφωνο για τον D.C., σε μια σύνθεση που ηχεί σαν να έχει παρθεί μέσα από το “Cast In Stone”, μιας και το όλο συναίσθημα που έχει σε οδηγεί εκεί. Το “Hound Of The Damned”ήταν το κομμάτι εκείνο που στην αρχή σε παραξενεύει αρκετά και σε θέτει οριακά εκτός του πνεύματος του δίσκου όσον αφορά την εισαγωγή του. Ευτυχώς όμως ο παλιός γνώριμος της μπάντας, Henrik Brockmann (συμμετείχε στα “Land Of Broken Hearts” του 1992 και “Clown In The Mirror” του 1994), κάνει την εμφάνισή του και μαζί με τον Kenny Lübcke σε lead ρόλο πλέον (έχει τραγουδήσει όλα τα δεύτερα φωνητικά από το “Paradox” του 1997 μέχρι και σήμερα για λογαριασμό του συγκροτήματος) και τον D.C., κάνουν μια πολύ ιδιαίτερη σύνθεση. Ωραίες μελωδίες υπάρχουν διάχυτες παντού και σίγουρα απογειώνεται με τα leads του Jonas Larsen. Ένα ιντερλούδιο ακολουθεί, το “The Missing Page (Intermission I)”, με έντονο το συναίσθημα της χαρμολύπης. Τόσο μελαγχολικό και συνάμα τόσο έντονο σε συναισθήματα που σε γεμίζουν αισιοδοξία.
Οδεύοντας προς το τέλος, το “Black Butterflies” διακατέχεται από το galloping riffing στο κομμάτι, ανοιχτές πέμπτες στα ρεφραίν και τα πλήκτρα σε πρωταρχικό ρόλο. Ο D.C. Cooper στις φωνητικές του γραμμές ακούγεται ακριβώς όπως θέλει το κομμάτι. Ιδανικός, δίχως πολλές φανφάρες. Το “Snake Eyes” από την άλλη είναι το απόλυτο κομμάτι επειδή συναντώνται όλοι οι τραγουδιστές του δίσκου και το αποτέλεσμα είναι πέραν κάθε προσδοκίας. Αυτό που σκέφτομαι είναι πώς θα μπορέσει να αποδοθεί το ίδιο vibe σε κάποια μελλοντική εμφάνιση του σχήματος, επειδή πραγματικά δεν μπορεί να λείπει από το setlist.
Ο δίσκος κλείνει με το “Midway (Intermission II)”, το οποίο δεν είναι κάτι άλλο από μια ακουστική κιθάρα και πλήκτρα, που κλείνουν όμορφα το concept του album. Στην μια ώρα που σχεδόν διαρκεί ο δίσκος, βρήκα τον εαυτό μου να ακούει γεμάτος προσήλωση την εκπληκτική αυτή δουλειά. Άλλωστε πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι Royal Hunt δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ. Το μόνο που περιμένω τώρα είναι το δεύτερο μέρος του “Dystopia”.
9/10
Νίκος Σιγλίδης
[email protected]