Συνεντεύξεις

Hangman’s Chair

Αργήσαμε, αλλά τους μάθαμε κι αυτούς. Οι Hangman’s Chair έβγαλαν ένα υπέροχο δίσκο. Το “Banlieue Triste” είναι ένα έντονο album με εξαιρετική μουσική. Η επικοινωνία μαζί τους ήταν μονόδρομος λοιπόν. Το ιδρυτικό μέλος και drummer των Γάλλων, Mehdi Birouk Thépegnier, έχει τις απαντήσεις και αν κρίνω από αυτά που λέει δεν είμαι ο μόνος που εντυπωσιάστηκα από την τελευταία τους κυκλοφορία.

Γεια σου Mehdi, συγχαρητήρια για την κυκλοφορία του νέου σας album. Ήταν φανταστικό. Ποια είναι η ανταπόκριση μέχρι τώρα;

Ευχαριστώ για τα καλά λόγια, Γιώργο. Νιώθουμε πραγματικά ευγνώμονες τη συγκεκριμένη στιγμή. Το τελευταίο μας album κυκλοφόρησε το Μάρτιο στη γαλλική περιοχή. Από τότε μέχρι και τώρα είμαστε σε περιοδεία. Περισσότερες από σαράντα συναυλίες (και πολλές ακόμα που έρχονται για το 2019), ωραίο κοινό και πολύ ωραία ανταπόκριση. Μόλις υπογράψαμε με την Spinefarm και κυκλοφόρησαν το “Banlieue Triste” παγκοσμίως τον περασμένο Σεπτέμβριο. Με αυτή τη μεγάλη εταιρεία, θα αρχίσουμε να εξαπλώνουμε τη μουσική μας σε όλο τον κόσμο. Θα δούμε πώς θα πάει, πάντα ήμασταν χωμένοι στον underground και τον DIY τρόπο. Τώρα μένει να δούμε πώς μια μεγάλη δισκογραφική όπως η Spinefarm μπορεί να μεγαλώσει το όνομά μας.

Μιας και αυτή είναι η πρώτη παρουσίας σας στο περιοδικό μας, μπορείς να μας δώσεις ένα μικρό βιογραφικό του συγκροτήματος;

Εγώ και ο κιθαρίστας ο Julien ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική από παιδιά στις αρχές των 90s και συνεχίζουμε μαζί. Οι Hangman’s Chair γεννήθηκαν το 2005, έχουμε κυκλοφορήσει πέντε albums και τέσσερα splits με τους Eibon, Acid Deathtrip, Drawers και Greenmachine. Οι πρώτες κυκλοφορίες βγήκαν από την Bones Brigade, μετά μας υπέγραψε η MusicFearSatan για τις δύο τελευταίες και τώρα η Spinefarm με ένα ολοκαίνουριο συμβόλαιο.

Πώς θα περιέγραφες τη μουσική σας σε κάποιον που δεν την έχει ακούσει ξανά; Νομίζω ότι το stoner/doom metal δεν την περιγράφει απόλυτα.

Είναι αρκετά δύσκολο για τους οπαδούς ή τον Τύπο να κατηγοριοποιήσει τη μουσική μας και αυτό είναι από τα καλύτερα κομπλιμέντα που μπορούν να μας κάνουν. Ακόμα και εμείς δεν μπορούμε να ορίσουμε τη μουσική μας τόσο εύκολα. Θα έλεγα ότι οι Hangman’s Chair είναι μία μίξη μεταξύ σκοτεινής και φωτεινής ενέργειας, μία αργή και χαμηλά κουρδισμένη μουσική με μία πολύ ψυχρή και αστική ατμόσφαιρα. Ακόμα και για τους διοργανωτές είναι περίπλοκο να μας κατατάξουν. Μπορούμε να παίξουμε σε κάθε είδους σκηνή με πολύ διαφορετικές μπάντες. Προφανώς ταιριάζουμε με την sludge και doom σκηνή, αλλά και με hardcore μπάντες όπως και με gothic. Για παράδειγμα, πρόσφατα παίξαμε στο Tyrant Fest με συγκροτήματα όπως Watain, Aura Noir και Schammasch. Είναι ωραίο να μπορούμε να ταιριάξουμε με όλους αυτούς.

