Συνεντεύξεις

Firewind

Οι δικοί μας Firewind έβγαλαν για μια ακόμα φορά έναν πολύ καλό δίσκο και με την αφορμή αυτού, εγώ και ο ηγέτης της μπάντας, Gus G είπαμε κάποιες κουβέντες σχετικά με αυτό, το μέλλον της μπάντας και πολλά ακόμα.

Τι ανταπόκριση έχετε λάβει μέχρι στιγμής;

Η ανταπόκριση ήταν πολύ καλή, τόσο από τον κόσμο που άκουσε το single όσο και από τον Τύπο που δίνω συνεντεύξεις. Όλοι μου είπαν τα καλύτερα.

Θα μπορούσες να μας περιγράψεις τη διαδικασία της ηχογράφησης; Που ηχογραφήσατε, τι εξοπλισμό χρησιμοποιήσατε και γιατί;

Τα τύμπανα ηχογραφήθηκαν στα Hofa Studios στη Γερμανία όπου έκανα και το solo album μου και τα υπόλοιπα ηχογραφήθηκαν στο home studio μου ενώ οι κιθάρες, τα πλήκτρα, τα μπάσα και τα φωνητικά στο home studio του Herbie, του νέου μας τραγουδιστή.

Πως βλέπεις το νέο σας δίσκο συγκριτικά με τον προηγούμενο;

Θεωρώ ότι είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το προηγούμενο είναι ένα πολύ επικό power metal album, εσκεμμένα κιόλας, καθώς υπήρχε μια συγκεκριμένη γραμμή στους στίχους γιατί ήταν concept για τη μάχη των Θερμοπυλών. Αυτό το album πάλι, καμία σχέση. Είναι θα έλεγα πιο πολύ ηχητικά σαν μια συλλογή όλων των στοιχείων που έχουν οι Firewind ανά τα χρόνια, όσοι γνωρίζουν την ιστορία μας θα το καταλάβουν αυτό. Υπάρχουν δηλαδή και στοιχεία από τα πρώτα albums όπως και αρκετή ποικιλία στα τραγούδια, όπως στην εποχή του “Allegiance” και του “Premonition” χωρίς φυσικά να είναι αντιγραφή και έχει και κάποια στοιχεία τα οποία θέλουμε να μας φέρουν μπροστά γιατί μπροστά κοιτάμε και ως μπάντα.

Νιώθεις παραπάνω ευθύνη για τη μπάντα τώρα που έφυγε ο Μπάμπης;

Όχι, συνεχίζω να κάνω τους δίσκους όπως και πριν. Με τον Μπάμπη συνεργαζόμασταν λίγο στα albums τα τελευταία χρόνια. Συνθετικά ούτως ή άλλως πάντα το 90% έπεφτε σε μένα. Όσον αφορά το stage είναι μια απώλεια και σε προσωπικό επίπεδο, καθώς είναι ένας πολύ καλός φίλος, είμαστε πλέον σαν οικογένεια. Από την άλλη, έφτασε σε ένα σημείο που δε θα προχωρούσε άλλο όπως ήταν. Θέλαμε και οι δύο άλλα πράγματα, αλλά εν τέλει, ήταν μια ευκαιρία για μένα να επαναπροσδιορίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελα όλα αυτά τα χρόνια για τη μπάντα.

Έχετε αλλάξει αρκετά μέλη κατά την πορεία σας. Θεωρείς ότι αυτό δυσκολεύει τη μπάντα ή λειτουργεί θετικά για την εξέλιξή της;

Τη δυσκολεύει σίγουρα. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να χάνεις μέλη και πόσο μάλλον εμείς, που έχουμε σταθεί αρκετά άτυχοι γιατί φεύγουν τραγουδιστές. Θεωρώ ότι είμαστε από τις λίγες μπάντες στο χώρο του heavy metal που έχει αλλάξει τόσες πολλές φωνές και παρόλα αυτά συνεχίζει να υπάρχει έχοντας διατηρήσει και ένα σταθερό πυρήνα οπαδών. Ντάξει, το ότι μας προχωράει και μας εξελίσσει μουσικά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, γιατί η μουσική πάντα εξελίσσεται αλλά δυσκολεύει τα σχέδια της μπάντας, το πως θα κινηθεί και κάποιες φορές θα πρέπει να τα ξεκινήσεις όλα από την αρχή.

Ως κιθαρίστας τι εξέλιξη έχεις δει στο παίξιμο σου από την αρχή που ξεκίνησες να δισκογραφείς μέχρι τώρα;

Θεωρώ ότι έχω εξελιχθεί πάρα πολύ, τόσο παικτικά όσο και ηχητικά. Έχει εξελιχθεί το λεξιλόγιο μου πάνω στην κιθάρα και η γνώση μου στη μουσική εννοείται.

