Τους φοβήθηκα τους Them και το “Return To Hemmersmoor” τους, είναι η αλήθεια. Η διεθνής επτάδα μουσικών παρουσιάζει εδώ την τρίτη ολοκληρωμένη κυκλοφορία στα δώδεκα χρόνια ύπαρξής της, η οποία αποτελεί θεματική και μουσική συνέχεια των προηγούμενων δύο. Πρόκειται για ένα συγκρότημα που ξεκίνησε ως μπάντα διασκευών των Mercyful Fate και King Diamond.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι τα έντονα horror και θεατράλε στοιχεία βρίσκονται σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Όποιος έχει διαβάσει έστω και μισή κριτική μου στη σελίδα που βρίσκεστε αυτή τη στιγμή, γνωρίζει ότι δεν είμαι, για να το θέσουμε μετριοπαθώς, η μεγαλύτερη οπαδός αυτής της αισθητικής.
Όταν ξεκίνησε ο δίσκος να παίζει όμως, ήρθα αντιμέτωπη με ένα εντυπωσιακά καλοπαιγμένο heavy/power metal ευρωπαϊκής, κυρίως, σχολής και ορισμένα πολύ ωραία refrains. Kάπου εκεί κάμφθηκαν οι πρώτες αντιρρήσεις που είχα σχηματίσει για το αισθητικό κομμάτι του σχήματος, που ας μη γελιόμαστε, δεν αποτελεί ακριβώς μνημείο καλογουστιάς (για να το θέσουμε κομψά). Η εικόνα τους έπαψε να με απασχολεί τελείως όταν ξεκίνησε να παίζει για πρώτη φορά το “Field Of Immortality”. Ένα υπέροχο τραγούδι που θα μπορούσε να είναι το χαμένο αδελφάκι του “When The Spirit Rules The World” από το “Modus Vivendi” των πολυαγαπημένων μου Σουηδών Tad Morose.
Θα μπορούσα να μιλήσω για το πόσο καλή δουλειά έχουν κάνει οι δύο κιθαρίστες τους, Markus “Ulle” Ullrich και Justin Zych, όπως και για το πόσο με χαροποίησε το γεγονός ότι μετά από πολύ καιρό, άκουσα επιτέλους ένα δίσκο με κιθαριστικά solos. Τα οποία έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης μέσα στα τραγούδια και δεν αποτελούν μόνο κενό στοιχείο εντυπωσιασμού. Θα μπορούσα επίσης να πω ότι μαντεύω πόσο καλά θα ακούγεται αυτό το υλικό ζωντανά. Η έκπληξη όμως δεν βρίσκεται σε αυτά τα πράγματα.
Βρίσκεται στο γεγονός ότι το δυνατότερο χαρτί αυτού του δίσκου είναι ακριβώς εκείνο με το οποίο προσωπικά είμαι νομοτελειακά τσακωμένη από πάντα: η ίδια η θεατρικότητα του σχήματος και η τρομερά πειστική απόδοση του concept που αυτή υπηρετεί. Δεν ξέρω αν το μαξιμαλιστικό στοιχείο είναι πειστικό γιατί η μουσική είναι περιεκτική και εμπνευσμένη ή αν η μουσική πείθει γιατί λειτουργεί τόσο καλά το μαξιμαλιστικό στοιχείο εντός της. Είναι ένα ερώτημα-κυκλικό επιχείρημα, στο οποίο μόνο οι ίδιοι μπορούν να γνωρίζουν την απάντηση.
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι ότι το ευρωπαϊκό power και οι μουσικοί του ξαναβρίσκουν σιγά σιγά εκτός από τα solos τους, και την επιθετικότητα τους (“Waken”). Μια επιθετικότητα που υπήρξε ανέκαθεν απόλυτο αντίβαρο αλλά και ταυτόχρονα αναπόσπαστο ταίρι της μελωδίας (“The Thin Veil”). Καιρός ήταν. Το μόνο που έχω να τους προσάψω είναι εκείνες οι τσιρίδες στο “Maestro’s Last Stand” που αποδεικνύουν περίτρανα ότι μπορείς να βγάλεις τον King Diamond από το σχήμα αυτό, αλλά είναι αδύνατο να βγάλεις το σχήμα αυτό από τον King Diamond.
Θα μπορούσα να ζήσω και χωρίς αυτού τους είδους τα φωνητικά, αλλά αφενός αποτελούν απλά ένα μικρό κομμάτι της πλουραλιστικότατης παλέτας του Troy Norr, αφετέρου όσο δεν αρέσουν σε εμένα, τόσο θα αγαπηθούν από τους φίλους του Δανού μάγου. Οι οποίοι τυχαίνει να είναι και πολλοί στη χώρα μας, οπότε δεν το λες ακριβώς μειονέκτημα για το “Return To Hemmersmoor” αυτό. Αν βγάλεις το κιτς λοιπόν, τι μένει; Ένας απολαυστικότατος heavy metal δίσκος, που κρατάει τη φιοριτούρα ευτυχώς μόνο στο περιτύλιγμα και αφήνει στο περιεχόμενο μόνο την ουσία.
8,5/10
Χρύσα Γιουρμετάκη
chrysag.nioti@gmail.com