Τι μπορείς να μας πεις για τη διαδικασία σύνθεσης των τραγουδιών; Πόσο σας πήρε να τα ολοκληρώσετε;

Εγώ και ο Julien γράφουμε όλα τα τραγούδια, γράφουμε riffs όλη την ώρα, είμαστε πολύ τυχεροί σε αυτό το θέμα. Δε χρειάζεται να είμαστε σε μία συγκεκριμένη διάθεση ή σε περίοδο συνθετικής διαδικασίας. Από την προηγούμενη κυκλοφορία μας, είναι πιο καθαρό και εύκολο για εμάς. Μπορούσαμε να επικεντρωθούμε μόνο στη μουσική, κάποια άτομα τα οποία εμπιστευόμαστε ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί μας. Μία εταιρεία προώθησης, ένας manager και εκπρόσωπος Τύπου οπότε είχαμε λιγότερο βάρος στους ώμους μας και μπορούσαμε να είμαστε πιο άνετοι όταν γράφαμε μουσική το οποίο είναι το πιο ωραίο πράγμα όταν έχεις ένα συγκρότημα.

Και για τις ηχογραφήσεις; Πόσο καιρό χρειαστήκατε για να τις τελειώσετε;

Για το “Banlieue Triste” χρειάστηκε ένας ολόκληρος μήνας. Αυτό επειδή είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε το χρόνο μας, επειδή η εταιρεία πλήρωσε για το studio. Για τα προηγούμενα albums, είχαμε συνηθίσει να τα κάνουμε όλα σε δέκα μέρες και ήταν πραγματικά πολύ αγχωτικό για εμάς. Πήραμε το χρόνο μας με το τελευταίο και είμαστε πραγματικά ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα. Πάντα ηχογραφούμε στο ίδιο studio με τον ίδιο μηχανικό ήχου, τον Francis Caste στα Studio Sainte-Marthe στο Παρίσι. Εξελιχθήκαμε μαζί από album σε album, είναι κάτι σαν πέμπτο μέλος στους Hangman’s Chair. Ξέρουμε τέλεια ο ένας τον άλλο, είμαστε πολύ υπομονετικοί μεταξύ μας και δεν χρειάζεται να μιλάμε πολύ πριν τη ηχογράφηση. Καταλαβαίνει απόλυτα τη μουσική μας και πού πρέπει να πάμε με τα νέα τραγούδια.

Πρέπει να πω ότι δεν αφιέρωσα πολύ χρόνο στα προηγούμενα albums σας (κάτι το οποίο θα αλλάξει σύντομα) αλλά νομίζω πως είναι το πιο πειραματικό σας. Τι πιστεύεις; Κάνατε τίποτα διαφορετικό στο “Banlieue Triste” σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες σας;

Δε θα έλεγα το πιο πειραματικό, αλλά ίσως το πιο ειλικρινές και πετυχημένο μουσικά και στιχουργικά. Από album σε album γινόμαστε πιο ώριμοι. Οι πειραματισμοί γίνονται συνήθως με τον εξοπλισμό οι οποίοι μας δημιούργησαν περισσότερες πιθανότητες στη διαδικασία σύνθεσης. Εξερευνήσαμε περισσότερα εφέ ώστε να κάνουμε πιο ενδιαφέρουσα τη μουσική μας εμπειρία. Προσπαθούμε να εξελιχθούμε χρόνο με το χρόνο και να κάνουμε πάντα ένα διαφορετικό album με διαφορετική ιστορία, διαφορετικό θέμα, διαφορετική ατμόσφαιρα. Αυτή είναι η πιο έντονη άσκηση για εμάς. Έτσι απολαμβάνουμε να ακούμε μουσική.

