Συνεντεύξεις

Lindy-Fay Hella

Τον δεύτερο της προσωπικό δίσκο κυκλοφόρησε η Lindy-Fay Hella πλαισιωμένη αυτή την φορά από τους Dei Farne. Το “Hildring” όπως και λέγεται, μας έδωσε το έναυσμα να μιλήσουμε μαζί της για την διαδικασία της σύνθεσης, την έμπνευση καθώς και το παρελθόν και μέλλον του προσωπικού της σχήματος.   

Γεια σου Lindy, συγχαρητήρια για τον νέο δίσκο “Hildring”. Κυκλοφόρησε μόλις λίγους μήνες μετά το νέο album των Wardruna, οπότε υποθέτω πως ήταν αρκετά γεμάτος χρόνος για εσένα. Βοήθησε η πανδημία στο να κυκλοφορήσεις τον δεύτερο προσωπικό σου δίσκο, από την στιγμή που λόγω έλλειψης ζωντανών εμφανίσεων υπήρχε περισσότερος ελεύθερος χρόνος; Ή θα το κυκλοφορούσες φέτος όπως και να έχει;

Γεια σου Σταύρο, σε ευχαριστώ. Η πανδημία όντως ελευθέρωσε αρκετό ποσοστό χρόνου για εμένα προκειμένου να δουλέψω σε αυτόν τον δίσκο. Υποθέτω είναι σαν το ρητό «ουδέν κακόν αμιγές καλού» . Πιθανόν να χρειαζόμουν μερικούς ακόμα μήνες αν έπρεπε παράλληλα να περιοδεύω.

Πως αποφάσισες να συνεργαστείς με τους Dei Farne; Μπορείς να μας πεις μερικά λόγια για αυτό;

Οι Dei Farne ξεκίνησαν αρχικά με τον ξάδερφό μου, τον Ingolf Hella, στα τύμπανα που ήταν επίσης drummer και τους Seafarer, τον Jan Tore Ness επίσης στα κρουστά και τον Roy Ole Forland στα πλήκτρα και το μπάσο. Υποτίθεται πως θα ήταν η μπάντα που θα με συνόδευε στις ζωντανές εμφανίσεις, αλλά όταν γνωριστήκαμε στο στούντιο του Jan αρχίσαμε απλά να τζαμάρουμε και από το πουθενά άρχισαν να ξεπηδούν νέα κομμάτια. Έτσι το να κάνουμε ένα νέο δίσκο μας βγήκε απολύτως φυσικά. Ο Ingolf ξεκίνησε να παίζει τύμπανα λίγο  αφότου άκουσε για πρώτη φορά Boney M και Kiss, σε ηλικία πέντε χρονών. Αποφάσισε από τότε ότι ήθελε να αφιερώσει την ζωή του στα τύμπανα και αφότου πέρασε λίγο καιρό παίζοντας στον αέρα, απέκτησε το δικό του drum kit των πέντε τεμαχίων. Ο Jan Tore Ness έχει το δικό του στούντιο που πηγαίνει πολύ καλά, έχοντας αναλάβει  πολλά διαφορετικά project σαν μηχανικός ήχου/παραγωγός. Ο Roy Ole είναι δάσκαλος μουσικής και το πάθος του βρίσκεται στα πιο σκοτεινού ήχου και τύπου πλήκτρα. Έχει δουλέψει με πολλούς καλλιτέχνες και μπάντες μέσα στα χρόνια, όπως η Kari Rueslaatten. Στην παρούσα, οι Dei Farne αποτελούνται από τους Ingulf  και Roy με τον HC Dahlgaard πίσω από τα τύμπανα για τις ζωντανές εμφανίσεις.

Από την δική σου οπτική, ποια η διαφορά ανάμεσα στο “Hildring” και στο “Seafarer”;

Μεγάλο ποσοστό του “Hildring” δημιουργήθηκε μέσα από τζαμάρισμα και πολλές από τις ηχογραφήσεις είναι live με μόνο μερικές χορωδίες και άλλα όργανα να προστίθενται μετά. Αυτό προσδίδει μία πιο σκοτεινή και τραχιά αίσθηση νομίζω. Κάτι σαν την δυτική ακτή της Νορβηγίας μια βροχερή μέρα. Το “Seafarer” είχε τις μελωδίες γραμμένες από πριν, προοριζόταν για acapella δίσκος. Μετά το πήγα στον Herbrand Larsen για να του προσθέσουμε όργανα και για να αναλάβει την παραγωγή, καθότι άλλαξα γνώμη. Το “Seafarer” έχει μια πιο folk αισθητική, ίσως και εξαιτίας του φλάουτου και του κόρνο του Eilif Gundersen. Είναι επίσης λιγότερο σκοτεινό από το “Hildring”, έχει περισσότερη λιακάδα κατά κάποιο τρόπο.