Τα φωνητικά του Herbie Langhans μου θύμισαν τον τραγουδιστή από το ντεμπούτο σας, τον Stephen Fredrik. Θεωρείς ότι υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των δύο δίσκων;

Συμφωνώ μαζί σου ότι θυμίζει αρκετά τον Stephen Fredrik και αυτός είναι και ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο πολύ η φωνή του. Έχει το δικό του στυλ βέβαια ο Herbie, αλλά δεν τον διάλεξα γιατί ήθελα να ξανακάνω τους Firewind όπως ήταν τότε. Ήθελα να υπάρχει κάτι από το παρελθόν αλλά μέχρι εκεί. Πάντα διάλεγα ιδιαίτερους τραγουδιστές γιατί στο power metal η πληθώρα των τραγουδιστών λίγο πολύ μου ακούγονται ίδιοι και ο Herbie θεωρώ ότι είναι μια φωνή με πολλές δυνατότητες και μάλιστα είναι και πολλά επίπεδα πάνω από πολλούς προηγούμενους τραγουδιστές που είχαμε. Και αυτό ακούγεται και στην ερμηνεία του στο δίσκο.

Πως κατέληξες στην επιλογή του Herbie;

Οι λόγοι ήταν πρώτα από όλα το πως μου ακουγόταν η φωνή του και κατά πόσο θα ταίριαζε σε αυτό που κάνουμε. Για τον Herbie μάλιστα το είχα σκεφτεί από το 2013 ότι θα μας ταίριαζε, όταν τον άκουσα με την προηγούμενη του μπάντα, τους Sinbreed, αλλά τότε ήμασταν σε μια περίοδο που, αφού τελειώσαμε την περιοδεία, βάλαμε τη μπάντα στον πάγο και δεν έγινε τίποτα. Ένα ήταν αυτό. Το δεύτερο κριτήριο είναι κατά πόσο μπορούσε να αποδώσει στο παλιό μας υλικό. Όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε, του έστειλα κάποια παλιά μας τραγούδια για να ακούσω πως τα λέει και έπειτα, ήθελα να δω κατά πόσο μπορεί να γράψει δίκες του μελωδίες. Του έστειλα ένα από τα riffs μου και όταν τον άκουσα είπα “ok, αυτό ακούγεται σαν Firewind” και όταν κάναμε μαζί το “Devour“, το πρώτο κομμάτι που δουλέψαμε, είπα πως έτσι θα έπρεπε να ακούγεται η μπάντα εδώ και χρόνια. Και τρίτον, αν ήταν έτοιμος να δεσμευτεί στο να παίξει σε μια τέτοια μπάντα όπως εμείς, γιατί έχουμε ένα πρόγραμμα και κάποιες απαιτήσεις και εννοείται φυσικά πέρα από αυτά, θέλαμε να σιγουρευτούμε ότι ήταν και καλός άνθρωπος πάνω από όλα και όχι κανάς τρελός (σ.σ. γέλια).

Τι σας έκανε να επιλέξετε τον τίτλο “Firewind”;

Είναι λίγο αυτονόητο για πολλούς λόγους. Πρώτον, με τη φυγή του Μπάμπη και του Henning από το group ήθελα λίγο να επαναπροσδιορίσω τους στόχους της μπάντας και στην ουσία ήταν σα να ξαναξεκινάω τους Firewind σήμερα, απλά έχοντας μια πορεία είκοσι χρόνων και οχτώ δίσκους στην πλάτη μας μαζί με όλη την εμπειρία. Παρόλα αυτά είναι ένα νέο ξεκίνημα, μια προσέγγιση πάλι σαν τετράδα, όπως ήμασταν και στα πρώτα albums και επειδή κιόλας ο δίσκος είναι λίγο σαν μια συλλογή όλων των στοιχείων που είχαμε στο παρελθόν, θεώρησα ότι ήταν η καλύτερη στιγμή για να έχουμε ένα ομότιτλο album. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη στιγμή πέρα από αυτήν.