Τι μπορείς να μας πεις για τους καλεσμένους στο album; Πώς τους επιλέξατε σκεπτόμενοι το γεγονός ότι προέρχονται από διαφορετικά μουσικά υπόβαθρα;

Ήμασταν στο studio και γράφαμε το album. Είχαμε τον ατζέντη μας από την The Link Production στο τηλέφωνο, περιόδευε στην Αμερική με τον James Kent (Perturbator). Κάνανε party στο tour bus και άκουγαν Hangman’s Chair. Μας είπε ότι ο James πραγματικά γούσταρε τη μπάντα μας και του είπαμε ότι κι εμάς μας αρέσει. Οπότε αποφασίσαμε να έρθουμε σε επαφή μετά την περιοδεία του ώστε να συναντηθούμε στο studio και να μιλήσουμε για συνεργασία. Ακούσαμε μαζί το demo του Tired Eyes” και συμφωνήσαμε να προσθέσει μερικά synths σε αυτό το κομμάτι. Το δούλεψε όλο το βράδυ και ήρθε την επόμενη μέρα με όλα τα εφέ του και ακουγόταν ακριβώς όπως το περιμέναμε. Το τραγούδι βγήκε εκπληκτικό και ταιριάζει τέλεια στο album. Ήταν μια ωραία εμπειρία. Με τον Marc DeBacker (Mongolito, Wolvennest) ήταν τελείως διαφορετικά. Ξέρουμε ο ένας τον άλλον εδώ και πολύ καιρό. Πάντα μας άρεσε η ατμόσφαιρά του και η αίσθησή του στο riffing. Πάντα θέλαμε να παίξουμε μουσική μαζί του οπότε του ζητήσαμε να συνεργαστούμε σε αυτό το album. Το ορχηστρικό Sidi Bel Abbes” ήταν η τέλεια ευκαιρία για να το κάνουμε. Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς, αφού το αφιερώσαμε στον Sid Ahmed Azzouni, τον πρώτο μας κιθαρίστα που έφυγε από τη ζωή πριν λίγα χρόνια.

Έχετε πολύ δυνατούς στίχους. Διάβασα ότι το τραγούδι “04/19/16” αναφέρεται στην ημέρα που ένα μέλος σας παραλίγο να πεθάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Η έμπνευσή σας έρχεται συνήθως από προσωπικές εμπειρίες;

Όχι συνήθως, αυτό είναι το πρώτο album στην ιστορία μας που θέλαμε να κάνουμε κάτι πιο προσωπικό στιχουργικά. Συνήθως, στα προηγούμενα albums, μιλούσαμε για κατάθλιψη, αυτοκτονικές τάσεις, ναρκωτικά και θανάτους συγγενών. Ήταν με ένα μεταφορικό τρόπο ή αν θες ακόμα και κυνικό και μηδενιστικό τρόπο επειδή έπρεπε να κάνουμε ένα βήμα πίσω. Τη συγκεκριμένη στιγμή, επειδή περάσαμε δύσκολες καταστάσεις, αποφασίσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό με ένα ρεαλιστικό τρόπο και ήταν δική μας επιλογή επειδή μπορούσαμε να μείνουμε στον μεταφορικό τρόπο αλλά νιώσαμε ότι ήταν ώρα να μιλήσουμε ελεύθερα. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε αυτά τα γεγονότα σε κάτι δημιουργικό, σε κάτι που θα μας έκανε να συνεχίσουμε. Αλλά δε νομίζω ότι αυτό που έγινε πραγματικά άλλαξε τι είμαστε εσωτερικά, μπορεί να άλλαξε κάποιες κακές συνήθειες για λίγο αλλά πάντα επανέρχεται, όπως στους στίχους του Naive”. Αυτό που έγινε εκείνη την περίοδο ήταν κάτι σαν προειδοποίηση για να πάρουμε τα πράγματα πιο σοβαρά, αλλά οι εσωτερικοί μας δαίμονες είναι δυνατότεροι υποθέτω.

Ποια συγκροτήματα σου έδωσαν την έμπνευση για να ξεκινήσεις να γράφεις και να παίζεις μουσική;

Δεν μπορώ να σου πω συγκεκριμένα ονόματα συγκροτημάτων, υπάρχουν εκατοντάδες που θα μπορούσα να αναφέρω. Αλλά νομίζω ότι ο Julien κι εγώ, ξέραμε τι ζωή θέλαμε να ζήσουμε όταν πηγαίναμε σε hardcore/punk συναυλίες στις αρχές των 90s, όταν ήμασταν δεκατριών ετών. Θυμάμαι ότι σε εκείνο το σημείο, αυτό που θέλαμε περισσότερο ήταν να έχουμε μαζί μια μπάντα, να γράφουμε τραγούδια και να παίζουμε σε συναυλίες.