Όταν διάβαζα το δελτίο τύπου του δίσκου κατάλαβα ότι τα συναισθήματα είναι το σημαντικότερο στοιχείο για εσένα, όχι μόνο η μουσική. Το να προσπαθείς να αιχμαλωτίσεις τα συναισθήματα που έχεις για το πως βλέπεις και αντιλαμβάνεσαι τον φυσικό κόσμο και τις δυνάμεις των στοιχείων και να τα μεταφέρεις σε κάποιον άλλο είναι το πρωτεύον ζητούμενο, κάτι που κατά κάποιο τρόπο έκανες, τουλάχιστον σε εμένα. Πόσο δύσκολο ήταν να το πετύχεις αυτό;

Είναι πραγματικά ωραίο το ότι κατάλαβες την μουσική μας. Πάντα είχα το ένα μου «πόδι» στον ονειρόκοσμο οπότε το να χρησιμοποιώ συναισθήματα όταν γράφω μουσική είναι κάτι που μου βγαίνει φυσικά. Έκανα μαθήματα πιάνου σαν παιδί, αλλά μετά από κάποια χρόνια κατάλαβα ότι το να παίζω ελεύθερα ήταν πιο πολύ για εμένα. Ένιωθα πως οι νότες στην παρτιτούρα με περιόριζαν και ήταν πολύ αυστηρός τρόπος γενικά. Αλλά φυσικά, έπρεπε να είναι αυστηρός από την στιγμή που είχες να κάνεις με συνθέσεις τις οποίες πρέπει να αποδόσεις σωστά. Δεν τα πάω και τόσο καλά με το όλο θέμα περί «ορθού» γενικά και το κατάλαβα αρκετά νωρίς. Όταν γράφω μουσική και χρησιμοποιώ διαφορετικού τύπου ενέργειες, δεν σκέφτομαι τι μπορεί να αρέσει στους άλλους και τι όχι, αλλά φυσικά και με χαροποιεί όταν ακούω ότι κάποιος βρίσκει αυτό που κάνω ουσιώδες.

Ισχυρίζεσαι ότι ηχείς πιο απελευθερωμένη σε αυτόν τον δίσκο και μπορώ πραγματικά να το ακούσω αυτό. Υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία στην μουσική και αυτό βοήθησε στο να εκφραστείς ανάλογα. Τι σε κρατούσε πίσω παλαιότερα;

Μέσα στα χρόνια κατάλαβα πως αποδίδω καλύτερα όταν όλα είναι σε πιο πρώιμο και ωμό στάδιο, απλά ηχογραφώ τις ιδέες/μελωδίες αμέσως και τις αφήνω μέχρι να βρω τα σωστά λόγια για το τραγούδι και τότε το ηχογραφώ κανονικά πλέον. Στο “Seafarer” ξόδεψα χρόνο στο να ηχογραφήσω χορωδίες στο σπίτι πριν πάω στο στούντιο ώστε να τις γράψω κανονικά και παρότι είμαι πολύ ικανοποιημένη με το τελικό αποτέλεσμα, δυσκολεύτηκα σε κάποια κομμάτια ώστε να αποδώσω τα φωνητικά σωστά, καθαρά και μόνο επειδή το ανέλυα και το επεξεργαζόμουν στο μυαλό μου πολύ. Μήπως το κάνω έτσι ή αλλιώς αντί αυτού για παράδειγμα. Με τους Dei Farne το κάθε κομμάτι έγινε πολύ γρήγορα, κάποια κομμάτια απλά τζαμάρωντας όλοι μαζί και μόλις τελείωνα με τους στίχους μπαίναμε απευθείας στο στούντιο και τα γράφαμε. Κάποια κομμάτια δεν έχουν καν στίχους. Με αυτό τον τρόπο δεν είχα χρόνο να τα υπεραναλύσω και έτσι η φωνή ήταν πιο ελεύθερη.