Είσαι ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα;

Εννοείται. Περάσαμε πάρα πολλές δυσκολίες για να καταφέρουμε να τελειώσουμε αυτό το album. Όχι μόνο περάσαμε τις δυσκολίες με τις αλλαγές των μελών, αλλά στα μισά της παραγωγής είχαμε και αλλαγή παραγωγού. Eίχα ξεκινήσει πάλι με τον Dennis Ward και στα μισά της παραγωγής τον προσέλαβαν οι Helloween για να τους κάνει τον νέο δίσκο και έπρεπε να μετακομίσει στο Αμβούργο. Τα τραγούδια τα γράφαμε εγώ και αυτός μαζί, όπως καταλαβαίνεις αυτή τη φορά δεν έγινε έτσι και έπρεπε να βρω μέσα σε λίγα 24ωρα κάποιον παραγωγό να μιξάρει το δίσκο για να είμαστε ok με τις προθεσμίες μας. Βέβαια όλα αυτά σε εποχές προ κορονοϊού, γιατί τώρα δεν έχει σημασία κανένα deadline αφού γαμήθηκε όλος ο πλανήτης (σ.σ. γέλια), αλλά τότε είχαν γιατί συζητούσαμε για περιοδείες, κυκλοφορίες και όλα αυτά τα πράγματα. Εν τέλει βρήκα τον Tobias Lidell, ο οποίος έκανε εξαιρετική δουλειά στη μίξη και θεωρώ ότι είναι υπεύθυνος και για αυτό τον φρέσκο ήχο που μας έδωσε σε αυτό το album.

Είστε ένα συγκρότημα που πλέον μετράει 22 χρόνια ύπαρξης στο χώρο και 9 δίσκους. Νιώθετε κάποια δυσκολία στο να γράφετε νέα μουσική η οποία είναι φρέσκια αλλά παραμένει στο Firewind πνεύμα;

Κοίτα για μένα, καλώς ή κακώς όποτε γράφω τραγούδια, ακούγονται Firewind, αυτό είναι. Ένα από τα σήματα κατατεθέν μας, είναι ότι εγώ είμαι ο κύριος συνθέτης και τα κομμάτια ακούγονται έτσι. Κατά καιρούς βέβαια είχα άλλους συνεργάτες  και για αυτό έχουμε αυτές τις διαφορετικές περιόδους. Eίναι αρκετά δύσκολο να μένεις πάντα ενθουσιασμένος για να κάνεις ένα καινούριο album όταν είσαι μπάντα είκοσι χρόνια, αλλά το διάλειμμα που ακολούθησε από το 2013 μέχρι το 2017 που βγήκε το “Immortals” στην ουσία ήταν μια περίοδος κατά την οποία δεν έκανα κάτι με τους Firewind γιατί απλά δε μου έβγαινε. Είχα πει ότι θα κάνω δίσκο με αυτή τη μπάντα όταν μου βγει κι όταν είναι καλό το album, γι’ αυτό κιόλας πήρε όλο αυτό το χρόνο, γιατί δε θέλω να βγάλω κάτι απλά για να το βγάλω. Βέβαια αυτό μας στοίχισε, όχι δημιουργικά, όπου δεν έκανα καμία θυσία ποτέ, αλλά καθαρά σε θέμα business γιατί αυτό πάντα προχωράει και αν δεν είσαι εσύ σήμερα, θα είναι κάποιος άλλος αύριο. Ο κόσμος ξεχνάει γρήγορα, οπότε μας στοίχισε από την άποψη της συνέπειας αν θέλεις, αλλά για μένα προσωπικά, αυτό δεν είναι το παν. Μάλιστα υπήρχε αυτή η συζήτηση και για αυτό το δίσκο, γιατί το “Immortals” το δέχτηκε πολύ καλά ο κόσμος, σκεφτόμασταν αν θα το συνεχίζαμε αυτό, αλλά το να γράψω τώρα για τη μυθολογία και τους θεούς του Ολύμπου ή δε ξέρω κι εγώ για τι άλλο και να κάνω ένα δεύτερο “Immortals”, ήταν κάτι που δε μου έβγαινε. Βγήκαν αυτά τα τραγούδια που άκουσες τώρα. Θέλω πάντα να είμαι ευχαριστημένος με αυτό που δημιουργώ. Πάντα σκέφτεσαι πως θα το εκλάβει ο κόσμος αυτό, αλλά καλό είναι να κατεβάζεις ρολά σε τέτοιες σκέψεις, ειδικά όταν γράφεις τραγούδια και απλά να κάνεις το καλύτερο που μπορείς ελπίζοντας ότι θα έχει απήχηση.