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στα προάστια του Παρισιού. Είναι η ζωή εκεί τόσο δύσκολη όπως περιγράφετε;

Δεν είπαμε ποτέ ότι είναι δύσκολο να μένεις εκεί, δεν παραπονεθήκαμε για τη ζωή μας. Απλά αναφερόμαστε στην παιδική μας ηλικία, πού μεγαλώσαμε και πού συνεχίζουμε να ζούμε. Είναι το ίδιο θλιβερό παντού στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε όλο το περιβάλλον και την σκοτεινή διάθεση από τις αρχές των 90s, το οποίο είναι πολύ γνωστό σε εμάς, με την όλη ιδέα να είναι πολύ προσωπική χρησιμοποιώντας την αισθητική της ψυχρής ατμόσφαιρας από την πόλη και τα προάστιά μας.

Ποιες ήταν οι προσδοκίες σας όταν ξεκινούσατε το συγκρότημα; Έχετε πετύχει κάποιες από αυτές;

Τα καλύτερα έρχονται…

Ποια είναι τα σχέδια για το μέλλον των Hangman’s Chair; Έχετε προγραμματίσει συναυλίες ή περιοδείες για την προώθηση του “Banlieue Triste”;

Ανυπομονούμε για το μέλλον μετά την παγκόσμια κυκλοφορία. Περιοδεύουμε από το Μάρτιο του 2018 και συνεχίζουμε. Έχουμε μία εβδομαδιαία περιοδεία στη Γαλλία με τους Zeal & Ardor. Περιμένουμε περισσότερες συναυλίες μέχρι το επόμενο καλοκαίρι με πολλά festivals. Έχουμε μια ευρωπαϊκή περιοδεία για δύο εβδομάδες με τους Samael τον Μάιο του 2019Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι μέσα). Μετά θα σταματήσουμε να περιοδεύουμε για λίγο, πιθανώς θα ξαναμπούμε στο studio για το επόμενο album. Αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε κάτι τέτοιο.

Mehdi, σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που αφιέρωσες σε αυτή τη συνέντευξη. Σου εύχομαι τα καλύτερα. Οι τελευταίες λέξεις ανήκουν σε εσένα.

Ευχαριστώ Γιώργο για το ενδιαφέρον. Εύχομαι να έρθουμε στην Ελλάδα σύντομα, θα μας άρεσε πολύ. Έχω ήδη παίξει στη χώρα σας με τους Arkangel και ήταν άρρωστο! Κρατάω ακόμα επαφή με μερικούς Αθηναίους που γίναμε καλοί φίλοι. Τα λέμε σύντομα!

Γιώργος Τερζάκης

https://www.facebook.com/pages/Hangmans-chair-official/105320776175255
https://hangmanschair.bandcamp.com/
https://hangmanschair.bigcartel.com/
https://mobile.twitter.com/HangmansChair

Band Members
Cédric Toufouti: Κιθάρες, Φωνητικά
Julien Rour Chanut: Κιθάρες
Mehdi Birouk Thépegnier: Τύμπανα
Clément Hanvic: Μπάσο

Discography
(A Lament For…) The Addicts, 2007
Leaving Paris, 2010
Hope///Dope///Rope, 2012
This Is Not Supposed To Be Positive, 2015
Banlieue Triste, 2018

RodStudios_728x90 - 728|90|RodStudios_728x90|||bothhaursen2 - 728|90|haursen2||https://www.facebook.com/HaursensGuitarWorkshop/|bothwhale_728x90 - 728|90|whale_728x90|||bothnano designs 728×90 - 728|90|nano designs 728×90||https://www.facebook.com/Nanodesignart/|bothTatto Clinic Athens 728×90 - 728|90|Tatto Clinic Athens 728×90||https://www.facebook.com/tattooclinicathens|both
20000
110

Related posts

Leave a Comment

Leave a review

X