Έχεις ήδη εκδώσει τις ιστορίες πίσω από τους στίχους του “Insect” και “The Lake”, οι οποίες περιλαμβάνουν συζητήσεις, συναισθήματα, όνειρα, απλά πράγματα δηλαδή στα οποία ο κόσμος πλέον δεν δίνει και πολύ σημασία. Πόσο δύσκολο είναι για εσένα να ζεις σε έναν κόσμο όπου οι περισσότεροι έχουν «απενεργοποιήσει» τα συναισθήματα τους; Ο τρόπος που προσεγγίζεις τους στίχους είναι τόσο απλοϊκός και εμπνευσμένος και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικός με την πλειοψηφία του τρόπου σκέψεις του κόσμου.

Ανακαλύπτω πως αρκετοί άνθρωποι είναι ανοιχτοί σε τέτοια πράγματα, τουλάχιστον οι Dei Farne και οι φίλοι μου. Έτσι δεν νιώθω μόνοι μου να αναρωτιέμαι για πράγματα όπως αυτά που αναφέρω στο “Behind The Veil” ή στο “The Otherworld”. Η στο να χρησιμοποιώ τις αισθήσεις μου όταν είμαι στην φύση, πολλοί άνθρωποι το κάνουν αυτό νομίζω. Επίσης στη επιστήμη, υπάρχει μεγάλη έρευνα σε αυτό το θέμα και είναι συναρπαστική. Όλα αυτά που μπορούμε να νιώσουμε, αλλά όχι απαραίτητα να δούμε. Υπάρχουν άραγε παράλληλα σύμπαντα; Όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εστιάζουν μόνο στο χρήμα και την όποια καριέρα, απλά κλείνω τα μάτια και τα αυτιά μου και διαβάζω ή ακούω κάτι άλλο. Ακόμα, κρατάω τους στίχους όσο πιο απλούς μπορώ  ως προς την έκφραση ώστε να υπάρχει και χώρος για την φαντασία.

Συνέθεσες την μουσική μόνη σου ή ήταν συλλογική διαδικασία;

Αυτός ο δίσκος είναι ξεκάθαρα μια συνεργασία, κάποια κομμάτια είναι αποτέλεσμα όλης της μπάντας ενώ άλλα κομμάτια είναι γραμμένα από τον Roy Ole και εμένα. Επίσης είχαμε τον ξάδερφό μου, τον Roy Thomassen σαν καλεσμένο στους στίχους του “The Lake”. Έχουμε συζητήσει το θέμα των ονείρων για χρόνια και οι στίχοι αυτού του κομματιού είναι από ένα όνειρο που είχε τον περασμένο χρόνο. Επίσης, έχουμε και άλλους καλεσμένους, όπως τον Kristian Gaahl Espedal με τον οποίο και γράψαμε το “Brising” μαζί, ενώ βοήθησε με την συνεισφορά του στα φωνητικά και σε άλλα κομμάτια. Τον Arne Sandvoll που έγραψε το πιάνο στο “The Lake” τον Iver Sandoy  που έκανε το έντονο drum solo στο “Los”.

Τι σε ώθησε στο να ονομάσεις τον δίσκο “Hildring”; Ποια η έμπνευση και το νόημα πίσω από αυτόν τον τίτλο;

Ηχογραφούσαμε το ομότιτλο κομμάτι και εκείνη την στιγμή ενώ τα λόγια του κομματιού ήταν τελειωμένα και γραμμένα αναρωτηθήκαμε ως προς το πως να ονομάσουμε το κομμάτι. Είπα στον παραγωγό μας τον Iver ότι οι στίχοι είναι επηρεασμένοι από το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού, και αυτός αμέσως απάντησε με το “Hildring” το οποίο σημαίνει αντικατοπτρισμός σε παλαιά Νορβηγική διάλεκτο και ήταν επίσης δική του ιδέα το να ονομάσουμε όλο τον δίσκο έτσι.