Τι διαφορές βλέπεις στην ελληνική σκηνή από τότε που ξεκίνησες μέχρι τώρα;

Έχει εξελιχθεί το πράγμα. Βλέπω κατ’ αρχάς ότι οι νεώτερες γενιές μιλάνε καλύτερα Αγγλικά, μπορούν να τα αρθρώσουν και να τραγουδήσουν καλύτερα, αφού θυμάμαι παλιά πριν είκοσι χρόνια, μπάντες στέλνανε δουλειές σε εταιρείες και τα πετούσαν στα σκουπίδια γιατί ακουγόταν λες και τραγούδαγε…άστο (σ.σ. γέλια). Με την εξέλιξη της τεχνολογίας βγαίνουν καλύτερες παραγωγές πλέον, δεν βασιζόμαστε στο studio της γειτονιάς που θα σου πει ότι έτσι πρέπει να παίζεις και να τοποθετείς τα μικρόφωνα και στο τέλος ο δίσκος ακουγόταν σαν να είχε βγει από την τουαλέτα (γέλια). Έχουμε επίσης πολλές μπάντες που βγαίνουν και παίζουν στο εξωτερικό και δεν είναι πια τόσο απίστευτο να βλέπεις ελληνική μπάντα να κάνει περιοδεία στο εξωτερικό, κάτι που είναι φυσικά υγιές για τη σκηνή μας. Οπότε ναι είμαστε ξεκάθαρα σε πολύ καλύτερο επίπεδο από ότι 15 χρόνια πριν, που οι μόνοι που έπαιζαν εξωτερικό ήταν οι Rotting Christ και οι Firewind.

Ποια θεωρείς ότι είναι η καλύτερη δουλειά σας και γιατί;

Δε ξέρω να σου πω την αλήθεια. Μου αρέσουν συγκεκριμένα τραγούδια από συγκεκριμένες δουλειές, δεν έχω κάποιο album που να πω “α αυτό είναι” και αυτό γίνεται επειδή είμαστε μια μπάντα που έχει περάσει από πολλές φάσεις. Πιστεύω ότι το “Immortals” είναι στα ίδια επίπεδα με το Allegiance” και το Premonition” για τα οποία μιλάνε οι περισσότεροι. Για μένα ήταν φρέσκα albums για την εποχή, αλλά δε νομίζω πως είναι και τα καλύτερα μας. Το κάθε album έχει 3-4 πολύ δυνατά κομμάτια, αλλά νιώθω πως έχουμε κάνει και καλύτερα. Ίσως τα τελευταία δύο είναι τα καλύτερα μας. Επίσης, μου αρέσει πολύ και η πρώιμη εποχή μας, το Burning Earth” μου αρέσει πάρα πολύ, οπότε ναι, δεν έχω ένα μόνο.

Εντάξει, τα βλέπεις και σαν παιδιά σου κιόλας, αφού εσύ τα έχεις δημιουργήσει.

Μα ναι ναι, σκέφτομαι ότι αυτός ήμουν τότε και αυτό έκανα. Έχω και albums που δε μου αρέσουν καθόλου. Το “Days Of Defiance” δε μου αρέσει καθόλου. Ήταν η χειρότερη περίοδος για μένα προσωπικά μέσα στη μπάντα. Θα μπορούσα να πω ότι είναι το λιγότερο αγαπημένο μου από όλα αλλά ακόμα και αυτό έχει πράγματα μέσα που μου αρέσουν πολύ. Σε γενικές γραμμές αγαπάω όλα μας τα albums.

Τα σχέδια σας από εδώ και πέρα;

Ντάξει, σχέδια… Είναι λίγο ρευστά τα πράγματα λόγω της πανδημίας αλλά μετά από αυτό θα βγούμε να παίξουμε όπως πάντα. Λίγο δύσκολο να πω για σχέδια γιατί κι εγώ δεν έχω στο μυαλό μου κάτι συγκεκριμένο.

Κώστα σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου, φτάσαμε στο τέλος. Σου ανήκει ο επίλογος.

Ευχαριστώ για την υποστήριξη, τη συνέντευξη και όσους διαβάσουν αυτό και ελπίζουμε να υπάρξει πάλι ασφάλεια σύντομα για να βγούμε να παίξουμε έξω και φυσικά στην Ελλάδα.

Συνέντευξη: Θοδωρής Κατσικονούρης

Links
Website
Facebook
Instagram
Youtube
Twitter

Band Members
Gus G. – κιθάρες, πλήκτρα
Petros Christo – μπάσο
Jo Nunez – τύμπανα
Herbie Langhans – φωνητικά

Discography
Between Heaven And Hell, 2002
Burning Earth, 2003
Forged By Fire, 2005
Allegiance, 2006
The Premonition, 2008
Days Of Defiance, 2010
Few Against Many, 2012
Immortals, 2017
Firewind, 2020

RodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|bothGreekrebels Banner 07052021-728×90 - 728|90|Greekrebels Banner 07052021-728×90||https://www.greekrebels.gr/epikoinonia/|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X