Ποιοι είναι υπεύθυνοι για το mix και γενικά την παραγωγή του δίσκου και επίσης ποια η ιδέα πίσω από το εξώφυλλο;

Η προ-παραγωγή έγινε στο στούντιο του Jan Tore Ness, το Mor’s Kjeller. Εκεί ηχογραφήσαμε τις πρόβες μας και δουλέψαμε στην μουσική και στην συνέχεια τα πήγαμε στον παραγωγό μας, τον Iver Sandoy στα  Solslottet στούντιο. Πρότεινε να ηχογραφήσουμε έστω κάποια από τα κομμάτια ζωντανά, κάτι που κάναμε και στην συνέχεια απλά προσθέσαμε κάποια εναλλακτικά όργανα και χορωδίες. Αυτό κράτησε την μουσική σε μία ακατέργαστη μορφή κατά κάποιο τρόπο. Επίσης τόνισε και αυτόν τον πιο σκοτεινό ήχο που θέλαμε. Ο Iver έκανε επίσης το mix και το master. Η φωτογραφία του εξωφύλλου τραβήχτηκε σε μία περιοχή στο αγαπημένο μου βουνό εδώ στο Bergen, το Lyderhorn από την Raina Vlaskovska ενώ τα γραφιστικά έγιναν από τον Marcelo Vargas. Έκανε εντονότερη την κίνηση της φύσης στις φωτογραφίες και παράλληλα εμπνεύστηκε από την γενική “The Otherworld” θεματική που υπάρχει σε όλους τους στίχους του δίσκου. Ακόμα, έφερε τα χρώματα προς το πανέμορφο καστανό.

Ποιες οι μεγαλύτερες μουσικές σου επιρροές, αν υπάρχουν;

Λίγο δύσκολο να το απαντήσω αυτό, γιατί υπάρχουν πολλές, αλλά οι Depeche Mode του “Music For The Masses” και πίσω είναι ξεκάθαρα από τα πράγματα που με διαμόρφωσαν περισσότερο μουσικά νομίζω. Οι μελαγχολικές μελωδίες μαζί με όμορφες αρμονίες από synth. Ακόμα Vangelis, Jean Michel Jarre και Morricone. Όσον αφορά τα φωνητικά, υπάρχουν τραγουδιστές σαν τις Brenda Lee και Connie Francis τις οποιες άκουγα πολύ σε μικρή ηλικία. Την δεκαετία του 90 ανακάλυψα τον Robert Smith των The Cure, τους Nina Hagen, Bjork, Morrissey, Lisa Germano, Dead Can Dance, Cocteau Twins. Τα τελευταία χρόνια ψάχνω ένα παλιό blues κομμάτι που άκουσα κάποτε. Ήταν μία γυναίκα με μια κιθάρα, που αν κρίνω από τον ήχο, πρέπει να είναι κομμάτι των 20s ή 30s. Δεν το έχω βρει ακόμα αλλά ψάχνοντας ανακάλυψα την δουλειά της Memphis Minnie η οποία με έχει επίσης επηρεάσει.

Ποια τα μελλοντικά σου σχέδια; Θα σε δούμε στον δρόμο πιθανόν; Οι συναυλίες άρχισαν και πάλι να ακυρώνονται.

Το μελλοντικό μου πλάνο είναι να βρούμε έναν τρόπο να έχουμε συναυλίες ξανά. Αυτό θα ήταν ένα όνειρο αλλά αυτό φυσικά είναι πρόκληση για κάθε μουσικό και άτομο της μουσικής βιομηχανίας την παρούσα.

Σε ευχαριστώ πολύ για την συνέντευξη και την μουσική σου. Καλή επιτυχία σε κάθε μελλοντικό σου εγχείρημα. Μπορείς να κλείσεις την συνέντευξη όπως εσύ θες. Να είσαι καλά.

Σε ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα και επίσης, ότι καλύτερο και σε εσένα. Μείνε ασφαλής και ελπίζω να βρεθούμε από κοντά και σε κάποια συναυλία στο μέλλον.

Συνέντευξη: Σταύρος Πισσάνος
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μάρης

Official Website
Facebook
Instagram
YouTube
Spotify

Band Members
Lindy-Fay Hella – Φωνητικά
Jan Tore Ness – Κρουστά
Roy Ole – Πλήκτρα

Discography
Seafarer, 2019
Hildring, 2021

nano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothRodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X